Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λινάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λινάρι, το, ουσ. [<μσν. λινάριν <μτγν. λινάριον, υποκορ. του αρχ. λίνον], φυτό με χρήση στην υφαντουργία·
- περνώ του λιναριού τα βάσανα ή περνώ του λιναριού τα πάθη ή τραβώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, κουράζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, ταλαιπωρούμαι από αλλεπάλληλες κακοτυχίες: «για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, τράβηξα του λιναριού τα πάθη». Από την εικόνα της υφάντρας, που γνέθει τις ίνες του φυτού λινάρι ή από το ότι, η κατεργασία του λιναριού είναι μεγάλη και σύνθετη.