λαχτάρα
λαχτάρα,
η, ουσ.
[<μσν. λακτάρα <λακταρίζω (υποχωρητ.)]. 1. έντονος πόθος, έντονο
πάθος, έντονη επιθυμία για κάποιον ή για κάτι: «έχω μεγάλη λαχτάρα γι’ αυτή τη
γυναίκα || έχω λαχτάρα να φάω σπιτικό φαγητό». (Λαϊκό τραγούδι: η μόνη μου λαχτάρα
κι ευτυχία και τ’ όνειρό μου, φως μου, είσ’ εσύ). 2. αναμονή με
αγωνία, αδημονία, ανυπομονησία: «περίμενα με μεγάλη λαχτάρα αυτό το
τηλεφώνημα». (Λαϊκό τραγούδι: περιμένω γράμμα σου να ’ρθει με λαχτάρα καρτερώ).
3. μεγάλη συγκίνηση: «μόλις είδα τη μητέρα μου μετά από πολλά χρόνια,
ένιωσα τέτοια λαχτάρα, που νόμιζα πως θα σπάσει η καρδιά μου!». 4.
δύσκολη στιγμή, κατάσταση, που προκαλεί έντονο φόβο, έντονη αγωνία: «μόλις τον
είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με τ’ αυτοκίνητό του, πέρασα μεγάλη λαχτάρα».
(Λαϊκό τραγούδι: κάποτε τούτος ο ντουνιάς είχε ομορφιές και χάρες, μα τώρα
έχει μοναχά φαρμάκια και λαχτάρες)·
- θα
’χουμε λαχτάρες, θα δημιουργηθεί δύσκολη, ταραγμένη ή επικίνδυνη κατάσταση:
«αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα ’χουμε λαχτάρες στο λέω!».
(Λαϊκό τραγούδι: θα ’χουμε λαχτάρες και θα σπάσουν οι κιθάρες
απ’ τις γλάστρες που θα βρέξουν οι ουρανοί)·
- κάνω
λαχτάρα ή κάνω λαχτάρες (σε κάποιον), δημιουργώ σε κάποιον δυσάρεστα
γεγονότα χάριν αστεϊσμού ή για λόγους εκδίκησης ή τρομάζω κάποιον χάριν
αστεϊσμού: «επειδή είπα την αλήθεια στο δικαστήριο, που ήταν σε βάρος του,
υποσχέθηκε πως θα μου κάνει λαχτάρες, για να μ’ εκδικηθεί || κάθε τόσο μου
κάνει λαχτάρες, για να γελά σε βάρος μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μου
’κανες λαχτάρες χτες το βράδυ, πάλι μου την έσκασες. Άπονη και πεισματάρα,
φαίνεται πως φίλο άλλον έπιασες)·
- λαχτάρα
μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο που δηλώνει αγάπη, στοργή,
τρυφερότητα ή πόθο: «όλη τη νύχτα, λαχτάρα μου, την πέρασα με τη σκέψη σου».
(Λαϊκό τραγούδι: είσ’ η λαχτάρα μου η χρυσή, γιατί δε λες το ναι κι
εσύ)·
- παθαίνω
λαχτάρα, υφίσταμαι κάτι κακό, δυσάρεστο ή επιζήμιο, φοβάμαι, τρομάζω πάρα
πολύ από ξαφνικό ή δυσάρεστο γεγονός: «έπαθα λαχτάρα με την υποτίμηση της
δραχμής || να δεις τι λαχτάρα έπαθα μόλις τον είδα να προβάλει ξαφνικά μπροστά
μου μέσα στη νύχτα». (Λαϊκό τραγούδι: πίσω, ρε μακαντάσηδες, μην πάθετε
λαχτάρα, γιατί το νταηλίκι μου κατάντησε τρελάρα)·
- παίρνω
λαχτάρα ή παίρνω τη λαχτάρα, περνώ δυσάρεστη κατάσταση, φοβάμαι,
τρομάζω: «πήρα λαχτάρα, γιατί παραλίγο να τρακάρουμε με μια νταλίκα». (Λαϊκό
τραγούδι: από το Χάρο γλίτωσα και την κακή μου μοίρα και έπεσα στα χέρια
σου, στα χέρια σου κι άλλη λαχτάρα πήρα)·
- παίρνω
μια λαχτάρα! επιτείνει την αμέσως παραπάνω έννοια: «πήρα μια λαχτάρα που δε
λέγεται!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι λαχτάρα(!)
- περνώ
λαχτάρα, βλ. φρ. παθαίνω λαχτάρα·
- του
κάνω λαχτάρα ή του κάνω λαχτάρες, του προκαλώ δυσάρεστη κατάσταση,
τον τρομάζω: «πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του και του ’κανα λαχτάρα». (Λαϊκό
τραγούδι: τις λαχτάρες, που μου κάνεις, μη θαρρείς πως τις
ξεχνώ· κι αν γυρνάς τα βράδια μ’ άλλες, βρε παλιόπαιδο, έχε χάρη που ’σαι
μάγκας κι ομορφόπαιδο).
- του
κάνω μια λαχτάρα! επιτείνει
την αμέσως παραπάνω έννοια: «του ’κανα μια λαχτάρα που το φυσάει και δεν
κρυώνει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι λαχτάρα(!)·
-
τραβώ λαχτάρα, βλ.
φρ. παθαίνω λαχτάρα. (Λαϊκό τραγούδι: και σ’ το ’πα να μην αγαπάς,
και σ’ το ’πα να μην αγαπάς, τέτοιες λαχτάρες να τραβάς αφού στον πόνο
δε βαστάς).