Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λεγεώνα
λεγεώνα, η, ουσ. [<μτγν. λεγεών <λατιν. legio], η λεγεώνα· μεγάλο πλήθος: «εγώ του ’πα να πάρει μαζί του κάνα δυο τρεις κι αυτός κουβάλησε μαζί του ολόκληρη λεγεώνα». Αναφορά στη ρωμαϊκή λεγεώνα.
λεγεώνα, η, ουσ. [<μτγν. λεγεών <λατιν. legio], η λεγεώνα· μεγάλο πλήθος: «εγώ του ’πα να πάρει μαζί του κάνα δυο τρεις κι αυτός κουβάλησε μαζί του ολόκληρη λεγεώνα». Αναφορά στη ρωμαϊκή λεγεώνα.