Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λιβανωτό
λιβανωτό, το, ουσ. [<αρχ. λιβανωτός], το λιβάνι· η κολακεία, ο δουλικός εγκωμιασμός: «μόλις δει κάποιον ανώτερό του, αρχίζει αμέσως το λιβανωτό».
λιβανωτό, το, ουσ. [<αρχ. λιβανωτός], το λιβάνι· η κολακεία, ο δουλικός εγκωμιασμός: «μόλις δει κάποιον ανώτερό του, αρχίζει αμέσως το λιβανωτό».