Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λεωφορείο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λεωφορείο, το, ουσ. [<λεωφόρος + κατάλ. -είον], το λεωφορείο·
- αστικό λεωφορείο, λεωφορείο συγκοινωνίας που κινείται μέσα στα όρια της πόλης: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, πήρα το αστικό λεωφορείο για να ’ρθω». (Λαϊκό τραγούδι: αν αστικό λεωφορείο έκανες την καρδούλα σου, πριν γίνω κούκλα μου θηρίο μάζεψε τα μπαούλα σου). Το λεωφορείο συγκοινωνίας που κινείται έξω από τα όρια της πόλης, λέγεται υπεραστικό λεωφορείο·
- μιλάνε τα λεωφορεία, μιλάνε και τα πατίνια! ειρωνική αντιμετώπιση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο λόγου, εντελώς ασήμαντο, τιποτένιο, σε αντιδιαστολή με το δικό μας εκτόπισμα.