λυγίζω
λυγίζω
κ. λυγώ κ.
λυγάω, ρ. [<λυγίζω <λύγος (= λυγαριά)], λυγίζω. 1. χάνω το
θάρρος μου, το κουράγιο μου, καταβάλλομαι ηθικά ή ψυχικά: «λύγισε απ’ το φόβο
του και τα μαρτύρησε όλα || τον λύγισαν οι στενοχώριες και τα βάσανα της ζωής».
(Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου, σχώρα με, κι άμα
πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).2. ενδίδω, κάμπτομαι,
υποχωρώ: «μετά από τόσα παρακάλια, λύγισε ο άνθρωπος και απέσυρε τη μήνυση ||
με την πρώτη έφοδο, λύγισε η αντίσταση του εχθρού». (Λαϊκό τραγούδι: το
σκαλοπάτι σου, να ξέρεις, μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ·
ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν
μπορεί // γεια σου λεβεντιά μου φτώχεια που ποτέ σου δε λυγίζεις σε
βροχές κι ανεμοβρόχια)·
- δέντρο
που λυγά, δε σπάζει, βλ. λ. δέντρο·
- λυγίζω
σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- λυγίζω
τη μέση μου, βλ. λ. μέση·
- λύγισαν
και τα σίδερα ή λύγισαν τα σίδερα ή λύγισαν σίδερα, βλ. λ.σίδερο·
- λύγισαν
τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
-
ό,τι λυγίζει δε σπάει, βλ. λ. ό,τι.
μέση
μέση,
η, ουσ. [<αρχ. μέση, θηλ. του
επιθ. μέσος], η μέση. (Ακολουθούν 48 φρ.)·
-
άνοιξε η μέση μου, έχω συνεχή τάση για κατούρημα: «κάθε δυο και τρεις
τρέχω στην τουαλέτα, γιατί κρυολόγησα κι άνοιξε η μέση μου»·
-
αφήνω μέσ’ τη μέση, εγκαταλείπω, ιδίως μέσα σε κλειστό χώρο πράγμα ή
αντικείμενο σε τέτοιο σημείο, που εμποδίζει την κυκλοφορία των ενοίκων: «άφησε
τα μπαγάζια του μέσ’ στη μέση του σαλονιού και δεν μπορούσαμε να περάσουμε»·
-
αφήνω στη μέση, εγκαταλείπω ατέλειωτη μια εργασία, μια προσπάθεια ή μια
υπόθεση, δεν την τελειώνω, δεν την ολοκληρώνω: «μόλις συνάντησε τις πρώτες
δυσκολίες, άφησε στη μέση τη δουλειά κι έφυγε || άφησε τις σπουδές του στη
μέση»·
-
αφήνω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. μέση·
-
βάζουμε στη μέση (κάποιον ή κάποιους), βλ. φρ. τον βάλαμε στη μέση·
-
βγάζω απ’ τη μέση, α. παραμερίζω: «γιατί δε βγάζεις απ’ τη μέση
αυτήν την καρέκλα, απ’ τη στιγμή που βλέπεις πως μας εμποδίζει!». β.
σκοτώνω, φονεύω: «δεν μπορείς να βγάζεις απ’ τη μέση όποιον υποπτεύεσαι πως
μπορεί να σε καρφώσει στην αστυνομία». Συνών. βγάζω απ’ την κυκλοφορία (γ)·
βλ. και φρ. τον βγάζω απ’ τη μέση·
-
βγάζω στη μέση, α. αποκαλύπτω, προδίδω, φανερώνω κάποιον: «θα σου
πως ποιος σε κατηγόρησε, αλλά δε θα με βγάλεις στη μέση». Πρβλ.: και
κατρακύλησε το φέσι μαζί κι ο ναργιλές στη μέση (Λαϊκό τραγούδι).β.
εμφανίζω, παρουσιάζω, θέτω κάτι καινούριο για συζήτηση: «κι εκεί που λέγαμε πως
είχαμε τελειώσει τη συζήτηση, έβγαλε στη μέση ο τάδε το θέμα των προμηθειών»·
-
βγάζω τη μέση μου, κουράζομαι υπερβολικά, ξεμεσιάζομαι: «κουβάλησα μόνος
μου αυτό το μπαούλο κι έβγαλα τη μέση μου»·
-
βγαίνω απ’ τη μέση, α. παύω να μπερδεύομαι κάπου, να αποτελώ
εμπόδιο σε κάποιον: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως δε με ήθελαν μαζί τους,
βγήκα απ’ τη μέση και πήγα στο σπιτάκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα πάντως
μη σε νοιάζει τι θα γίνω, από τη μέση οπωσδήποτε θα βγω,μα μια
κατάρα, πριν χωρίσουμε, σου δίνω στον ίδιο δρόμο που με στέλνεις να σε δω).
β.εξουδετερώνομαι: «με την πρώτη μπουνιά που έφαγε, βγήκε απ’ τη
μέση»· βλ. και φρ. φεύγω απ’ τη μέση·
-
βγαίνω στη μέση, επεμβαίνω, παρεμβαίνω, προκύπτω: «την ώρα που είχαν
ανάψει τα αίματα και υπήρχε φόβος για γενική σύρραξη, βγήκε στη μέση ο τάδε και
τους καλμάρισε τα νεύρα»·
-
δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, βλ. λ. άλογο·
-
έγινε λαδιά στη μέση, βλ. λ. λαδιά·
-
κόβω στη μέση (κάτι), χωρίζω κάτι σε δυο ίσα μέρη, προκειμένου να το
μοιράσω σε δυο άτομα σε δυο ομάδες ατόμων: «έκοψε στη μέση την περιουσία του
και τη μοίρασε στα δυο παιδιά του»·
-
κόβω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. κουβέντα·
-
κόβω το καρπούζι στη μέση, βλ. λ. καρπούζι·
-
κόπηκε η μέση μου ή μου κόπηκε η μέση, κουράστηκα υπερβολικά,
ξεμεσιάστηκα: «κόπηκε η μέση μου μέχρι να μεταφέρω όλα τα πράγματα απ’ το
ισόγειο στο τρίτο πάτωμα»·
-
λυγίζω τη μέση μου, α. είμαι δουλοπρεπής, συμπεριφέρομαι με
δουλοπρέπεια: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, αμέσως λυγίζει τη μέση του». Από την
εικόνα του ατόμου που σκύβει δουλικά μπροστά σε κάποιον πλούσιο ή ισχυρό. β.
κάνω φιγούρες, τσακίσματα, ιδίως κατά τη διάρκεια του χορού: «σε κάθε γύρισμα
του τραγουδιού, λύγιζε τη μέση του». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα όργανα σήκω
απ’ τη θέση σου, χόρεψε ζεϊμπέκικο, λύγισε τη μέση σου)·
-
μένω στη μέση, βλ. φρ. αφήνω στη μέση·
-
μέσες άκρες, σε χοντρές γραμμές, συνοπτικά: «μας είπε μέσες άκρες πώς
έγιναν τα πράγματα»·
-
μέση δαχτυλίδι, πολύ λεπτή: «είναι όμορφη, λυγερόκορμη κι έχει μέση
δαχτυλίδι». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πας κι όπου γυρίζεις τριαντάφυλλα
μυρίζεις, έχεις μέση δαχτυλίδι, μαύρο μάτι, μαύρο φρύδι)·
-
μου βγήκε η μέση, κουράστηκα υπερβολικά, ξεμεσιάστηκα: «έκανα μοναχός
μου ολόκληρη μετακόμιση και μου βγήκε η μέση»·
-
μπαίνω στη μέση, α. επεμβαίνω, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δυο άτομα
που είναι έτοιμα να μαλώσουν ή που μαλώνουν για να τα χωρίσω: «αν δεν έμπαινε
στη μέση ο τάδε να τους χωρίσει, θα είχαν σκοτωθεί στο ξύλο». β. μπαίνω
ανάμεσα σε ένα ερωτικό ζευγάρι ή σε δυο φίλους και τους δημιουργώ έριδες,
προβλήματα: «ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι, αλλά απ’ τη στιγμή που μπήκε ο τάδε
στη μέση, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα χώρισαν». (Λαϊκό τραγούδι: παιδιά
στην πιάτσα είχαμε σμίξει, βαθιά φιλία είχαμε δείξει· μπήκε στη μέση να
μας πληγώσει, να μας γελάσει, να μας προδώσει)·
-
ξεπετιέται σαν (την) τσουτσού στη μέση ή πετιέται σαν (την) τσουτσού
στη μέση, βλ. λ. τσουτσού·
-
ξεπετιέται σαν (την) ψωλή στη μέση ή πετιέται σαν (την) ψωλή στη
μέση, βλ. λ. ψωλή·
-
ξεπετιέται σαν (το) καυλί στη μέση ή πετιέται σαν (το) καυλί στη
μέση, βλ. λ. καυλί·
-
ξεπετιέται σαν (το) καυλοράπανο στη μέση ή πετιέται σαν (το)
καυλοράπανο στη μέση, βλ. λ. καυλοράπανο·
-
ξεπετιέται σαν (το) σκατό στη μέση ή πετιέται
σαν (το) σκατό στη μέση, βλ. λ. σκατό·
-
ξεπετιέται σαν (την) πορδή στη μέση ή πετιέται σαν (την) πορδή στη
μέση, βλ. λ. πορδή·
-
ξεπετιέται σαν (τον) πούτσο στη μέση ή πετιέται σαν πούτσος στη μέση,
βλ. λ. πούτσος·
-
ξεπετιέται στη μέση, βλ. φρ. πετιέται στη μέση·
-
όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
-
παρατώ στη μέση, βλ. φρ. αφήνω στη μέση·
-
πετιέται στη μέση, επεμβαίνει, παρεμβαίνει
και διακόπτει κάποιον που μιλάει: «έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, γιατί πετιέται
κάθε τόσο στη μέση και δε μ’ αφήνει να ολοκληρώσω τη σκέψη μου»·
-
πέφτω στη μέση, επεμβαίνω, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δυο άτομα που είναι
έτοιμα να μαλώσουν ή που μαλώνουν για να τα χωρίσω: «μόλις κατάλαβα πως ήταν
έτοιμοι ν’ αρπαχτούν, έπεσα στη μέση και τους έκανα πέρα || μόλις αρπάχτηκαν,
έπεσαν όλοι στη μέση για να τους χωρίσουν»·
-
σίδερο στη μέση! βλ. λ. σίδερο·
-
σκάω στη μέση, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά σε μια ομάδα ανθρώπων:
«είχαμε καιρό να τον δούμε και κάποια μέρα, όπως ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο
μπαράκι, έσκασε στη μέση»·
-
σκύβει τη μέση του, είναι δουλοπρεπής και αναξιοπρεπής (ο γνωστός
οσφυοκάμπτης): «μόλις γνωρίσει κανέναν πλούσιο, σκύβει τη μέση του και του
κάνει όλα τα χατίρια»·
-
σπάω τη μέση μου, α. λυγίζω τη μέση μου: «καθώς χόρευε, έσπαζε
κάθε τόσο με νάζι τη μέση της». β. η φρ. σε ευρεία χρήση στο μπάσκετ: «ο
Γκάλης έσπασε τη μέση του στον αέρα και σούταρε στο αντίπαλο καλάθι»·
-
στη μέση του δρόμου, βλ. λ. δρόμος·
-
το σπάσιμο της μέσης, α. το λύγισμα της μέσης: «έκανε τέτοιο
σπάσιμο της μέσης, όταν χόρευε, που ξεσήκωνε όλους τους άντρες». β. η
φρ. σε ευρεία χρήση στο μπάσκετ που πρωτακούστηκε, όταν εμφανίστηκε στα
ελληνικά γήπεδα ο Νίκος Γκάλης: «ο Γκάλης ήταν ο πρώτος παίχτης στην Ελλάδα που
δίδαξε το σπάσιμο της μέσης στον αέρα, πριν σουτάρει»·
-
τον βάλαμε στη μέση, α. τον περικυκλώσαμε: «μόλις τον είδαμε, τον
βάλαμε στη μέση και δεν μπορούσε να φύγει από πουθενά». β. με απανωτές
ερωτήσεις ή συμβουλές του δημιουργήσαμε σύγχυση, τον μπερδέψαμε και τον κάναμε
να μην ξέρει τι να πει ή ποια απόφαση να πάρει: «μόλις ο τάδε ήρθε στην παρέα,
τον βάλαμε στη μέση λέγοντας ο καθένας το δικό του, και σε λίγο μας κοιτούσε
όλους σαν χάνος, μην ξέροντας τι να πει και τι να κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: μες
στη μέση μ’ έχουν βάλει με τ’ αφράτα τους τα κάλλη κι η καρδιά μου τα
’χει μπλέξει, ποια απ’ τις δυο για να διαλέξει)·
-
τον βγάζω απ’ τη μέση, α. τον εξουδετερώνω: «από καιρό επεδίωκε
να του φάει τη θέση, όμως ο άλλος είχε γλείψιμο τον διευθυντή κι έτσι μπόρεσε
και τον έβγαλε απ’ τη μέση». β. τον δολοφονώ, τον σκοτώνω: «μόλις
αντιλήφθηκαν πως είχε σκοπό να τους καρφώσει στην αστυνομία, τον έβγαλαν απ’ τη
μέση». Συνών. τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία·
-
τον βγάζω στη μέση, αποκαλύπτω κάποια άστοχη ενέργεια ή πράξη του,
αποκαλύπτω κάποια παρατυπία του: «προχτές έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά κι ο τάδε
τον έβγαλε στη μέση, επειδή δεν τον χωνεύει»·
-
τους βάλαμε στη μέση, τους περικυκλώσαμε: «μόλις τους βάλαμε στη μέση,
εγκατέλειψαν κάθε αντίσταση»·
-
υπάρχει λαδιά στη μέση, βλ. λ. λαδιά·
-
υπάρχει μαμουνιά στη μέση, βλ. λ. μαμουνιά·
-
υπάρχει πουστιά στη μέση, βλ. λ. πουστιά·
-
φεύγω απ’ τη μέση, α. απομακρύνομαι, αποχωρώ από μια ομάδα
ανθρώπων, από μια δουλειά ή μια υπόθεση: «επειδή κατάλαβα πως η δουλειά δεν
ήταν τίμια, έφυγα απ’ τη μέση». β. παύω να μπερδεύομαι κάπου, να αποτελώ
εμπόδιο σε κάποιον: «επειδή διαφώνησα μαζί τους, έφυγα απ’ τη μέση || επειδή
κατάλαβα πως δεν ήμουν ευπρόσδεκτος στην παρέα τους, έφυγα απ’ τη μέση»·
-
χτύπημα κάτω απ’ τη μέση, βλ. φρ. χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη, λ.
χτύπημα.
ό,τι
ό,τι, αναφορ.
αντων. [<αρχ. ὅτι], ό,τι. (Ακολουθούν 88 φρ.)·
-
απ’ ό,τι φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
-
ας γίνει ό,τι γίνει, βλ. φρ. ό,τι γίνει ας γίνει·
-
ας γίνει ό,τι θέλει ή ας γίνει ό,τι θέλει να γίνει, βλ. φρ. ό,τι
θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει·
-
ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι
θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
-
ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι
θέλει ας λέει·
-
ας λέει ό,τι λέει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι
λέει ας λέει. (Λαϊκό τραγούδι: αφού μ’ αρέσει να γυρνώ τον κόσμο τι τον
μέλει; Τα λόγια του τα αψηφώ κι ας λέει ό,τι θέλει)·
-
ας πει ό,τι πει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει
ας πει·
-
βγάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. λ. μυαλό·
-
βγάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. λ. νους·
-
δεν είμαι ό,τι κι ό,τι! ή δεν είμαστε ό,τι κι ό,τι! μη νομίζεις
πως δεν έχω αξία, πως είμαι κάποιος τυχαίος: «εμένα θέλω να με σέβεσαι, γιατί
δεν είμαι ό,τι κι ό,τι:». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Συνών. δεν είμαι άιντε κι άιντε! ή δεν είμαστε άιντε κι άιντε! /
δεν είμαι όποιος κι όποιος! ή δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι(!)·
-
δεν είναι ό,τι κι ό,τι, (για πρόσωπα ή πράγματα) έκφραση για να δηλωθεί
πως το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι σημαντικό, έχει
ποιότητα, αξία: «αυτός δεν είναι ό,τι κι ό,τι γιατρός, είναι μεγάλος
επιστήμονας || αυτός ο πίνακας δεν είναι ό,τι κι ό,τι, γιατί είναι ενός πολύ
μεγάλου ζωγράφου»·
- δώσε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- έκανα ό,τι το καλύτερο, βλ. λ. καλύτερος·
-
η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, βλ. λ. νύφη·
-
και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, αδιαφορώ τελείως για το αποτέλεσμα. (Λαϊκό
τραγούδι: μα εγώ σε σένα έδωσα βάση και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει)·
- κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- κάνε ό,τι νομίζεις, βλ. λ. νομίζω·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κάνω ό,τι λάχει ή κάνω ό,τι μου καπνίσει ή κάνω ό,τι μου
κατέβει ή κάνω ό,τι μου κατεβαίνει ή κάνω ό,τι μου ’ρθει ή κάνω
ό,τι μπορώ ή κάνω ό,τι φτάσει, βλ. λ. κάνω·
-
κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- λέω ό,τι λάχει ή λέω ό,τι μου καπνίσει ή λέω ό,τι μου
κατέβει ή λέω ό,τι μου ’ρθει ή λέω ό,τι να ’ναι ή λέω ό,τι
φτάσει, βλ. λ. λέω·
-
ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός·
-
ό,τι αγαπάς ή ό,τι αγαπάτε, έκφραση με την οποία προτρέπουμε στο
συνομιλητή μας να μας ζητήσει οτιδήποτε, γιατί είμαστε πρόθυμοι να το
πραγματοποιήσουμε·
-
ό,τι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει, βλ. λ. κατεβαίνω·
-
ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, βλ. λ. κατεβαίνω·
-
ό,τι βάλει ο νους σου, βλ. λ. νους·
-
ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
-
ό,τι βάλει το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
-
ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
-
ό,τι βγει ας βγει, ας γίνει ό,τι θέλει, δε νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι
για το αποτέλεσμα: «εγώ θα ενεργήσω μ’ αυτόν τον τρόπο, κι ό,τι βγει ας βγει»·
- ό,τι γίνει ας γίνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει·
-
ό,τι γίνεται ακούγεται, βλ. λ. ακούγομαι·
-
ό,τι γίνεται, δεν ξεγίνεται, είναι τετελεσμένο: «δες απ’ την αρχή κι
αποφάσισε πώς θα γίνει το πράγμα, γιατί ό,τι γίνεται, δεν ξεγίνεται»·
-
ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς (ενν. θα κάνω, θα σου δώσω, θα σου αγοράσω), οτιδήποτε
σου αρέσει, οτιδήποτε επιθυμείς·
-
ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του, το
πεπρωμένο του, το γραφτό του: «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη μοίρα του, γιατί
ό,τι γράφει δεν ξεγράφει»·
-
ό,τι γυαλίζει, δεν είναι χρυσός, βλ. λ. χρυσός·
-
ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τα χρήματα που διαθέτει κανείς για να
αγοράσει κάτι, θα είναι και η αξία του: «με τα λεφτά που διαθέτεις, το μόνο που
μπορείς ν’ αγοράσεις, είναι αυτό το μικρό αυτοκινητάκι, γιατί ό,τι δίνεις,
παίρνεις»·
-
ό,τι έγινε έγινε, α. έκφραση αποδοχής για κάτι που δεν επιδέχεται
διόρθωση, που είναι τετελεσμένο: «τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, γιατί ό,τι
έγινε έγινε!». β. έκφραση με την οποία παραγράφουμε το παρελθόν, ιδίως
μια κακή πράξη ή μια άσχημη σχέση, έκφραση συγχώρεσης ή συμφιλίωσης: «ό,τι
έγινε έγινε, δώσε μου τώρα το χέρι σου να ξαναφιλιώσουμε»·
-
ό,τι έχετε ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
-
ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, βλ. λ. άντρας·
-
ό,τι έχω και δεν έχω, όλη η περιουσία μου, τα πάντα που έχω στην κατοχή
μου, στην ιδιοκτησία μου: «της πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε κι αυτή στο
τέλος τον άφησε για έναν άλλον». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι είχα και δεν είχα μου
τα μάσησες και μπατίρη στο φινάλε με παράτησες)·
-
ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
-
ό,τι ζητά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
-
ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει, ένδειξη
τέλειας αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή υπόθεσης: «εγώ θα κάνω τη
δουλειά, κι ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει». (Λαϊκό τραγούδι: παραδόθηκα σε
σένα, δε λογάριασα κανένα κι είπα τώρα ό,τι θέλει ας γίνει). Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα, μωρέ·
-
ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, έκφραση που
δηλώνει πλήρη αδιαφορία για το πώς θα ενεργήσει κάποιος: «εγώ νίπτω τας χείρας
μου κι ό,τι θέλει ας κάνει»·
-
ό,τι θέλει ας λέει, έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία για τη γνώμη
κάποιου: «εγώ θα την κάνω αυτή τη δουλειά κι αυτός ό,τι θέλει ας λέει»·
-
ό,τι θέλει ας πει, έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία για τη γνώμη
κάποιου: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω κι αυτός ό,τι θέλει ας πει || εγώ θα την
παντρευτώ κι ο κόσμος ό,τι θέλει ας πει». Πρβλ. εγώ το πίνω και το λέω,
γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει σας ορκίζομαι ο κόσμος τι θα πει (Λαϊκό
τραγούδι)·
-
ό,τι και να γίνει ή ό,τι κι αν γίνει, σε κάθε περίπτωση,
οπωσδήποτε: «ξεκίνα εσύ τη δουλειά και μη φοβάσαι, γιατί, ό,τι και να γίνει, θα
σε βοηθήσω»·
-
ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
-
ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
-
ό,τι και να κάνεις (ενν. δεν ωφελεί), έκφραση που δηλώνει απαισιοδοξία,
με την έννοια ότι οποιαδήποτε ενέργεια δε θα φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα:
«ό,τι και να κάνεις, δε θα μπορέσεις να επανορθώσεις το κακό που του προξένησες
|| έγινε τόσο ισχυρός, που, ό,τι και να κάνεις, δε θα μπορέσεις να τον βλάψεις».
Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το τώρα·
-
ό,τι και να πεις (ενν. χάνεις τα λόγια σου), έκφραση που δηλώνει
απαισιοδοξία, με την έννοια ότι κάθε δικαιολογία, κάθε λόγος σου, δε θα φέρει
το ποθούμενο αποτέλεσμα: «ό,τι και να πεις, δε θα σε πιστέψει κανένας || ό,τι
και να πεις στη δίκη, δε θα μπορέσεις να τον σώσεις, γιατί η ενοχή του είναι
ολοφάνερη». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το τώρα·
- ό,τι και να σου είναι ψέμα ή ό,τι κα να σου πω θα είναι
ψέμα, βλ. λ. ψέμα·
-
ό,τι και να του κάνεις (ενν. δεν ωφελεί), έκφραση που δηλώνει
απογοήτευση, με την έννοια ότι όπως και αν του συμπεριφερθείς δε θα φέρεις το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: «ό,τι και να του κάνεις αυτού του παιδιού, δεν είναι
ποτέ ευχαριστημένο»·
-
ό,τι και να του πεις (ενν. χάνεις τα λόγια σου), έκφραση που δηλώνει
απογοήτευση, με την έννοια ότι κάθε σου προσπάθεια, κάθε σου λόγος δε θα φέρει
το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: «έμπλεξε τόσο άσχημα αυτό το παιδί, που, ό,τι και
να του πεις, δεν αλλάζει μυαλά»·
-
ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο, βλ. λ. μόνος·
-
ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
ό,τι κι ό,τι, (για πρόσωπα ή πράγματα) έκφραση για να δηλωθεί πως το
άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι ασήμαντο, δεν έχει ποιότητα,
δεν έχει αξία: «έχει βρει έναν ό,τι κι ό,τι και τον έχει βάλει νυχτοφύλακα στο
εργοστάσιό του || αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκινητάκι ό,τι κι ό,τι και καμαρώνει
σαν γύφτικο σκεπάρνι»·
-
ό,τι κινείται, πυροβολείται, βλ. λ. πυροβολούμαι·
-
ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ. γλώσσα·
-
ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός, βλ. λ. χρυσός·
-
ό,τι λάχει, οτιδήποτε τύχει: «όταν πεινάει πολύ τρώει ό,τι λάχει || όταν
βιάζεται φοράει ό,τι λάχει»·
-
ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
-
ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
-
ό,τι λέει ας λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·
-
ό,τι λυγίζει δε σπάει, όποιος συμπεριφέρεται με διαλλακτικό τρόπο,
αποφεύγει επώδυνες καταστάσεις, βγαίνει κερδισμένος, ωφελημένος: «ν’ αφήσεις
τις κόντρες και τους εγωισμούς και να θυμάσαι πως ό,τι λυγίζει δε σπάει»·
-
ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
-
ό,τι να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, βλ. λ. μύγα·
-
ό,τι ξέρεις, ξέρω ή ό,τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ, δε γνωρίζω
τίποτα περισσότερα από αυτά που γνωρίζεις και εσύ, και, κατ’ επέκταση, δεν
ξέρω, έχω άγνοια: «τι έγινε με την υπόθεση του τάδε; -Ό,τι ξέρεις ξέρω»·
-
ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
-
ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
-
ό,τι ποθεί η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
-
ό,τι ποθεί η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
-
ό,τι ποθείτε, στην αγκαλιά σας να το βρείτε, βλ. λ. αγκαλιά·
-
ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις, βλ. λ. εισπράττω·
-
ό,τι πρέπει, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι εντελώς κατάλληλο(ς),
αυτό(ς) ακριβώς που χρειάζεται, ιδανικό(ς): «αυτός ο άνθρωπος είναι ό,τι πρέπει
γι’ αυτή τη θέση || αυτό το έπιπλο είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτή τη γωνιά του
σαλονιού»·
-
ό,τι προαιρείσθε, βλ. λ. προαιρούμαι·
-
ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, ανάλογα με τις πράξεις και τους κόπους σου,
θα έχεις και τις ανάλογες απολαβές: «ο νόμος της ζωής λέει, πως ό,τι σπείρεις,
θα θερίσεις»·
-
ό,τι του φανεί του Στεφανή, φαντάζεται, υπολογίζει ότι μπορεί να κάνει
πράγματα τα οποία όμως στην πραγματικότητα αδυνατεί να κάνει: «του έχει
καρφωθεί στο μυαλό ότι μπορεί να στήσει επιχείρηση χωρίς να έχει ένα ευρώ.
-Ό,τι του φανεί του Στεφανή || έχει την εντύπωση πως θα τον πάρουμε μαζί μας,
αλλά δεν ξέρει πως μας είναι πολύ αντιπαθητικός και θα τον αφήσουμε αμανάτι.
-Ό,τι του φανεί του Στεφανή»·
-
ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
-
ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
-
ό,τι φάμε (κι) ό,τι πιούμε, έκφραση που δηλώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις.
(Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε
ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε)·
-
ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
-
ό,τι φέρει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
-
ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
-
όχι ό,τι κι ό,τι, βλ. λ. όχι·
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) βλ. λ. πολύτιμος·
- τρώει ό,τι του δίνουν, βλ. λ. τρώω.