Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λογίζομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λογίζομαι, ρ. [<αρχ. λογίζομαι], λογίζομαι. 1. λογαριάζομαι, θεωρούμαι, υπολογίζομαι: «είναι ανοιχτοχέρης κι έτσι λογίζεται για λεφτάς || είναι τόσο σκληρόκαρδος, που δε λογίζεται για άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’κανα, βρε μάτια μου, γιατί δεν μου μιλιέσαι; Γιατί δεν με λογίζεσαι, τσαχπίνη μου παρά με καταριέσαι;). 2. θεωρώ τον εαυτό μου: «λογίζεσαι για μεγάλος και τρανός, αλλά δεν είσαι παρά ένα μηδενικό».