λεπτός
λεπτός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. λεπτός], λεπτός· που λόγω της δυσκολίας του απαιτεί ιδιαίτερο
χειρισμό για την αντιμετώπιση ή τη διεκπεραίωσή του, ο δύσκολος: «είναι λεπτό
το ζήτημα και πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί με τη δέουσα προσοχή || η υπόθεση είναι λεπτή,
γι’ αυτό πρέπει να τη χειριστείς με μεγάλη προσοχή». Επίρρ. λεπτά·
- είναι
λεπτή η θέση μου, βλ. λ. θέση·
- έχει
λεπτά αισθήματα, βλ. λ. αίσθημα·
- λεπτή
ισορροπία, βλ. λ. ισορροπία.
ισορροπία
ισορροπία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἰσορροπία], η ισορροπία·
- ευαίσθητη
ισορροπία, λέγεται στην περίπτωση που, για να διατηρηθεί η επιθυμητή
κατάσταση, χρειάζονται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «οι κυβερνήσεις των δυο
κρατών καταβάλλουν προσπάθειες για να διατηρηθεί μεταξύ τους η ευαίσθητη
ισορροπία»·
- ισορροπία
τρόμου, η ισοδυναμία του πυρηνικού οπλοστασίου σε αντίπαλες υπερδυνάμεις
(Αμερική - Ρωσία), για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης: «η παγκόσμια
ειρήνη μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο διατηρείται χάρη στην ισορροπία τρόμου των
δυο υπερδυνάμεων»·
- κάνω
ισορροπία, ισορροπώ το κορμί μου σε πολύ λεπτή υπερυψωμένη επιφάνεια:
«ανέβηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού του κι έκανε ισορροπία»·
- κρατώ
τις ισορροπίες, ελέγχω τις αντίθετες ή τις διαφορετικές τάσεις σε μια ομάδα
ή σε δυο αντίθετες ομάδες ανθρώπων, ώστε να μην προκαλείται σύγκρουση και να
διατηρείται η υπάρχουσα επιθυμητή κατάσταση: «ο αρχηγός κρατάει με επιτυχία τις
ισορροπίες μέσα στο κόμμα»·
- λεπτή
ισορροπία, βλ. φρ. ευαίσθητη ισορροπία.