Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λιάζομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λιάζομαι, ρ. [<λιάζω]. 1. κάθομαι, τεμπελιάζω κάτω απ’ τον ήλιο: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη τη μέρα λιάζεται». (Δημοτικό τραγούδι: ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε). 2. κάνω ηλιοθεραπεία: «μετά το μπάνιο μου, λιάζομαι για ένα διάστημα ξαπλωμένος στην αμμουδιά».