Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λείψανο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λείψανο, το, ουσ. [<αρχ. λείψανον <λείπω], το λείψανο. 1. απομεινάρι, υπόλειμμα: «πήρες εσύ όλο το καλό πράγμα κι εμένα μ’ άφησες τα λείψανα». 2. άνθρωπος πολύ αδύνατος και χλωμός, ιδίως μετά από ασθένεια: «ήταν δυο μήνες στο νοσοκομείο κι έγινε σαν λείψανο». Για περισσότερη έμφαση, στη δεύτερη περίπτωση, της λ. προτάσσεται το μπαγιάτικο (βλ. λ.).