Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λειτουργώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λειτουργώ, ρ. [<μτγν. λειτουργῶ], λειτουργώ. 1. (για μηχανισμούς, μηχανές ή όργανα) βρίσκομαι σε κίνηση παράγοντας κάποιο συγκεκριμένο έργο ή εκτελώντας κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, δουλεύω: «λειτουργεί τ’ ασανσέρ ή θ’ ανέβω πάλι με τα πόδια στο διαμέρισμά μου; || τι ώρα έχετε; -Δε λειτουργεί το ρολόι μου». 2. σε ερωτηματικό τύπο στο β΄ συνήθως πρόσ. λειτουργείς; σκέφτεσαι σωστά; φυσιολογικά; είσαι με τα σωστά σου(;): «λειτουργείς, που θέλεις να μαλώσεις μ’ αυτόν τον άντρακλα; || λειτουργείς, που θέλεις να στήσεις μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς να έχεις φράγκο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά και κλείνει με το τώρα·
- δε λειτουργώ ή δεν μπορώ να λειτουργήσω, δεν μπορώ να σκεφτώ ή να ενεργήσω σωστά, φυσιολογικά: «όταν πιω κανένα ποτηράκι παραπάνω, δε λειτουργώ || δεν μπορώ να λειτουργήσω, όταν σ’ έχω συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι μου, και λέω άλλ’ αντ’ άλλων»·  
- όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα…, βλ. λ. πάτωμα.

πάτωμα

πάτωμα, το, ουσ. [<μσν. πάτωμα <πατώνω], το πάτωμα. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πατώνω. 2. η πλήρης αποτυχία, η κατάταξη στο τελευταίο σημείο: «το πάτωμα των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις των Α.Ε.Ι. απασχόλησε έντονα το υπουργείο Παιδείας || τέτοιο πάτωμα στην ομάδα μας πρώτη φορά συμβαίνει στην ιστορία της»·
- όταν δε δουλεύει τ’ απάνω πάτωμα…, βλ. φρ. όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα(…)·
- όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα…, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά, λογικά, που είναι μικρόνους: «τι να σου κάνω, ρε παιδάκι μου! Όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα, όλοι θα σε ξεγελάνε».