Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λυκάνθρωπος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λυκάνθρωπος, ο, ουσ. [λύκος + άνθρωπος], άνθρωπος άγριος, κακός και άπληστος: «είναι τέτοιος λυκάνθρωπος, που δεν ξέρει τι θα πει καλοσύνη». Αναφορά στον άνθρωπο που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, μεταμορφώνεται κάθε νύχτα που έχει πανσέληνο σε λύκο.