Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λοχαγός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λοχαγός, ο, ουσ. [<αρχ. λοχαγός], ο λοχαγός· νεαρός σε ηλικία πολιτικός: «οι λοχαγοί της κυβερνητικής παράταξης απαιτούν συμμετοχή στην κυβέρνηση».