Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λαλώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λαλώ κ. λαλάω, ρ. [<αρχ. λαλῶ]. 1. (για ανθρώπους) μιλώ, λέω κάτι: «είναι να μην πάρει φόρα, γιατί τότε μπορεί να λαλάει μέχρι το βράδυ || μην τον πιστεύεις, ούτε ξέρει τι λαλάει». 2. (ειρωνικά στη νεοαργκό) χάνω τα λογικά μου, παραφρονώ,  τρελαίνομαι: «λάλησε ο φουκαράς απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε || λάλησα απ’ την γκρίνια της». 3. τραγουδώ: «ποιος λαλάει μ’ αυτή την ωραία φωνή;». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αποκαλύπτω, προδίδω, ομολογώ κάποιο μυστικό, συνήθως έπειτα από διάφορες πιέσεις: «μην αντέχοντας άλλο τις πιέσεις του ανακριτή του, ο ύποπτος λάλησε και ομολόγησε τα πάντα». 5. (για πουλιά) κελαηδώ: «τα πουλιά λαλούσαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων || κάθισε στο μπαλκόνι κι έμεινε ν’ ακούει την καρδερίνα, που λαλούσε στο κλουβί της || πρωί πρωί λάλησε ο πετεινός». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος έλατος κρατάει δροσιά και ποια κορφή το χιόνι, λάλα το, πουλί κι αηδόνι). 6. (γενικά για μουσικά πνευστά όργανα) ηχώ: «το κέφι άναψε απ’ τη στιγμή που άρχισαν να λαλούν τα κλαρίνα». 7. (για τροφές) ιδίως στον αόρ. λάλησε, αλλοιώθηκε: «άφησε καλοκαιριάτικα το φαγητό έξω απ’ το ψυγείο και λάλησε». Συνών. ανάβω (5). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, βλ. λ. χορεύω·
- είπα και ελάλησα, βλ. λ. είπα·
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- λάλα το! επιφών. ενθουσιασμού, που απευθύνεται σε λαϊκό οργανοπαίχτη, που παίζει κάποιο όργανο, ιδίως κλαρίνο: «λάλα το, μαέστρο, λάλα το να πάνε κάτω τα φαρμάκια!»· 
- λάλησαν οι πετεινοί, βλ. λ. πετεινός·
- λάλησαν τα κοκόρια, βλ. λ. κοκόρι·
- λάλησε ο κούκος του (της), (για έφηβους και έφηβες), βλ. λ. κούκος·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, βλ. λ. τζίτζικας·
- ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, βλ. λ. λωλός·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε, λέγεται στην περίπτωση που είμαστε υποχρεωμένοι να ενεργήσουμε, να συμμορφωθούμε ανάλογα με τις προσταγές κάποιας εξουσίας: «ο πολύς κοσμάκης έχει άγνοια από οικονομική πολιτική γι’ αυτό, όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε || απ’ τη στιγμή που δεν είμαστε οργανωμένοι για ν’ αντιδράσουμε στην κυβερνητική αυθαιρεσία, όπως μας λαλήσουν θα χορέψουμε»·
- όπως του λαλούν, χορεύει, βλ. φρ. όπως του βαρούν χορεύει, λ. βαρώ·
- ούτε μιλάει ούτε λαλάει, βλ. λ. ούτε·
- τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, βλ. λ. τζίτζικας·
- τι λαλά(ς) ρε! βλ. συνηθέστ. τι λε(ς) ρε! λ. λέω.

γάιδαρος

γάιδαρος, ο, θηλ. γαϊδάρα κ. γαϊδούρα (βλ. λ.), πλ. γάιδαροι κ. γαϊδάροι, οι, ουσ. [<μτγν. γαϊδάριον <αραβ. gadar - gaidar], ο γάιδαρος. 1. άνθρωπος απρεπής, αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αγροίκος: «πρόσεξε μη φερθείς πάλι σαν γάιδαρος εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. ο αφιλότιμος, ο αχάριστος: «τον βοήθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δεν είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ ο γάιδαρος». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά)χαρακτηρίζει το παιδί που δεν είναι πια μικρό, που μεγάλωσε αρκετά και για το λόγο αυτό πρέπει να συμπεριφέρεται και ανάλογα: «έγινε κοτζάμ γάιδαρος κι ακόμη θέλουν να τον νταντεύουν». Υποκορ. γαϊδαράκος, ο. (Τραγούδι: ντε κυρ γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ’ άλλα γάιδαρέ μου κουτεντέ)· βλ. και λ. γαϊδούρι. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, λέγεται για τους αισχρούς ανθρώπους, που με διάφορα γλυκόλογα και ψεύτικες ευγένειες προσπαθούν να μας παρασύρουν ώστε να μας εκμεταλλευτούν: «μην πιστεύεις στις ευγένειες και στα γλυκόλογά του, γιατί είναι αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα και θα την πατήσεις»· 
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, α. αυτός που αδικείται ή καταπιέζεται, πρέπει μόνος του να αντιδρά, αν θέλει να βρει το δίκιο του ή να βελτιωθεί η κατάστασή του: «πιάσ’ τ’ αφεντικό σου, ρε παιδάκι μου, και πες του πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αποικιοκρατική κατάσταση, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, κορόιδο, ε κορόιδο!». β. πρέπει να διαμαρτύρεσαι, να απαιτείς δυναμικά αυτό που θέλεις να πετύχεις: «έτσι με το σταυρό στο χέρι όπως πας, όλοι θα σε εκμεταλλεύονται στη ζωή σου, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εγώ είμαι αυτός που υποφέρω, εσύ τι ζόρι τραβάς, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι». Συνών. αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. φρ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, δηλώνει πως δεν πρέπει να υπολογίζουμε καθόλου στις υποσχέσεις των διοικούντων, των πολιτικών: «μην πιστεύετε αυτά που σας υπόσχεται για να τον ψηφίσετε, γιατί αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα»·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, ο καθένας πρέπει να κανονίζει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητές του ή τις περιστάσεις που του τυχαίνουν: «αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει για γλέντια και διασκεδάσεις, όπως κάνουν οι άλλοι, κάθεται στο σπιτάκι του, γιατί βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε»·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, όταν κάποιος δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει σε βάρος σου, αγνόησέ τον: «στενοχωριέσαι που ασχολείται συνεχώς μαζί σου; Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος τον πονεί, βλ. λ. κώλος·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, λέγεται για ασήμαντο γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν: «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι»·
- γάιδαρος με λοφίο, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. συνηθέστ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με πατέντα, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με περικεφαλαία, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε τον πολύ αγενή, ανάγωγο, αδιάντροπο, άξεστο, αναίσθητο, αφιλότιμο, αχάριστο άνθρωπο: «με τη συμπεριφορά του έχει αποδείξει πολλές φορές, πως είναι γάιδαρος με περικεφαλαία, γι’ αυτό και τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας»·
- γάιδαρος ξεσαμάρωτος ή γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. φρ. γαϊδούρι ξεσαμάρωτο, λ. γαϊδούρι·
- γκαστρώνει γάιδαρο ή γκαστρώνει και γάιδαρο, βλ. φρ. σκάει γάιδαρο·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, λέγεται στην περίπτωση που βλέπουμε να ανταλλάσσουν ευτελείς κολακείες ανάξιοι άνθρωποι: «επειδή είναι πλούσιοι, έχεις την εντύπωση πως έχουν αξιοπρέπεια απάνω τους! Δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, αγόρι μου»·
- δένω το γάιδαρό μου, α. λύνω το οικονομικό ή επαγγελματικό μου πρόβλημα, εξασφαλίζομαι οικονομικά ή επαγγελματικά: «έστησε μια καλή δουλειά κι έχει δέσει το γάιδαρό του». β. διατηρώ μόνιμο ερωτικό δεσμό: «δεν ενδιαφέρεται για άλλες γυναίκες, γιατί έχει δέσει το γάιδαρό του». γ. παντρεύομαι, ιδίως καλοπαντρεύομαι: «πήρε την κόρη του τάδε εργολάβου κι έχει δέσει το γάιδαρό του»·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, λέγεται ειρωνικά για δυο άτομα που ανταγωνίζονται για την κατοχή πράγματος που όμως είναι ξένης ιδιοκτησίας: «απ’ τη μια οι Τούρκοι, η Κύπρος είναι τουρκική, απ’ την άλλη οι Άγγλοι, η Κύπρος είναι αγγλική, δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδάκι μου, γιατί δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι γεμάτος από μεγάλα ελαττώματα ή κουσούρια, κατηγορεί ή κοροϊδεύει κάποιον που έχει λιγότερα και μικρότερα ελαττώματα·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. φρ. παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; λ. γαϊδούρι·
- έφαγα σαν γάιδαρος, έφαγα πάρα πολύ: «πεινούσα τόσο πολύ, που έφαγα σαν γάιδαρος»·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, α. (απειλητικά) θα σε επιπλήξω πολύ αυστηρά, θα σε βρίσω άγρια: «για πρώτη φορά στη χαρίζω, αλλά, αν ξαναργήσεις στη δουλειά, θα σου χέσω το γάιδαρο». β. θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου χέσω το γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος ήταν κάποτε για τις αγροτικές οικογένειες από τα πιο χρήσιμα ζώα για τις δουλειές τους·
- κάνω υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), λέγεται ειρωνικά για άτομο που, ενώ του χαρίζουν κάτι, το εξετάζει για να δει σε πόσο καλή κατάσταση βρίσκεται ή πόσο αξίζει·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, λέγεται για πλεονέκτη, που απαιτεί περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, βλ. λ. φωνή·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, βλ. λ. ουρά·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να συμβουλεύεσαι αυτόν τον παλιάνθρωπο; Μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές». Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- να φας του γαϊδάρου πο ’χει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται κάτι λέγοντάς μας όχι·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, ένιωσα μεγάλη ντροπή: «μόλις ο τάδε ανέφερε δημόσια πως γυρνούσα μέσα στους δρόμους μεθυσμένος, νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα»· βλ. και φρ. τον ανέβασαν στο γάιδαρο·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, ο αγενής, ο ανάγωγος, ο αδιάντροπος, ο άξεστος, ο αναίσθητος, ο αφιλότιμος, ο αχάριστος άνθρωπος, είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα: «μόλις ανέβηκε οικονομικά, προσπάθησαν οι φίλοι του να του μάθουν τρόπους για να τον μπάσουν και σε κανένα σαλόνι, αλλά ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα». Συνών. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, ο φτωχός και ο ταλαίπωρος άνθρωπος υπομένει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του: «όλοι, όταν τα ’χουνε κι είναι βολεμένοι, κάνουν τους περήφανους και τους μυγιάγγιχτους, όμως, ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει»·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, απειλητική έκφραση υπό τύπο αστεϊσμού, ιδίως ανάμεσα σε παιδιά, για όποιον που παρά την απαγόρευση, μιλήσει·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, όποιος κάνει παρέα με κατώτερους ανθρώπους, με αγροίκους, θα τον κακομεταχειρίζονται, ή όποιος ανακατεύεται σε ανάξιες υποθέσεις, τότε σίγουρα θα βγει ζημιωμένος: «καλά έπαθες και την πάτησες που συνεταιρίστηκε μ’ αυτό το κάθαρμα, γιατί έπρεπε να ξέρεις πως, όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει»·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, όποιος έχει κακές συναναστροφές, υφίσταται και τις συνέπειες: «είναι αλήτης αυτός που κάνεις παρέα και πρόσεχε, γιατί, οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του»·
- πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν έχει προσωπική γνώμη, που δέχεται ευκολόπιστα κάποια γνώμη, χωρίς καν να την εξετάσει ή που υποχρεώνεται από ανάγκη να δέχεται τη γνώμη του άλλου, ακόμη και αν αυτή είναι παράλογη: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός είναι πετάει ο γάιδαρος; Πετάει || απ’ τη στιγμή που έχει την ανάγκη του τι να κάνει! Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει για περισσότερη έμφαση με το μαζί με το σαμάρι. Αναφορά σε παιδικό παιχνίδι, που, κάθε φρ. του παιδιού που διευθύνει το παιχνίδι, αρχίζει με το πετάει πετάει·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, α. είναι μικρής νοημοσύνης: «μέχρι να καταλάβει αυτό που του λες, σκάει γάιδαρο». β. είναι πολύ εκνευριστικός: «σκάει γάιδαρο με τις ιδιοτροπίες του». γ. είναι πολύ ισχυρογνώμονας: «μέχρι να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη, σκάει γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος είναι ένα ζώο με μεγάλη υπομονή, αλλά και με μεγάλο πείσμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, λέγεται για πειραματισμό, για προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη επιτυχία πάνω σε ανήμπορο ή κακομοίρη άνθρωπο, και που επιπλέον του φορτώνουν ή του χρεώνουν τις δυσάρεστες συνέπειες: «κάθε καινούρια ιδέα τ’ αφεντικό του τη δοκιμάζει πάνω στον κηπουρό του, γιατί βλέπεις, στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό». Συνών. στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα·
- τον ανέβασαν στο γάιδαρο, τον διαπόμπεψαν: «μόλις τον έπιασαν να χαϊδεύει το μικρό κοριτσάκι, τον ανέβασαν στο γάιδαρο». Ο τρόπος αυτός διαπόμπευσης ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου και μάλιστα έβαζαν το άτομο που διαπόμπευαν να καθίσει ανάποδα στη ράχη του γαϊδάρου και τον υποχρέωναν να κρατά ως χαλινάρι την ουρά του· βλ. και φρ. νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, λέγεται στην περίπτωση που νιώθουμε πέρα ως πέρα εξαντλημένοι, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας επίπονης υπόθεσης ή εργασίας: «έμειναν πενήντα μέτρα ακόμα για να τελειώσω την ασφαλτόστρωση του δρόμου κι έτσι μου ’ρχεται να τα παρατήσω απ’ την κούραση που νιώθω. -Του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις· βλ. και φρ. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά·  
- του χέζω το γάιδαρο, α. τον επιπλήττω, τον καθυβρίζω: «τον είδα που ενοχλούσε γέρο άνθρωπο και του ’χεσα το γάιδαρο». β. τον δέρνω άγρια, τον ξυλοφορτώνω: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’χεσα το γάιδαρο κι ησύχασε»· 
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;) θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις που φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρημένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά·
- φορτώνομαι σαν γάιδαρος ή φορτώνομαι σαν το γάιδαρο, φορτώνομαι υπερβολικά: «κάθε Σάββατο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και φορτώνομαι σαν γάιδαρος με όλα τα καλά»·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, α. λέγεται στην περίπτωση που αποδίδονται λάθος ευθύνες, που τιμωρείται για μια πράξη ένας αθώος αντί τουπραγματικού ενόχου: «επειδή ο τύπος είναι ανεψιός του φίλου του, ο διευθυντής τα ’κανε πλακάκια με τον υποδιευθυντή κι έριξαν το βάρος στον καημένο το λογιστή. -Φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς που είναι πιο ισχυροί ή ανώτεροί του, ξεσπάει σε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι ή κατώτεροί του: «επειδή τον κατσάδιασε άσχημα ο διευθυντής του, αυτός έβγαλε όλα τ’ απωθημένα του στα καημένα τα υπαλληλάκια, γιατί, βλέπεις, φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι».   
-χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, η καλή εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου δε συμβαδίζει πολλές φορές και με το χαρακτήρα του: «όσο και να φτιαχτεί, όσο και να καλλωπιστεί, να του πείτε πως χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι»· βλ. και φρ. ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα.  

είπα

είπα, ρ. [αόρ. του ρ. λέγω], είπα. 1. σκέφτηκα, αποφάσισα. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω // κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώμα τον άγιο). 2. στην προστακτ. πες, υπόθεσε. (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πες πως πέρασε, χάδια και φιλιά σε κέρασε). 3. ως επιφών. είπα! τραγουδιστικό επιφών. της Μαρίκας Νίνου· βλ. και λ. λέω. (Ακολουθούν 251 φρ.)·
- άκου να σου πω! ή άκουσε να σου πω! βλ. λ. ακούω·
- άλλο να σου πω κι άλλο να ακούσεις, βλ. λ. άλλος·
- απ’ το πες πες, βλ. φρ. απ’ το λέγε λέγε, λ. λέω·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- αρκεί που το ’πες, βλ. λ. αρκεί·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- ας πούμε, α. ας υποθέσουμε: «ας πούμε πως έρχεται αυτή τη στιγμή και σου ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός της γκόμενάς σου. Τι θα κάνεις;». β. λέγεται στην περίπτωση που προτείνουμε κάτι σε κάποιον: «πού να τρέχουμε βραδιάτικα; -Ας πούμε στα μπουζούκια». γ. παραδείγματος χάρη: «παίρνουμε τρία ποτά και τα αναμειγνύουμε, ας πούμε, ούζο, ουίσκι και βότκα. Ξέρετε τι θα προκύψει; Χειροβομβίδα!». δ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από κάποιον σε μια διήγησή του: «όπως ερχόμουν, ήρθα ας πούμε φάτσα κάρτα με τον ανταγωνιστή μου και ας πούμε συμφωνήσαμε να πουλάμε στην ίδια τιμή τα εμπορεύματά μας, γιατί ας πούμε συμφέρει και στους δυο μας»·
- ας πούμε πως… ή ας πούμε ότι…, βλ. φρ. πες πως(…)·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί για κάποιο ατόπημά του ή για να μας πείσει για κάτι, που θα αποβεί προς όφελός του: «εμένα μη μου λες πως άργησες, επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, όταν αργούσαν στη δουλειά τους || είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω όλα όσα μ’ αραδιάζεις για επιτυχίες και κέρδη, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, που ήθελαν μα με βάλουν στο χέρι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·
- αυτό θα πει ατυχία! βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη! βλ. λ. τύχη·
- αυτό να μου πεις! βλ. λ. αυτός·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- για να πω τη μαύρη αλήθεια ή για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αλήθεια ή για να πούμε την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πάσα αλήθεια ή για να πούμε την πάσα αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πικρή αλήθεια ή για να πούμε την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να σου πω! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να σου πω, δε σταματάς, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Το για τονισμένο. Συνών. για να δεις(!)·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε θα πεις λέξη, βλ. λ. λέξη· 
- δε μας τα ’πες αυτά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας στην πρόταση κάποιου η οποία κλείνει μια συζήτηση που, ανάλογα, τη θεωρούμε συμφέρουσα, εποικοδομητική ή απαράδεκτη: «μόλις τελειώσει η δουλειά, ο καθένας απ’ τους εργάτες θα πάρει πριμ κι από ένα σεβαστό ποσό. -Δε μας τα ’πες αυτά! || μόλις τελειώσει η δουλειά, όλοι οι εργάτες θ’ απολυθούν. -Δε μας τα ’πες αυτά!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- δε σ’ είπαμε και καμπούρη! βλ. λ. καμπούρης·
- δε χρειάζεται να πω πως… ή δε χρειάζεται να πω ότι…, βλ. λ. χρειάζομαι·
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα σε κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο σε κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν είπα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν είπε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν είπες να…, δε θέλησες, δεν αποφάσισες: «δεν είπες να περάσεις μια φορά απ’ το γραφείο μου, να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- δεν μπορώ να πω, βλ. λ. δε λέω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, α. έχει άγνοια για κάτι, δεν έχει εμπειρία αναφορικά με κάτι, στερείται τη σημασία του: «είναι τόσο αγράμματος, που δεν ξέρει τι θα πει βιβλίο || ζει απομονωμένος σ’ ένα καλύβι και δεν ξέρει τι θα πει ηλεκτρισμός || όποιος δεν πόνεσε όσο πόνεσα εγώ, δεν ξέρει τι πάει να πει πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε γνώριζε την πραγματική αξία που είχε κάποιος ή κάτι: «ήρθε να με δείρει ο τάδε, αλλά δεν ήξερε τι θα πει άντρας με καρδιά || ήθελε να κάνουμε μια κόντρα με τ’ αυτοκίνητά μας, αλλά δεν ήξερε τι πάει να πει Πόρσε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες, Μπενίτο μου, το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα 
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρω τι να πω! αδυνατώ να εκφέρω γνώμη, αδυνατώ να πω το παραμικρό για κάτι που μου αναφέρουν, και που με εκπλήσσει αρνητικά: «έπιασαν το γιο του τάδε με ναρκωτικά. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί είχα την εντύπωση πως αυτό το παιδί ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά || ο τάδε με την τάδε χώρισαν. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί αυτοί ήταν τόσο ερωτευμένοι!»· 
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- εδώ θα τα πούμε όλα, επιθετική ή προκλητική έκφραση σε κάποιον για ξεκαθάρισμα της στάσης ή της θέσης μας πάνω σε κάποιο θέμα με τη διεξοδική συζήτηση που θα ακολουθήσει: «δε θέλω υπεκφυγές και μασημένα λόγια, γιατί, μια και βρεθήκαμε, εδώ θα τα πούμε όλα»·
- είπα και ελάλησα, μίλησα κατηγορηματικά: «είπα και ελάλησα και δε θέλω αντιρρήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: και το δικό μου το κρασί σταλιά νερό δεν παίρνει· το είπα και το λάλησα: ό,τι απαιτώ θα γένει!
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- είπα κι εγώ! α. έκφραση που επιβεβαιώνει θετικά ή αρνητικά την υποψία μας για την απόφαση κάποιου να έρθει να μας συναντήσει: «ήρθα να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μη μου τα έφερνες) || ήρθα να σου πω, πως δεν έχω να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μου τα επιστρέψεις)». β. έκφραση που επικροτεί την απόφαση του συνομιλητή μας να πράξει σύμφωνα με την κοινή λογική: «μπορεί να μ’ έριξε στη δουλειά, αλλά, επειδή είναι αδερφός μου, δε θα του κάνω μήνυση. -Είπα κι εγώ!». γ. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που μας αναφέρεται, γιατί είναι ανάρμοστο, αταίριαστο, απαράδεκτο: «κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει τον πατέρα του, αλλά την τελευταία στιγμή συνήλθε και το κατέβασε ντροπιασμένος. -Είπα κι εγώ!», δηλ. αν ήταν ποτέ δυνατό να χτυπήσει τον πατέρα του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι·
- είπα, ξείπα, αναιρώ όσα είπα ή όσα υποσχέθηκα: «μου είχες υποσχεθεί πως θα μου ’δινες εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα. -Είπα, ξείπα»·
- είπα ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- είπα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, βλ. λ. λέξη·
- είπες τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- έννοια σου και θα τα πούμε! βλ. λ. έννοια1·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχω να πω (κάτι), α. (για πνευματικούς δημιουργούς) λέγεται στην περίπτωση που έχω σημαντικά πράγματα να εκφράσω: «δε θα τον δεις να βγαίνει κάθε τόσο στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά, όταν έχει να πει κάτι, γράφει ένα βιβλίο || όταν έχει να πει κάτι αυτός ο ζωγράφος, κάνει μια έκθεση ζωγραφικής». β. λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε ή να εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι: «δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι για το άτομό του, αν όμως ρωτήσεις εμένα, έχω να πω ότι είναι καλός άνθρωπος»·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θα πει, σημαίνει, δηλώνει: «αυτό που σου λέω θα πει πως δε θα κάνουμε μαζί τη δουλειά, κατάλαβες;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός μποέμης και ντερβίσης και πάντα κοσμικός, μποέμης και ντερβίσης και Θεσσαλονικιός)· βλ. και φρ. τι θα πει·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα τα πούμε, α. (απειλητικά) θα έρθει ο καιρός που θα δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις, που θα εξηγηθούμε, που θα λογαριαστούμε: «τώρα που με βρήκες στις δυσκολίες μου, μου κάνεις το μάγκα, αλλά θα τα πούμε». β. θα μαλώσουμε, θα έρθουμε στα χέρια: «όποτε θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου και τότε θα τα πούμε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ποτέ συναντηθούμε, τότε θα τα ξαναπούμε, τότε θα λογαριαστούμε, τότε οι δυο μας θα τα πούμε). Πολλές φορές, ακολουθεί το ένα χεράκι·
- θα το πει το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι άμα θέλει, (ειρωνικά) αναφορά σε υποτιθέμενο πρόσωπο, από το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να πάρουμε την άδεια, όταν μας ζητάει κάποιος οικονομική ή άλλη εξυπηρέτηση και δε θέλουμε ή δεν έχουμε σκοπό να τον εξυπηρετήσουμε: «δάνεισέ μου σε παρακαλώ εκατό χιλιάρικα. -Θα του το πούμε κι άμα θέλει». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θέλω να πω, βλ. λ. θέλω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- και πες πες ή κι απ’ το πες πες, βλ. φρ. και λέγε λέγε, λ. λέω·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- κάτι πάει να πει, βλ. λ. κάτι·
- κι όπως σου είπα ή κι όπως είπαμε, έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε στο συνομιλητή μας αυτό που του είπαμε ή του υποσχεθήκαμε προηγουμένως, με σκοπό να τον ενθαρρύνουμε: «εσύ ξεκίνα τη δουλειά, κι όπως σου είπα. Εδώ είμ’ εγώ || πήγαινε να τη ζητήσεις απ’ τον πατέρα της, κι όπως είπαμε. Θα πω τα καλύτερα λόγια για σένα»·
- μας τα ’παν άλλοι (ενν. τα κάλαντα), α. δηλώνει την άρνηση κάποιου, όταν τα παιδιά του ζητούν την άδεια να του ψάλλουν τα κάλαντα, με το στερεότυπο να τα πούμε; Η άρνηση αυτή έγκειται στο ότι άλλα παιδιά προηγουμένως του έψαλαν τα κάλαντα. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει κάτι που δεν είμαστε διαθετειμένος να του το δώσουμε. γ. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας αναγγέλλει κάτι που μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή· βλ. και φρ. μας τα ’παν κι άλλοι·
- μας τα ’παν κι άλλοι, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας απειλεί φραστικά, με την έννοια πως και άλλοι μας απείλησαν, αλλά βρέθηκαν εκτεθειμένοι: «αν πεις ξανά κακό για μένα, θα σε σπάσω στο ξύλο. -Μας τα ’παν κι άλλοι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·  
- με το πες πες, βλ. φρ. με το λέγε λέγε, λ. λέω·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μέχρι να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- μέχρι να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. λ. τρία·
- μη μου (το) πεις! έκφραση με την οποία αρνούμαστε προσωρινά σε κάποιον να μας πει κάτι που υποπτευόμαστε πως είναι κακό ή δυσάρεστο. (Τραγούδι: μη μου το πεις, οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις για πάντα φύγαν). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι· βλ. και φρ. μη μου (το) λες! λ. λέω·
- μην πεις για να μη σου πούνε, βλ. φρ. μη λες για να μη σου λένε, λ. λέω·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. λ. λέξη·  
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μην το πεις πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- μην το πεις σε κανέναν, βλ. λ. κανένας·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μόλις είπα να..., μόλις αποφάσισα, τη στιγμή που αποφάσισα να…: «μόλις είπα να σου τηλεφωνήσω, μου τηλεφώνησες εσύ»·
- μου ’πες σου ’πα, βλ. φρ. τα μου ’πες σου ’πα·
- μου το ’πε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, βλ. λ.πουλάκι·
- μπορώ να πω, βλ. λ. μπορώ·
- να πούμε ή να ’ούμ’ ή να ’ούμε, έκφραση που αναφέρεται συχνά πυκνά στην κουβέντα κάποιου χωρίς λόγο, αλλά μόνο και μόνο από κακιά συνήθεια: «ήταν, να πούμε, αυτή με την αδερφή της και τη στιγμή, να πούμε, που μ’ είδε, έκανε να ’ούμ’ σαν τρελή απ’ τη χαρά της»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. λ. παπάς·
- να τα πούμε; (ενν. τα κάλαντα), στερεότυπη έκφραση των παιδιών, όταν ζητούν την άδεια από κάποιον νοικοκύρη, νοικοκυρά ή καταστηματάρχη να του ψάλλουν τα κάλαντα·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι άμα θέλει , βλ. φρ. θα του το πούμε κι άμα θέλει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε την εμπειρία μας για κάτι δυσάρεστο, κακό ή επίπονο, ξέρω τι σημαίνει: «εμένα μη μου μιλάς για φτώχεια, γιατί ξέρω τι πάει να πει φτώχεια || εμένα μη μου μιλάς για κούραση, γιατί στις οικοδομές που δουλεύω ξέρω τι θα πει κούραση»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός· 
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όπως σου είπα, βλ. λ. όπως·
- όσο να πεις, βλ. λ. όσος·
- ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να σου πω είναι ψέμα ή ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα, βλ. λ.ψέμα·
- ό,τι και να του πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
- ούτε αχ δε θα πω, βλ. λ. ούτε·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πες αλεύρι! βλ. λ. αλεύρι·
- πες για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες μας κι άλλα γούμενε, βλ. λ. γούμενος·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, (ιδίως με αρνητική διάθεση) κατά τη διάρκεια της κουβέντας, με σταδιακή ανταλλαγή λόγων: «πες ο ένας, πες ο άλλος σε λίγο ήρθε η στιγμή που πιάστηκαν στα χέρια». Πρβλ.: κάτι μου ’πε, κάτι είπα το αγόρι μου κι εγώ, κάναμε καβγά μεγάλο, φτάσαμε στο χωρισμό! (Λαϊκό τραγούδι)·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πες πως… ή πες ότι…, υπόθεσε ή πάρ’ το ως δεδομένο: «πες πως έρχεται τώρα αυτός που σε κυνηγάει, τι θα κάνεις; || πες ότι σου πέφτει το λαχείο, τι θα κάνεις;»·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πες τα (ενν. τα κάλαντα), θετική απάντηση σε παιδί που με τη φρ. να τα πούμε; μας ζητάει την άδεια να μας πει τα κάλαντα· 
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες τα χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το! προτροπή σε κάποιον που βλέπουμε πως διστάζει να μας πει αυτό που θέλει·
- πες το καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- πες το κι έγινε, έκφραση που δηλώνει πως είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε αμέσως  την επιθυμία κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: πες το κι έγινε, πες το κι έγινε μωρό μου
- πες το με δικά σου λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες το χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! βλ. λ. ψέμα·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του δυο λέξεις! βλ. λ. λέξη·
- πες του δυο λόγια! βλ. λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του καμιά λέξη! βλ. λ. λέξη·
- πες του κανένα λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες του χαιρετίσματα, βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ποιος το ’πε; δηλώνει έντονη ή ειρωνική άρνηση να συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις κάποιου: «απαγορεύεται να μπεις μέσα. -Ποιος το ’πε;»·
- πόσες φορές σου το ’πα! βλ. λ. φορά·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; βλ. λ. πώς·
- σ’ είπαμε γριά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σαν πολλά μας τα ’πες! ή σαν πολλά μου τα ’πες! βλ. λ. πολύς·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στάσου να σου πω, βλ. λ. στέκομαι·
- στο ’πα, σε προειδοποίησα. (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς
- συ είπας, ειρωνική έκφραση, με την οποία επιβεβαιώνουμε τα λόγια του συνομιλητή μας, μόνο και μόνο για να τον μειώσουμε: «πιστεύεις πως εγώ έκλεψα τον αναπτήρα σου; -Συ είπας». Απάντηση που έδωσε ο Χριστός στον Ιούδα, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, όταν τον ρώτησε αν ήταν αυτός που θα τον παρέδιδε στους διώκτες του, καθώς και στον Καϊάφα, όταν τον ρώτησε αν ήταν ο Υιός του Θεού. Πρβλ: ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ· σύ εἶπας (Ματθ. κς΄ 25) || σύ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας (Ματθ. κς΄ 64)·
- τα είπαμε, κουβεντιάσαμε το επίμαχο θέμα: «αφού τα είπαμε, γιατί επανέρχεσαι στα ίδια;». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπα με φίλε, χτύπα με, πάρε μαχαίρι, τρύπα με, είμαι τρελή, τα είπαμε, χτύπα και ξαναχτύπα με
- τα είπαμε απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- τα μου ’πες σου ’πα, οι συνεχείς υπεκφυγές, οι δικαιολογίες, οι συνεχείς υπαναχωρήσεις: «θέλω ν’ αφήσεις τα μου ’πες σου ’πα και να μου μιλήσεις καθαρά και ξάστερα || άσε τα μου ’πες σου ’πα και πες μου πότε θα μου φέρεις τα λεφτά που μου χρωστάς». (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ’πε νεράκι, βλ. λ. νεράκι·
- τα ’πε νερό, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- τα σου ’πα μου ’πες, α. οι δικαιολογίες, οι υπεκφυγές: «άσε τα σου ’πα μου ’πες και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». β. οι συνεννοήσεις ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «νομίζω πως δε συμφώνησαν, γιατί είναι ακόμα στα σου ’πα μου ’πες»·
- την είπε! (ενν. την ανοησία του, την κοτσάνα του), βλ. φρ. την πέταξε! λ. πετώ·
- τι είπαμε! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον, τη στιγμή που ετοιμάζεται να ενεργήσει αντίθετα με την υπόδειξη ή τη συμβουλή μας που προηγήθηκε, πως υποσχέθηκε ότι θα την τηρήσει· βλ. και φρ. τι λέγαμε! λ. λέω·
- τι είπε; δηλώνει έκπληξη ή δυσφορία για αυτά που είπε κάποιος αναφορικά με μας: «είπε πως του χρωστάς ένα εκατομμύριο. -Τι είπε; || είπε πως άμα σε συναντήσει θα σε σπάσει στο ξύλο. -Τι είπε;»·
- τι είπε τώρα! δηλώνει κατάπληξη στα λεγόμενα κάποιου: «αν θες να μάθεις, ο τάδε χώρισε. -Τι είπε τώρα! Αυτός μόλις προχτές παντρεύτηκε!». Ο ομιλών στρέφει το βλέμμα του σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που βρίσκεται ο συνομιλητής του, σαν να απευθύνεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο·  
- τι ήθελα και το ’πα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα πει, α. τι σημαίνει, ποια είναι η ερμηνεία του: «τι θα πει λιμοκοντόρος;». β. δηλώνει αντίρρηση ή αποδοκιμασία: «τι θα πει έφυγες επειδή έφυγαν κι οι άλλοι!». γ. δεν έχει την παραμικρή σημασία, δε σημαίνει τίποτε: «τι θα πει πως είναι φτωχός! Έχει κι αυτός δικαιώματα στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τι θα πει που είμαι πενηντάρης, λίγα θα δώσεις πολλά θα πάρεις)· βλ. και φρ. θα πει·
- τι θες να πεις, βλ. λ. θέλω·
- τι να πει! έκφραση ειρωνείας σε άτομο που, παρ’ όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύουμε εναντίον του, δεν μπορεί να βρει καμιά δικαιολογία για να υπερασπίσει τον εαυτό του: «είναι ξενύχτης, μέθυσος, χαρτοπαίχτης, παραμελεί το σπίτι του, αλλά και άλλα τόσα να του καταμαρτυρήσω, τι να πει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τι να πεις! έκφραση αδιαφορίας για κάτι δυσάρεστο, που επαναλαμβάνεται συχνά: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μαλώνουν σαν τα κοπρόσκυλα. -Τι να πεις!»·
- τι να πούμε τι! βλ. συνηθέστ. τι να λέμε τώρα! λ. λέω. (Λαϊκό τραγούδι: τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε
- τι να πω; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε καμιά δικαιολογία για κάποια άδικη, παράλογη ή παράνομη πράξη μας: «γιατί χτύπησες μικρό παιδί, ρε; -Τι να πω; || γιατί έβρισες γέρο άνθρωπο; -Τι να πω; || γιατί έφυγες χωρίς άδεια απ’ τη δουλειά σου; -Τι να πω;». (Λαϊκό τραγούδι: στο πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). β. λέγεται και στην περίπτωση που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα μια γνώμη για κάποιον ή για κάτι: «ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Τι να πω; || μπορείς να με διαφωτίσεις σχετικά με τις προδιαγραφές του τάδε αυτοκινήτου; -Τι να πω;»· 
- τι να πω και τι ν’ αφήσω! δηλώνει έντονη πίκρα και απογοήτευση για τις πολλές και δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει κάποιος στη ζωή του και που δεν ξέρει ποια να αναφέρει για να παραπονεθεί: «πέρασες πολλές δυσκολίες στη ζωή σου; -Τι να πω και τι ν’ αφήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω,ποια φωτιά να πρωτοσβήσω
- τι να σου πω τώρα! α. έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για την παράλογη συμπεριφορά, ιδίως απαίτηση κάποιου. β. έκφραση αγανάκτησης ή αποδοκιμασίας σε άτομο που ενήργησε λανθασμένα, που ενήργησε διαφορετικά από ό,τι του υποδείξαμε, ή που επιμένει σε κάτι που είναι λανθασμένο·
- τι πάει να πει, βλ. φρ. τι παναπεί, λ. παναπεί·
- το είπε έτσι, βλ. λ. έτσι·
- το ’πε και το ’κανε, πραγματοποίησε την επιθυμία που είχε εκφράσει ή την απειλή, που είχε εκτοξεύσει εναντίον κάποιου: «ήθελε ν’ αγοράσει το πιο καλό αυτοκίνητο μέσ’ στην πόλη· ε, το ’πε και το ’κανε || είχε υποσχεθεί πως, όπου τον δει θα τον δείρει και το ’πε και το ’κανε γιατί, μόλις τον συνάντησε, τον έσπασε στο ξύλο»·
- το ’πε νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ’πε νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ’πε το ποίημα, βλ. λ. ποίημα· 
- τον (την) είπαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν, τον (την) ονόμασαν: «την προηγούμενη Κυριακή βάφτισε το γιο του και τον είπαν Αλέξανδρο». Συνών. τον (την) έβγαλαν·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, βλ. λ. χρόνος·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του τα ’πα μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα κατάμουτρα, βλ. λ. κατάμουτρα·
- του τα ’πα μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. λ. φόρα2·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- ώσπου να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- ώσπου να πεις ένα, βλ. λ. ένα·
- ώσπου να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- ώσπου να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- ώσπου να πεις τρία, βλ. λ. τρία.

κόκορας

κόκορας, ο, πλ. κόκορες κ. κόκοροι κ. κοκόροι, οι, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τη φωνή κο κο], ο κόκορας. 1. άντρας καβγατζής: «έχουμε μπλέξει μ’ έναν κόκορα κι όπου πάμε, μας δημιουργεί προβλήματα». Αναφορά στις κοκορομαχίες. 2. άντρας ερωτύλος, καρδιοκατακτητής: «απ’ τα παιδικά του χρόνια ο τάδε ήταν ο κόκορας της γειτονιάς μας». (Λαϊκό τραγούδι: ένας κόκορας κεφάτος, ζωηρός και κοτσονάτος).Από την εικόνα του κόκορα που σε ένα κοτέτσι περιστοιχίζεται από πολλές κότες. 3. επικρουστήρας των πυροβόλων όπλων: «σήκωσε αργά τον κόκορα και σημάδεψε προσεκτικά». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) χάρτινο φακελάκι που περιέχει ηρωίνη, το κοκοράκι·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. συνηθέστ. αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, λ. κακάρισμα·
- για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό, βλ. λ. γαμπρός·
- έχει κοκόρου γνώση, δεν είναι καθόλου έξυπνος, είναι πολύ κουτός: «μπορεί να τον ξεγελάσει κι ένα μικρό παιδί, γιατί έχει κοκόρου γνώση»·
- κάνω τον κόκορα, α. φέρομαι προκλητικά, νταηλίδικα, παριστάνω το παλικαρά: «εμένα μη μου κάνεις τον κόκορα, γιατί θα στις βρέξω». β. φέρομαι, επιδεικνύομαι σαν καρδιοκατακτητής: «μπορεί να κάνει τον κόκορα, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί να σταυρώσει γυναίκα»·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, κάθε πράγμα πρέπει να γίνει στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «γεράσαμε, φίλε μου, κι η ηλικία μας δεν είναι για να κυνηγάμε κοριτσόπουλα, αλλά για να πίνουμε χαμομήλι, γιατί κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. φρ. όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, λ. κοκόρι·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, βλ. λ. Γιάννης·
- σφάζω κόκορα ή σφάζω τον κόκορα, α. καλοδέχομαι, καλοϋποδέχομαι κάποιον: «όποιος φίλος κι αν τον επισκεφθεί, σφάζει τον κόκορα για να τον ευχαριστήσει || μόλις απολύθηκε ο γιος του απ’ το στρατό, έσφαξε τον κόκορα ο πατέρας του στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μελόπιτα κυρά μου φτιάξε, τον κόκορά σου σύρε σφάξε,κρασί μες στο τσουκάλι στάξε να φάει να στυλωθεί).Από το ότι παλιότερα η κότα, ο κόκορας είχε τη θέση του κρέατος στην οικογένεια και η προσφορά του ως γεύμα σε κάποιον επισκέπτη (κόκορας κρασάτος) ήταν κίνηση εξαιρετική, επίσημη, χαρούμενη, κάτι σαν το σφάξιμο του μόσχου του σιτευτού στην παραβολή του ασώτου. β. σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση προβαίνω σε αυτή την πράξη στα θεμέλια νεοαναγειρόμενης οικοδομής για να φέρω τύχη, ώστε, να περατωθεί με ευκολία και να ζήσουν καλά αυτοί που θα την κατοικήσουν: «δεν έσφαξε κόκορα ο εργολάβος όταν σήκωνε την οικοδομή γι’ αυτό οι πιο πολλές οικογένειες σ’ αυτή την οικοδομή έχουν προβλήματα»·      
- τα φορτώνω όλα στον κόκορα, (γενικά) αδιαφορώ τελείως για τις δουλειές μου, για τις υποχρεώσεις μου: «έμπλεξε με μια παστρικιά και τα φόρτωσε όλα στον κόκορα»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, βλ. λ. δουλειά.

κοκόρι

κοκόρι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κόκορας], το κοκόρι·
- γεννούν και τα κοκόρια του, πρόκειται για πάρα πολύ τυχερό άνθρωπο: «ρε συ, αυτουνού γεννούν και τα κοκόρια του, κι αμφιβάλλεις αν θα προλάβει να σου τελειώσει τη δουλειά;». Συνών. γεννούν κι οι πετεινοί του·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει, βλ. λ. αλεπού·
- λάλησαν τα κοκόρια, ξημέρωσε: «έφυγε για τη δουλειά του, πριν ακόμα λαλήσουν τα κοκόρια»·
- μαλώνουν σαν κοκόρια ή μαλώνουν σαν τα κοκόρια, τα δυο άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, καθώς μαλώνουν, χτυπάει το ένα το άλλο και οπισθοχωρεί για να ξαναορμήσει (με τον τρόπο δηλ. που μαλώνουν και τα κοκόρια): «δεν ευχαριστιέσαι να βλέπεις τέτοιο μάλωμα, γιατί μαλώνουν σαν τα κοκόρια»· βλ. φρ. τρώγονται σαν κοκόρια·
- ξυπνώ με τα κοκόρια, ξυπνώ πάρα πολύ πρωί: «η δουλειά μου είναι έξω απ’ την πόλη, γι’ αυτό, κάθε πρωί ξυπνώ με τα κοκόρια»·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, όπου δε διευθύνει ένας, αλλά μπερδεύονται πολλοί ο καθένας με τη γνώμη του, τότε τα αποτελέσματα δεν είναι καλά, είναι αρνητικά: «πρέπει ένας ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της δουλειάς, γιατί, όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει». Συνών. οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα / πολλές μαμές, στραβό το παιδί·
- σηκώνομαι με τα κοκόρια, βλ. φρ. ξυπνώ με τα κοκόρια·
- τρώγονται σαν κοκόρια ή τρώγονται σαν τα κοκόρια, τα δυο άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, δε συμφωνούν σε τίποτα, τα διακρίνει έντονη αντιπαλότητα και μαλώνουν συνέχεια (όπως δυο κοκόρια στο ίδιο κοτέτσι): «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας τους, τρώγονται σαν τα κοκόρια»·
- φαγώνονται σαν κοκόρια ή φαγώνονται σαν τα κοκόρια, βλ. φρ. τρώγονται σαν κοκόρια.

κούκος

κούκος, ο, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τη φωνή κου κου του κούκου], ο κούκος. 1. είδος ρολογιού του τοίχου σε σχήμα μικρού σπιτιού, που σημαίνει τις ώρες με τεχνητό κελάηδημα του κούκου, που, προσαρτημένος πάνω σε ένα ελατήριο, βγαίνει και μπαίνει μέσα στο σπιτάκι με κάθε λάλημά του: «ο κούκος απ’ το σαλόνι σήμανε δώδεκα». 2. είδος πλεχτού σκούφου, συνήθως πολύχρωμου, που φοριέται ιδίως το χειμώνα: «πριν βγει φόρεσε τον κούκο του, γιατί είχε αρχίσει να χιονίζει». 3. (στη γλώσσα της αργκό) ο νυχτοφύλακας: «τον έχουν κούκο σ’ ένα εργοστάσιο». 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού στην πόκα: «τι θέλετε να παίξουμε. Κούκο μονό ή κούκο διπλό;». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- απόμειναν δυο κούκοι, (για ζευγάρια) κατέληξαν μόνοι τους στη ζωή: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε κι ο μικρός τους ο γιος κι άνοιξε κι αυτός δικό του σπιτικό, απόμειναν δυο κούκοι στη ζωή»·
- απόμεινε κούκος, έμεινε μόνος του στη ζωή, χωρίς οικογένεια ή φίλους: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, απόμεινε κούκος». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μονάχος ή μοναχός·
- έμειναν δυο κούκοι, (για ζευγάρια) βλ. φρ. απόμειναν δυο κούκοι·
- έμεινε κούκος, βλ. φρ. απόμεινε κούκος·
- ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, για την επιτυχία ενός κοινού στόχου, απαιτείται η προσπάθεια, η συνδρομή όλων: «αγωνίζεται να βάλει μια τάξη μέσα στο εργοστάσιο ο νέος διευθυντής, αλλά πρέπει να τον βοηθήσουμε όλοι, γιατί ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη». Συνών. ένα τριαντάφυλλο δε φέρνει την άνοιξη / ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη·
- έχει τη νοοτροπία του κούκου, συνηθίζει να αρχίζει διάφορες δουλειές τις οποίες όμως αφήνει ημιτελείς: «κανείς μέσ’ στην αγορά δεν του εμπιστεύεται κάποια δουλειά, γιατί έχει τη νοοτροπία του κούκου». Από τη συνήθεια που έχει ο κούκος να αφήνει τους νεοσσούς που γεννάει σε ξένες φωλιές για να τους μεγαλώσουν τα άλλα πουλιά· 
- ζει σαν κούκος ή ζει σαν τον κούκο, ζει μόνος του, χωρίς οικογένεια ή φίλους: «ζει σαν τον κούκο σ’ ένα μικρό σπιτάκι έξω απ’ την πόλη». Από το ότι ο κούκος ζει μοναχικά·
- η φωλιά του κούκου, το ψυχιατρείο: «του στοίχισε τόσο πολύ ο χωρισμός με τη γυναίκα του, που σε λίγο βλέπω να τον πηγαίνουν στη φωλιά του κούκου». Ίσως από την εικόνα του ασθενούς του ψυχιατρείου που δε συναναστρέφεται συνήθως άλλους ασθενείς και μένει μόνος όπως και ο κούκος·
- κάθεται σαν κούκος ή κάθεται σαν τον κούκο, έχει αποκοπεί από ένα σύνολο ανθρώπων, από μια παρέα, από μια συντροφιά και μένει ολομόναχος: «απ’ τη μέρα που μάλωσε με την παρέα του, όπου κι αν πηγαίνει, κάθεται σαν τον κούκο»·
- λάλησε ο κούκος του (της), (για αγόρια και κορίτσια που βρίσκονται στην εφηβεία) άρχισε να έχει τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες: «για να έχει ο γιος μου το νου του όλο στο ντύσιμο και στην περιποίησή του, πάει να πει πως λάλησε ο κούκος του και σίγουρα θα θέλει κάποια να εντυπωσιάσει»· 
- μου βγήκε ο κούκος αηδόνι, πλήρωσα, ξόδεψα πολύ περισσότερα από ό,τι αρχικά είχα υπολογίσει: «άλλαξα την επίπλωση του σπιτιού και μου βγήκε ο κούκος αηδόνι ||έκανα μερικά μερεμέτια στο εξοχικό μου και μου βγήκε ο κούκος αηδόνι». Συνών. μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου / μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου·
- μου κόστισε ο κούκος αηδόνι, βλ. φρ. μου βγήκε ο κούκος αηδόνι·
- μου πήγε ο κούκος αηδόνι, βλ. συνηθέστ. μου βγήκε ο κούκος αηδόνι·
- μου ’ρθε ο κούκος αηδόνι, βλ. συνηθέστ. μου βγήκε ο κούκος αηδόνι·
- μου στοίχισε ο κούκος αηδόνι, βλ. φρ. μου βγήκε ο κούκος αηδόνι·
- τον έχω στου κούκου το σημάδι, τον εχθρεύομαι, επιδιώκω την καταστροφή του: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έχω στου κούκου το σημάδι»·
- τρεις κι ο κούκος, ελάχιστοι άνθρωποι: «απ’ τη μέρα που διασπάστηκε το κόμμα, απόμειναν τρεις κι ο κούκος». Σε παραφθορά η φρ. τρεις κι ο Κύρκος, βλ. λ. τρεις.

λέω

λέω κ. λέγω, ρ. [<αρχ. λέγω], λέω. 1. αφηγούμαι προφορικά, εξιστορώ: «τους λέω πώς πέρασα στην εκδρομή». 2. πληροφορώ, ενημερώνω: «πες του πως θ’ αργήσω να κατέβω στο γραφείο μου». 3. διαδίδω: «γιατί λες ψέματα και τρομάζεις τον κόσμο;». 4. έχω σκοπό, σκέφτομαι: «εδώ και καιρό λέω να κάνω ένα ταξιδάκι». 5. υποθέτω, φαντάζομαι, νομίζω: «λέω πως, αν μου πέσει το λαχείο, θα παραιτηθώ από τη δουλειά μου || απ’ τη ζωή που βλέπω να κάνει, λέω πως θα πρέπει να ’ναι πλούσιος». 6. προτρέπω, συμβουλεύω: «μη λες στο παιδί τέτοια πράγματα, γιατί παίρνουν τα μυαλά του αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: οι συγγενείς μου λέγανε να το απαρατήσω αυτό το παλιομπούζουκο για θα τους ξεφτελίσω). 7. προτείνω, εισηγούμαι: «πες κι εσύ καμιά ιδέα, γιατί εγώ στέρεψα». 8. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: «αυτός λέει ότι είναι αθώος, αλλά δεν τον πιστεύουν || εσύ μας τα λες έτσι, αλλά αυτός λέει άλλα πράγματα». 9. διατάσσω: «το αφεντικό λέει να αλλάξουμε πόστο». 10. εννοώ: «μπορείς να μου εξηγήσεις τι λέει αυτό το χαρτί;». 11. ονομάζω: «πώς τον λένε τον αδερφό σου; || πώς το λέτε το σκυλάκι σας;». 12. χαρακτηρίζω, αποκαλώ: «με είπε ανίκανο και άχρηστο». 13α. στο γ΄ πρόσ. λέει, εκφέρει υποθετική πρόταση με την έννοια αν ήταν δυνατόν:  «ε ρε, και να γινόμουν, λέει, πλούσιος, να δεις εσύ γλέντια που θα γίνονταν!». (Λαϊκό τραγούδι: ε ρε, και να ’χαμε, το χρήμα, λέει, να ’χαμε και τη μιζέρια μας να δεις πού θα τη γράφαμε). β. διαδίδεται, θρυλείται, φημολογείται: «αύριο, λέει, θα παραιτηθεί ο τάδε υπουργός || λένε πως θα γίνει ανασχηματισμός». (Λαϊκό τραγούδι: λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές, τον κάθε άντρα πως τον θέλουν πάντα θύμα). γ. σε θέση μεταβατικού συνδέσμου κατά τη διήγηση παραμυθιού ή ονείρου: «ήταν, λέει, κάποτε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν, λέει, παιδιά || βρισκόμουν, λέει, σε μια πεδιάδα, που ήταν γεμάτη, λέει, με κατακόκκινες παπαρούνες». δ. (στη νεοαργκό) είναι καλό, αξίζει: «αγόρασε ο τάδε ένα αυτοκίνητο που λέει || σ’ άρεσε το τάδε έργο; -Λέει». 14α. στο β΄ πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο λες; έτσι νομίζεις εσύ; είναι προσωπική σου γνώμη(;): «να δεις που θα καταφέρει να ορθοποδήσει πάλι. -Λες;». β. είσαι σίγουρος γι’ αυτό που μου λες; υπάρχει κι αυτή η περίπτωση που μου λες(;): «να δεις που θα ’ρθει κι ο τάδε μαζί με τους άλλους. -Λες; || θα βρέξει -Λες;». Συνών. νομίζω (1β, γ). 15. το απαρέμφ. με άρθρο το λέγειν, ως ουσ., το χάρισμα, η ικανότητα που έχει κανείς να μιλάει με ευχέρεια και πειστικότητα, η ευγλωττία, η ευφράδεια: «έχει τόσο ωραίο λέγειν αυτός ο άνθρωπος, που, όταν μιλάει κρέμομαι απ’ τα χείλη του || μπορεί να μην ψήφιζε τον Αντρέα Παπανδρέου, όμως για το λέγειν αυτού του πολιτικού έβγαζε το καπέλο του»· βλ. και λ. είπα. (Ακολουθούν 446 φρ.)·   
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, βλ. λ. κρέας·
- ακόμη λέει το νερό μπου, βλ. λ. νερό·
- άκου λέει! ή άκουσε λέει! βλ. λ. ακούω·
- άκου που σου λέω ή άκου με που σου λέω ή άκουσέ με που σου λέω, βλ. λ. ακούω·
- άλλα λέει η θεια του κι άλλα ακούν τ΄ αφτιά του, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, τα λόγια του, οι υποσχέσεις που μου δίνει δε συμβαδίζουν με τις πράξεις του: «έχω πάψει πια να σε πιστεύω, γιατί άλλα λες κι άλλα μου κάνεις». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, βλ. λ. άλλος·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, βλ. λ. άλλος·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- ανέκδοτα θα λέμε τώρα! βλ. λ. ανέκδοτο·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγανε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν … (θα…) (ακολουθεί ρήμα) λέει! λέγεται για κάτι που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και δίνεται ως απάντηση σε ερώτηση κάποιου που δηλώνει άγνοια ή αμφιβολία ως προς τον τρόπο ενέργειάς μας: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας; -Αν έρθω λέει! || θα πας να βοηθήσεις τον τάδε; -Αν θα πάω λέει! || θα φύγεις κι εσύ μαζί με τους άλλους; -Αν θα φύγω λέει! || θα φας κι άλλο φαγητό; -Αν θα φάω λέει!»·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά, βλ. λ. δουλειά·
- απ’ το λέγε λέγε, βλ. φρ. με το λέγε λέγε·
- απ’ το λέγε λέγε την έφαγε ο μπουνταλάς, βλ. λ. μπουνταλάς·
- απάνω που έλεγα να..., βλ. λ. απάνω·
- από πίσω και για το βασιλιά λένε, βλ. λ. βασιλιάς·
- αρκεί που το λες, βλ. λ. αρκεί·
- ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·   
- ας λέει ό,τι λέει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι λέει ας λέει·
- ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. βοϊβοδίνα·
- ας με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. δήμαρχος·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τα λέμε καλά ή λέγε τα καλά, να ’ρχονται καλά, βλ. λ. καλός·
- άσ’ τον να λέει! μην τον υπολογίζεις, μην του δίνεις σημασία, μην παίρνεις υπόψη σου αυτά που λέει: «όταν είναι νευριασμένος, λέει ό,τι του κατέβει, γι’ αυτό άσ’ τον να λέει!». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τους να λένε,άσ’ τους να πουν, αυτοί δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
- αστεία λες; βλ. λ. λέω·
- αυτά που λες! βλ. λ. αυτός·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. λ. αυτός·
- αυτό που σου λέω! βλ. λ. αυτός·
- για λέγε, α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον που έθιξε ένα θέμα να μας πει περισσότερα, γιατί ενδιαφερόμαστε να μάθουμε. Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο, για λέγε, για λέγε, ενώ τον τελευταίο καιρό ακούγεται και στο συγκοπτόμενο τύπο, για λέ(γε), για λέ(γε). β.προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να αναπτύξει κάποιο επιχείρημά του, μόνο και μόνο για να απαλλαγούμε από την παρουσία του, γιατί εκ των προτέρων είμαστε αποφασισμένοι να μη συμφωνήσουμε. Στην περίπτωση αυτή, πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λοιπόν·
- για να λέμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- γιατί λέει, γιατί υποτίθεται: «δε θα ’ρθει μαζί μας στο γάμο, γιατί λέει δεν έχει τα κατάλληλα ρούχα»·
- δε θα ’λεγα ναι, βλ. λ. ναι·
- δε θα ’λεγα όχι, βλ. λ. όχι·
- δε λέει, α. (στη νεοαργκό) δεν είναι καλό, δεν αξίζει: «έδωσε ένα σωρό λεφτά για ν’ αγοράσει αυτό τ’ αυτοκίνητο, αλλά δε λέει || μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί δε λέει». β. (απρόσ. στη νεοαργκό) δίνεται ως απάντηση στην έκφραση ενδιαφέροντος για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου, που δείχνει κάποιος με την ερώτηση τι λέει; και δηλώνει πως η πορεία των πραγμάτων δεν είναι καθόλου καλή: «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι λέει; -Δε λέει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άσ’ τα. Αντίθ. καλά λέει·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε λέει (και) πολλά, βλ. λ. πολύς·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δε λέει μία, α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μην εντυπωσιάζεσαι που είναι όμορφος, γιατί κατά τ’ άλλα δε λέει μία». β. (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «τζάμπα έχει καλή φήμη αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί, όταν το οδήγησα, διαπίστωσα πως δε λέει μία». γ. (για καλλιτεχνικά έργα) δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δε μεταφέρει καμιά σημαντική ιδέα: «το έργο είναι πολυδιαφημισμένο, αλλά κατά τη γνώμη μου δε λέει μία»· 
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει να..., α. δεν αποφασίζει να..., δε φιλοτιμείται να…: «αν δεν πάρει πρώτα την άδεια απ’ τον πατέρα του, δε λέει να κάνει βήμα απ’ το σπίτι του || ενώ βλέπει πως σκοτώνομαι στη δουλειά, δε λέει να βοηθήσει λίγο». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη αλλά μυαλό δε λέει να βάλει).β. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) παρατείνεται, καθυστερεί κάτι πέρα από το κανονικό ή το ανεκτό όριο: «δε λέει να σταματήσει αυτή η διαμάχη || ήρθε απ’ το πρωί να με δει και δε λέει να φύγει || δε λέει να βρέξει λίγο»·
- δε λέει να ξεκουμπιστεί! βλ. λ. ξεκουμπίζομαι·
- δε λέει να ξεκουνήσει! βλ. λ. ξεκουνώ·
- δε λέει ποτέ όχι, βλ. λ. όχι·
- δε λέει τίποτα, α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «στην αρχή μου φάνηκε καλό παλικάρι, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσα πως δε λέει τίποτα». β. (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «και τζάμπα να μου ’δινε αυτόν τον καναπέ, δε θα τον έπαιρνα, γιατί δε λέει τίποτα». γ. (για καλλιτεχνικά έργα) δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δε μεταφέρει καμιά σημαντική ιδέα: «μην πάτε να δείτε την τάδε ταινία, γιατί δε λέει τίποτα || διάβασα το τάδε βιβλίο, αλλά δε λέει τίποτα || πήγα στην τάδε έκθεση ζωγραφικής, αλλά δε λέει τίποτα». δ. (για καταστάσεις) δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σπουδαιότητα, καμιά ιδιαίτερη σημασία: «με την τάδε έχουμε μια καλή φιλική σχέση και, που μας είδες μαζί, δε λέει τίποτα»·   
- δε λέμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δε λέμε ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- δε λες καλύτερα που δεν…, έκφραση με την οποία εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για κάτι που ματαιώθηκε ή αναβλήθηκε: «δε λες καλύτερα που δεν ξεκινήσαμε, γιατί τι θα κάναμε μέσα σ’ αυτή την μπόρα που ξέσπασε; || δεν λες καλύτερα που δεν πήγαμε, γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, έγινε μεγάλη φασαρία!»·
- δε λες τίποτα! έκφραση με την οποία επιτείνουμε αυτό που ειπώθηκε αμέσως προηγουμένως: «αν είναι όμορφη γυναίκα; Δε λες τίποτα, καλλονή, σου λέω! || ήπιατε πολύ χτες το βράδυ; -Δε λες τίποτα, γίναμε λάσπη!», δηλ. αυτό που λες, ανταποκρίνεται πολύ λίγο στην πραγματικότητα·
- δε λέω, α. δεν αμφισβητώ τα λεγόμενα κάποιου, δεν αμφιβάλλω, βεβαίως, οπωσδήποτε: «δε λέω, απ’ την πλευρά σου έχεις δίκιο βουνό || δε λέω, είναι όμορφη γυναίκα». β. (στη νεοαργκό) βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, είμαι χάλια: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στο μπαράκι; -Μπα, παιδιά, σήμερα δε λέω, γι’ αυτό θα πάω νωρίς στο σπίτι». γ. δεν εγκρίνω, δε συμφωνώ και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι λες; με την έννοια, ποια είναι η γνώμη σου(;): «ζήτησε να ’ρθει το βράδυ και ο τάδε μαζί μας, τι λες; -Δε λέω, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο». δ. έχω χάσει το κύρος μου, δεν έχω πια πέραση: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, δε λέω τίποτα στην παλιά μου τη δουλειά»·
- δε λέω… αλλά… ή δε λέω… όμως…, έκφραση με την οποία εκφράζουμε κάποια αντίρρηση, κάποια επιφύλαξη στην αμέσως προηγούμενη θετική γνώμη μας για κάποιον ή για κάτι: «δε λέω, καλό παιδί ο τάδε, αλλά είναι πολύ καβγατζής || δε λέω, καλό αυτοκίνητο, όμως καίει πολλή βενζίνη»· 
- δε λέω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε λέω όχι, βλ. λ. όχι·
- δε μας τα λες καλά, βλ. λ. καλός·
- δε μου λέει τίποτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δε μου θυμίζει το παραμικρό: «κατάλαβα ποιον μου δείχνεις, αλλά δε μου λέει τίποτα ο άνθρωπος || το ξανάδες αυτό τ’ αγαλματάκι; -Δε μου λέει τίποτα»·
- δε μου λες ή δε μου λέτε, α. εισαγωγική έκφραση για να μπούμε ρωτώντας κάποιον στο θέμα που μας ενδιαφέρει: «δε μου λες, μήπως ξέρεις να μου πεις προς τα πού πέφτει το τάδε μπαράκι;». (Λαϊκό τραγούδι: δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται; Το πουλούν οι ντερβισάδες στους απάνω μαχαλάδες). Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το παλικάρι μου (παλικάρια μου) ή το καλόπαιδο (καλόπαιδα) ή το λεβέντη μου (λεβέντες μου) ή το ομορφόπαιδο (ομορφόπαιδα) καθώς και άλλα παρόμοια ή ακολουθεί το όνομα του συνομιλητή μας. (Λαϊκό τραγούδι: μπήκε ο χειμώνας και δεν έχω φράγκο· πώς θα την περάσω δε μου λες, ρε Βάγγο; Έπιασε το κρύο και το ξεροβόρι κι είμαι, αδερφέ μου, δίχως πανωφόρι). β. εισαγωγική έκφραση για να επιπλήξουμε κάποιον: «δε μου λες, σου έδωσε κανείς την άδεια να μπεις μέσα;»
- δε σου λέει κάτι; βλ. λ. κάτι·
- δε σου λέω τίποτα! έκφραση με την οποία επιτείνουμε κάτι που είπαμε αμέσως προηγουμένως: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που δε σου λέω τίποτα! || έγινε τέτοιος καβγάς, που δε σου λέω τίποτα! || περάσαμε τόσο ωραία, που δε σου λέω τίποτα || ήταν τόσο ωραίο το φαγητό, που δε σου λέω τίποτα», δηλ. αυτό που σου λέω, ανταποκρίνεται πολύ λίγο στην πραγματικότητα·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν ξέρει πώς τον (τη) λένε, είναι πάρα πολύ κουτός, πάρα πολύ ηλίθιος: «δεν του αναθέτω ούτε την παραμικρή δουλειά, γιατί είναι απ’ αυτούς, που δεν ξέρει πώς τον λένε»·  
- δεν ξέρει τι λέει, μιλάει απερίσκεπτα ή λέει ανοησίες: «μην υπολογίζεις στη γνώμη του, γιατί συνήθως δεν ξέρει τι λέει»·
- δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει, μιλάει ή ενεργεί απερίσκεπτα: «όταν πίνει, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει»·
- δεν το λες με τα σωστά σου, βλ. λ. σωστός· 
- δεν το λέω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, βλ. λ. εγώ·
- εγώ το λέω, το ομολογώ, το παραδέχομαι: «εγώ το λέω, μ’ αρέσει το ποτό». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το πίνω και το λέω γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει, σας ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει)· 
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ.χαντούμης·
- εδώ που τα λέμε, βλ. λ. εδώ·
- είναι λες και κατάπιε καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- είναι λες και κατάπιε μπαστούνι, βλ. λ. μπαστούνι·
- είναι λες και κατάπιε σανίδα, βλ. λ. σανίδα·
- είναι λες και κατάπιε σκεπάρνι, βλ. λ. σκεπάρνι·
- είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- εμένα μου λες! είμαι απόλυτος γνώστης της υπόθεσης ή της κατάστασης για την οποία γίνεται λόγος, γιατί έχω προσωπική εμπειρία: «εμένα μου λες τι πάει να πει εγχείρηση, που μέχρι τώρα έχω κάνει τρεις εγχειρήσεις απανωτές! || εμένα μου λες τι πάει να πει προδοσία, που με μαχαίρωσε πισώπλατα ο καλύτερος φίλος μου!»· βλ. και φρ. εμένα το λες(!)·
- εμένα το λες! δηλώνει έντονη αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «εμένα το λες πως είναι καλός άνθρωπος, που τον τσάκωσα πέντε φορές να κατηγορεί χωρίς λόγο όλη την παρέα μας! || εμένα το λες πως είναι κακός άνθρωπος, που, όσες φορές τον χρειάστηκα, στάθηκε πλάι μου!»· βλ. και φρ. εμένα μου λες(!)·
- έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- εσύ ’σαι που το λες! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε στο συνομιλητή μας πως τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά από ό,τι προτείναμε, ιδίως συμβουλευτικά σε κάποιον: «του ’πα χίλιες φορές να κόψει το τσιγάρο. Εσύ ’σαι που το λες! Δεν το βγάζει απ’ το στόμα του». β. λέγεται για κάτι που δε συμβαίνει, ενώ ήμασταν σίγουροι πως θα συμβεί: «λέγαμε με την παρέα μας να πάμε εκδρομή στις Πρέσπες. Εσύ ’σαι που το λες! Χάλασε ο καιρός». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όμως. γ. έκφραση έντονης αμφισβήτησης σε αυτά που μας λέει κάποιος: «η τιμιότητα είναι σήμερα το παν στον άνθρωπο. -Εσύ ’σαι που το λες, που έχεις κατακλέψει όλο τον κόσμο!»·
- εσύ τι λες; ποια είναι η γνώμη σου; ποια είναι η απόφασή σου(;): «εσύ τι λες, θα πάρουμε το πρωτάθλημα; || εσύ τι λες, θα ’ρθεις μαζί μας;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ τι λες, θα γίνουμε επιτέλους εραστές
- εσύ το λες! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «εσύ το λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο που ήσουν αιτία να πάει φυλακή!»·
- εσύ το λες, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «παρ’ όλα τ’ άσχημα λόγια που ακούω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, έχω την εντύπωση πως είναι και τίμιος και δίκαιος. -Εσύ το λες»·
- εσύ το λες αυτό! βλ. λ. αυτός·
- εσύ το λες αυτό, βλ. λ. αυτός·
- έτσι λες; βλ. λ. έτσι·
- έτσι λες ε! βλ. λ. έτσι·
- έτσι που λες, βλ. λ. έτσι·
- έτσι σ’ έμαθαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις και λες, έχεις κάποιο συγκεκριμένο λόγο για να μιλάς, για να αναφέρεσαι με τον τρόπο με τον οποίο μιλάς ή αναφέρεσαι για το άτομο ή το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: «έχεις και λες εναντίον του, γιατί ξέρεις τι κουμάσι είναι || έχεις και λες, γιατί ξέρεις πώς είναι τα πράγματα μέσα στο εργοστάσιο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ·
- έχουμε και λέμε, έκφραση που συνήθως λέγεται, όταν αρχίζει να κάνει κάποιος ένα λογαριασμό, όταν αρχίζει να αθροίζει τα υπέρ ή τα κατά κάποιου ατόμου, όταν αρχίζει να απαριθμεί τις ενέργειες που έγιναν ή που πρέπει να γίνουν σε κάποια δουλειά ή υπόθεση, ή, όταν καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα, σε κάποια τελική εκτίμηση: «γκαρσόν, κάνε μας το λογαριασμό. -Έχουμε και λέμε: 3 ευρώ η σαλάτα, 45 τα ψάρια, 3 το τζατζίκι, 4 η μελιτζανοσαλάτα, το σύνολο 53 ευρώ || ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Έχουμε και λέμε: είναι εργατικός, φιλότιμος, και δίκαιος άνθρωπος || ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Έχουμε και λέμε: είναι τεμπέλης, γυναικάς και μπεκρής || τι έκανες σήμερα: -Έχουμε και λέμε: πρωί πρωί πήγα κι έβγαλα λεφτά απ’ την τράπεζα, πλήρωσα το τηλέφωνο, ύστερα το φως κι από κει κατευθείαν πήγα στη δουλειά μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λοιπόν·
- έχω να λέω ή έχω να το λέω, διατηρώ ζωντανές ακόμα τις παραστάσεις κάποιου γεγονότος ή θυμάμαι τη συναναστροφή μου με κάποιο άτομο και εξακολουθώ μετά από πολύ καιρό να το μνημονεύω, γιατί μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση: «για την εκδρομή που πήγαμε στον Όλυμπο, έχω να λέω || για τη γνωριμία μου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, έχω να το λέω || για το δεσμό μου μ’ αυτή τη γυναίκα, αν και πέρασαν τόσα χρόνια, έχω να το λέω»·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σου ’λεγα τώρα, έκφραση με επιθετική διάθεση σε άτομο που λέει ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «μόνο εσύ είσαι αυτός που μπορείς να τα βάλεις μ’ αυτόν το μεγαλοκαρχαρία. -Θα σου ’λεγα τώρα! || θα ’ρθω αύριο πρωί πρωί να μου δώσεις δέκα εκατομμύρια, που τα χρειάζομαι. -Θα σου ’λεγα; τώρα»·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- και δε μου το ’λεγες! έπρεπε να μου το είχες πει: «και δε μου το ’λεγες πως χρειαζόσουν λεφτά!»·
- και λέγε λέγε ή κι απ’ το λέγε λέγε, με την επίμονη κουβέντα που κάνουμε, ιδίως για να πείσουμε κάποιον για κάτι: «και με το λέγε λέγε τον πείσαμε να αποσύρει τη μήνυση». (Λαϊκό τραγούδι: και λέγε λέγε, λέγε λέγε, ο χριστιανός μπερδεύτηκα κι απ’ τα πολλά σου λέγε λέγε, χωρίς να θέλω μπλέχτηκα
- και πάει λέγοντας, βλ. λ. πάει·
- καλά λέει! πάρα πολύ καλά: «περάσατε καλά στην εκδρομή; -Καλά λέει!»·
- καλά μας τα λες! βλ. λ. καλός·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «μου ζήτησε η τάδε ηθοποιός να τα φτιάξουμε, αλλά εγώ δε θέλω. -Καλέ τι μας λες!». β. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Καλέ τι μας λέτε!». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- καλά λέει, (απρόσ. στη νεοαργκό) δίνεται ως απάντηση στην έκφραση ενδιαφέροντος που δείχνει κάποιος για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου με την ερώτηση τι λέει; και δηλώνει πως η πορεία των πραγμάτων είναι καλή: «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι λέει; -Καλά λέει». Αντίθ. δε λέει·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, έκφραση με την οποία επικροτούμε αυτά που λέει κάποιος, γιατί τα βρίσκουμε ορθά, σωστά: «καλά λέει ο άνθρωπος πως με τα καμώματά σου γίνεσαι γελοίος || έτσι όπως πάει το χρηματιστήριο, θα χάσει πολύς κόσμος ακόμη λεφτά. -Καλά τα λέει και να τον ακούτε αυτόν τον άνθρωπο»·
- κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- καλό λέει! βλ. λ. καλός·
- κατά πώς λέει, σύμφωνα με αυτά που λέει, με αυτά που υποστηρίζει: «κατά πώς λέει ο τάδε, κανένας απ’ τους δυο τους δε φταίει || κατά πώς λέει ο άνθρωπος είναι αθώος»·
- κατά πώς λένε, βλ. φρ. κατά πώς λέγεται, λ. λέγομαι·
- κάτι λέει, βλ. λ. κάτι·
- κάτι μου λέει, βλ. λ. κάτι·
- κάτι μου λέει μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- κάτι μου λέει πως…, βλ. λ. κάτι·
- κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- καφέ το λέμε τώρα! ή καφέ το λένε τώρα! βλ. λ. καφές·
- κι ύστερα (εσύ) μου λες για(τί) δε σου γράφω! βλ. λ. ύστερα·
- κι ύστερα λένε… ή κι ύστερα σου λένε…, βλ. λ. ύστερα·
- κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς, βλ. λ. φονιάς·
- κι ύστερα λες γιατί φωνάζω! ή κι ύστερα λες φωνάζω! βλ. λ. φωνάζω·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! βλ. λ. ζωή·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. λ. ώρα·
- λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ. κοπέλι·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέγε μας τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- λέει ανέκδοτα, βλ. λ. ανέκδοτο·
- λέει άντερα, βλ. λ. άντερο·
- λέει αρλούμπες, βλ. λ. αρλούμπα·
- λέει αστεία, βλ. λ. αστείο·
- λέει αστειάκια, βλ. λ. αστειάκι·
- λέει άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέει για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- λέει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- λέει ζουρλαμάρες, βλ. λ. ζουρλαμάρα·
- λέει ζούρλες, βλ. λ. ζούρλα·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, βλ. λ. γλώσσα·
- λέει και ξελέει, αναιρεί αυτά που λέει ή υπόσχεται: «μην πιστεύεις πως θα σε πάρει στη δουλειά του, γιατί λέει και ξελέει || ένας άντρας κρατάει το λόγο του και δε λέει και ξελέει»·
- λέει κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέει καλαμπούρια, βλ. λ. καλαμπούρι·
- λέει κρυάδες, βλ. λ. κρυάδα·
- λέει μπούρδες, βλ. λ. μπούρδα·
- λέει όμορφα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέει ό,τι θέλει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι λάχει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του καπνίσει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του κατέβει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του ’ρθει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- λέει ό,τι φτάσει, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «ξέρουμε πως, μόλις πιει κάνα δυο ποτηράκια παραπάνω, λέει ό,τι φτάσει, γι’ αυτό δεν τον συνεριζόμαστε»·
- λέει παπάρες, βλ. λ. παπάρα·
- λέει παπαριές, βλ. λ. παπαριά·
- λέει παραμύθια, βλ. λ. παραμύθι·
- λέει πολλά! βλ. λ. πολύς·
- λέει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- λέει πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέει πρασινάδες, βλ. λ. πρασινάδα·
- λέει τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- λέει τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- λέει τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- λέει τη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- λέει την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- λέει την τύχη, βλ. λ. τύχη·
- λέει τίποτα; βλ. φρ. τι λέει(;)·
- λέει το βόδι ψάρι, βλ. λ. βόδι·
- λέει το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- λέει το φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- λέει το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- λέει τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- λέει τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- λέει φούμαρα, βλ. λ. φούμαρο·
- λέει φούσκες, βλ. λ. φούσκα·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- λέει ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- λέει ψέματα με το τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- λέμε τα δικά μας, βλ. λ. δικός·
- λένε ένα σωρό (για κάποιον), βλ. λ. σωρός·
- λένε χίλια δυο πίσω του, βλ. λ. πίσω·
- λες και..., σαν να...: «άλλοι κάνανε τη ζημιά κι εσύ κάθεσαι και στενοχωριέσαι, λες και είσαι ο υπεύθυνος για ό,τι έγινε || μιλάει μ’ ένα τρόπο, λες κι είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: και γεμίζαν το θερίο άνθρωποι λογιών λογιών που ενιώθαν μεγαλείο, λες και μπαίναν στο σεμπλόν // όταν περνάς με την κοντή φουστίτσα και με κοιτάς σαν μια σωστή μουσίτσα, ατομική λες κι είναι η ματιά σου και στόχος είμ’ εγώ κι η γειτονιά σου
- λες και ήταν χτες, βλ. λ. χτες·
- λες και κατάπιε καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- λες και κατάπιε μπαστούνι, βλ. λ. μπαστούνι·
- λες και κατάπιε σανίδα, βλ. λ. σανίδα·
- λες και κατάπιε σκεπάρνι, βλ. λ. σκεπάρνι·
- λες και κατάπιε σκουπόξυλο, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, βλ. λ. αβγό·
- λες και τον κατάπιε η γη, βλ. λ. γη·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες να…, α. εισάγει ερώτηση που εκφράζει ανησυχία: «λες να θυμώσει ο άνθρωπος που ξέχασα να τον καλέσω;». β. εισάγει ερώτηση που εκφράζει επιθυμία: «λες να μου τύχει το λαχείο;». Συνών. θες να(…)·
- λες να ’ν’ έτσι; βλ. λ. έτσι·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, βλ. λ. άλλος·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), βλ. λ. άλλος·
- λέω αμάν, βλ. λ. αμάν·
- λέω αντίο ή λέω το αντίο, βλ. λ. αντίο·
- λέω ανωμαλίες, βλ. λ. ανωμαλία·
- λέω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- λέω βλακεία ή λέω βλακείες, βλ. λ. βλακεία·
- λέω γεια ή λέω γεια σου ή λέω το γεια σου, βλ. λ. γεια·
- λέω εις βάρος (κάποιου) ή λέω σε βάρος (κάποιου), βλ. λ. βάρος·
- λέω εντάξει ή λέω το εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- λέω κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λέω καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- λέω καληνύχτα, βλ. λ. καληνύχτα·
- λέω κομπλέ, βλ. λ. κομπλέ·
- λέω κοτρόνα ή λέω κοτρόνες, βλ. λ. κοτρόνα·
- λέω κοτσάνα ή λέω κοτσάνες, βλ. λ. κοτσάνα·
- λέω λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λέω μαλακίες, βλ. λ. μαλακία·
- λέω με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- λέω με το νου μου, βλ. λ. νους·
- λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- λέω μέσα μου ή λέω από μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- λέω μονάχος, βλ. λ. μονάχος·
- λέω μόνος, βλ. λ. μόνος·
- λέω μπας και…, υποθέτω, μήπως και…: «θα τον περιμένεις ακόμα; -Λέω μπας και περάσει»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- λέω να…, σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω να…: «λέω να πάω ένα ταξίδι να ξεκουραστώ || σήμερα λέω να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο έχω πολλή δουλειά»·
- λέω ναι ή λέω το ναι, βλ. λ. ναι·
- λέω οκέι ή λέω το οκέι, βλ. λ. οκέι·
- λέω όχι ή λέω το όχι, βλ. λ. όχι·
- λέω παρών, βλ. λ. παρών·
- λέω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- λέω πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω πίπες, βλ. λ. πίπα·
- λέω προσευχές, βλ. λ. προσευχή·
- λέω προσευχή ή λέω την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- λέω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος· 
- λέω σάλια, βλ. λ. σάλιο·
- λέω σαχλαμάρα ή λέω σαχλαμάρες, βλ. λ. σαχλαμάρα·
- λέω στον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω τα καθέκαστα, βλ. λ. καθέκαστα·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, βλ. λ. σύκο·
- λέω τη γνώμη μου, βλ. λ. γνώμη·
- λέω τη μισή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- λέω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- λέω την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- λέω το ποίημα, βλ ποίημα·
- λέω το σωστό, βλ. λ. σωστό·
- λέω το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- λέω τον καημό μου, βλ. λ. καημός·
- λέω χοντράδες, βλ. λ. χοντράδα·
- λέω χοντροκοπιές, βλ. λ. χοντροκοπιά·
- (μα) τι λέω! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως συνειδητοποιούμε κάτι λανθασμένο που είπαμε προηγουμένως και θέλουμε να το διορθώσουμε: «οι σπουδές του γιου μου στο εξωτερικό μου στοίχισαν πενήντα χιλιάδες ευρώ. Μα τι λέω! Μαζί με τα νοίκια, τα έξοδα διαβίωσής του και τα πάνε έλα κάθε τόσο, σχεδόν τα διπλάσια!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω, τι λέω, τι λέω, τι πικρές σκέψεις κάνω και κλαίω
- με λένε, α. ονομάζομαι. (Λαϊκό τραγούδι: μένα με λένε Περικλή κι αν θες να μάθεις, ρώτα). β. με αποκαλούν, με χαρακτηρίζουν κάπως: «έχουν μάθει να με λένε τσιγκούνη, επειδή δε σκορπάω τα λεφτά μου». (Λαϊκό τραγούδι: γελώ και μες στο γέλιο μου κρύβω μεγάλο πόνο, όλοι με λένε ευτυχή, μα ’γω το ξέρω μόνο
- με το λέγε λέγε, ύστερα από επίμονες παραινέσεις, από επίμονες παρακλήσεις: «έπεσαν όλοι απάνω του και με το λέγε λέγε τον έπεισαν να την παντρευτεί»·
- μέχρι να πεις καλημέρα λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μη λες για να μη σου λένε, μην κατηγορείς, απόφευγε να κριτικάρεις κάποιον αρνητικά για να μην έχεις από αυτόν την ίδια αντιμετώπιση·
- μη λες τίποτα! βλ. φρ. μη μιλάς καθόλου! λ. μιλώ·
- μη μου λες τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- μη μας το λες! ή μη μου (το) λες! α. έκφραση στενοχώριας ή λύπης για κάτι πολύ δυσάρεστο, που μας είναι δύσκολο να το πιστέψουμε: «σκοτώθηκε ο γιος του τάδε. -Μη μου το λες! || έπιασε ο τάδε τη γυναίκα του με γκόμενο. -Μη μου λες». β. έκφραση έκπληξης, θαυμασμού ή και δυσπιστίας στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μη μου το λες, αυτός δεν είχε να φάει! || ο τάδε δέχτηκε να παντρευτώ την κόρη του. -Μη μου λες!». γ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μας λέει κάτι καινούριο: «το 2004 θα διοργανώσουμε τους Ολυμπιακούς αγώνες. -Μη μας το λες!». δ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που μας απειλεί πως θα μας συμπεριφερθεί δυναμικά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σε πλακώσω στο ξύλο. -Μη μου το λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. μη μου (το) πεις! λ. είπα·
- μην το λες! εκφράζει ευγενικά τη διαφωνία μας σε αυτό που μας λέει κάποιος: «αφού έμπλεξε μ’ αυτούς τους αλήτες, θα καταστραφεί. -Μην το λες, γιατί κι άλλοι έμπλεξαν με αλήτες, όμως κατάλαβαν το σφάλμα τους και ξέκοψαν!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- μια λέει και μια ξελέει, βλ. φρ. λέει και ξελέει·
- μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ’ ακούω, βλ. φρ. εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω·
- μου τα λέει, (στη νεοαργκό) μου αρέσει πάρα πολύ: «πες κανέναν καλό λόγο για μένα, γιατί πολύ μου τα λέει η κολλητή της γκόμενάς σου»· βλ. και φρ. μου τη λες·
- μου τα λέει ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου τη λέει, (στη νεοαργκό) με ενοχλεί με τις συνεχείς παρατηρήσεις του, με εκνευρίζει: «τον αποφεύγω, γιατί κάθε φορά που με βλέπει μου τη λέει και μου σπάει τα νεύρα»·
- μου τη λες, (στη νεοαργκό) δε μου συμπεριφέρεσαι σωστά, με προσβάλλεις, με θίγεις, με μειώνεις: «πρόσεχε πώς μου μιλάς, γιατί είναι ώρα που μου τη λες, κι εγώ κάτι τέτοια δε τα σηκώνω»· βλ. και φρ. μου τα λέει·
- (να) μη λέμε αρρώστιες, βλ. λ. αρρώστια·
- να μη λέμε ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- να μη λες, αποστομωτική έκφραση με την οποία διακόπτουμε την παρέμβαση κάποιου σε ένα θέμα και προσπαθεί να τη δικαιολογήσει με το όχι λέω…: «εσένα δε σου ζητήσαμε τη γνώμη σου γι’ αυτό να πάψεις. -Όχι λέω… -Να μη λες»·
- να μη με λένε… (ακολουθεί το όνομα αυτού που μιλάει) λέγεται για να τονίσει αυτό που στη συνέχεια λέει: «να μη με λένε Νίκο, αν δεν τον σπάσω στο ξύλο, μόλις τον συναντήσω». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο // στο λέω και στ’ ορκίζομαι: -να μη με λένε Βάγγο!- για την τρελή σου τσαχπινιά σε παίρνω δίχως φράγκο
- να μην το λέω δυο φορές, βλ. λ. φορά·
- να ’χαμε να λέγαμε, βλ. λ. έχω·
- ναι σου λέω! βλ. λ. ναι·
- ξέρει τι λέει, κατέχει απόλυτα το θέμα στο οποίο αναφέρεται, έχει επίγνωση, είναι απόλυτα σίγουρος για τα λεγόμενά του: «για να μιλάει αυτός μ’ αυτόν τον τρόπο για τον τάδε, ξέρει τι λέει || άκουσέ τον προσεκτικά, γιατί ξέρει τι λέει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για να μιλάει·
- ξέρεις τι λες; α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας γι’ αυτά που μας λέει κάποιος, τα οποία θεωρούμε απαράδεκτα, παράλογα: «αν τον βρω μπροστά μου, θα τον καθαρίσω κι ας πάω φυλακή. -Ξέρεις τι λες;». β. είσαι σίγουρος γι’ αυτά που λες(;): «ο τάδε παντρεύεται τον άλλο μήνα. -Ξέρεις τι λες; Αυτός ήταν κατά του γάμου || έμαθα πως ο τάδε σκοτώθηκε. -Ξέρεις τι λες;»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός·
- ο ίδιος τα λέει (κι) ο ίδιος τ’ ακούει, βλ. λ. ίδιος·
- ο λόγος το λέει, βλ. λ. λόγος·
- ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει, βλ. λ. ψεύτης·
- ονόματα να μη λέμε, βλ. λ. όνομα·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπως λέν’ τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- όσα λες, πούτσα θες! βλ. λ. πούτσα·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
- όταν λέω κάτι, το εννοώ, βλ. λ. εννοώ·
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, βλ. λ. άντρας·
- ό,τι θέλει ας λέει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι λέει ας λέει, βλ. λ. ό,τι·
- όχι, λέω…, α. έκφραση με την οποία επιδιώκουμε να προλάβουμε την αντίδραση ή την άρνηση του συνομιλητή μας σε αυτά που του λέμε: «κάθε φορά που θα πληρώνεσαι, θα μου δίνεις ένα μέρος των χρημάτων για να ξεχρεώσεις αυτά που μου χρωστάς, όχι λέω…». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. β. έκφραση με την οποία προσπαθεί να δικαιολογηθεί κάποιος που επενέβη σε μια συζήτηση, όταν του στερούν αυτό το δικαίωμα, γιατί ουσιαστικά δεν το έχει: «εσύ πάψε να μιλάς, γιατί δε σου έδωσε κανείς το λόγο. -Όχι λέω…»· βλ. και φρ. είπα κι εγώ(!)·  
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. λ. χαρτί·
- ποιος λέει ναι, βλ. λ. ναι·
- ποιος λέει όχι, βλ. λ. όχι·
- ποιος να το ’λεγε! ποιος μπορούσε να το υποθέσει, να το φανταστεί: «ποιος να το ’λεγε πως θα χώριζε αυτό το ζευγάρι, που ήταν τόσο αγαπημένο!»·
- ποιος το λέει; δηλώνει έντονη άρνηση: «πρέπει να φύγετε όλοι απ’ αυτό μέρος. -Ποιος το λέει; Δεν έχουμε να πάμε πουθενά»·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- πολλά λες! βλ. λ. πολύς·
- που λένε, όπως επικρατεί να λέγεται: «όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια έγινε χαμός, που λένε, μέσ’ στο μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ ξημερώματα την Τρίτη εθεάθης μ’ ένα τύπο σ’ ένα ξενυχτάδικο, με την πράξη σου ετούτη μ’ έκανες φωτιά μπαρούτι κι έγινε, που λένε,το σώσε μες το Μπαρουτάδικο // για πάντα μαζί για πάντα μαζί σ’ αυτό τ’ ανηφόρι που λέμε ζωή)· 
- που λέει ο λόγος, βλ. λ. λόγος·
- που λες, λοιπόν: «ήμασταν, που λες, ολόκληρος λόχος δυο ώρες κάτω απ’ τη βροχή». Η φρ. συνήθως επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια της αφήγησης κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα στις μαύρες φυλακές, που λες, βλέπεις τον Μπάτη και του σιγολές)· βλ. και φρ. έτσι που λες, λ. έτσι·
- πού να σου λέω! ή πού να στα λέω! βλ. λ. πού·
- πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε, βλ. λ. πουλάκι·
- πώς σε λένε; πώς ονομάζεσαι; ποιο είναι το όνομά σου(;): «εμένα με λένε Γιώργο, εσένα πώς σε λένε;»·
- πώς το λες αυτό! πώς το ερμηνεύεις, πως το εξηγείς: «πώς το λες αυτό να θέλει να με συναντήσει στην ερημιά μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!»·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! βλ. λ. καλός·
- σαν καλά (να) μας τα λες! βλ. λ. καλός·
- σαν να λέμε, α. όπως δείχνει η κατάσταση, όπως φαίνεται: «είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα σήμερα κι έχει χαθεί το μετρητό απ’ την αγορά. -Σαν να λέμε, δε θα μου δώσεις τα δανεικά που σου ζητάω». β. κάτι σαν, κάτι παρόμοιο: «τον ακολουθούσαν πάντα από πίσω του, ήταν, δηλαδή, σαν να λέμε, οι γορίλλες του»·
- σαν πολλά μας τα λες! ή σαν πολλά μου τα λες! βλ. λ. πολύς·
- σου λέει ο άλλος! βλ. λ. άλλος·
- σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- σου το λέω κι ανατριχιάζω, βλ. λ. ανατριχιάζω·
- στα λέω, σου εκθέτω πώς έχει η κατάσταση, πώς έχουν τα πράγματα: «στα λέω για να ξέρεις, για να μη λες πως κανείς δε σου είπε τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα λέω Γιάννη μου, εδώ πληρώνονται όλα, αμάρτησες, το σέβομαι, μα τώρα πια ξεκόλλα)· βλ. και φρ. στο λέω·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- στο λέω, σε προειδοποιώ, σου το διαβεβαιώνω: «αν δεν έρθεις αύριο στη δουλειά, θα γίνει μεγάλη φασαρία, στο λέω». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς και μη μου μπαίνεις σαν κουνούπι μες τη μύτη, αν θες να τα ’χουμε καλά μη μου κολλάς γιατί, στο λέω, θα με χάσεις απ’ το σπίτι)· βλ. και φρ. στα λέω·
- στο λέω για καλό σου, βλ. λ. καλός·
- στο λέω για τελευταία φορά, βλ. λ. φορά·
- στο λέω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- στο λέω και κοκκινίζω! βλ. λ. κοκκινίζω·
- στο λέω και στο υπογράφω, βλ. λ. υπογράφω·
- τ’ ακούς; τ’ ακούω να λες, βλ. λ. ακούω·
- τα λέει, α.(για τραγουδιστές ή τραγουδίστριες) έχει καλή φωνή, ερμηνεύει με επιτυχία τα τραγούδια: «ο Νταλάρας τα λέει μια χαρά». β. (για ηθοποιούς) έχει ταλέντο, είναι καλός στη δουλειά του: «είναι η γκόμενα του παραγωγού και την πήραν, αλλιώς από μόνη της δεν τα λέει || θέλει και ρώτημα γιατί δε βγαίνει η σκηνή απ’ τη στιγμή που ο ένας τα λέει κι ο άλλος δεν τα λέει;»·
- τα λέει βλάχικα, βλ. λ. βλάχικα·
- τα λέει ωμά, βλ. λ. ωμός·
- τα λέμε, συζητούμε, α. κουβεντιάζουμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, και μια και βρεθήκαμε τα λέμε». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραία πεντ’ έξι γεροντάκια πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). β. στερεότυπη έκφραση την ώρα που χωρίζουν δυο άτομα για να πάνε στα σπίτια τους ή στις προσωπικές τους ασχολίες και δηλώνει την πρόθεσή τους πως μελλοντικά θα συναντηθούν πάλι να ξανακουβεντιάσουν. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε και κλείνει με το έτσι(;)·
- τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- τα λέμε στόμα με στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τα λέμε τσικ του τσικ, βλ. λ. τσικ·
- τα λέω αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- τα λέω ανοιχτά και ξάστερα, βλ. λ. ανοιχτός·
- τα λέω αρμένικα, βλ. λ. αρμένικα·
- τα λέω ελληνικά, βλ. λ. ελληνικά·
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τα λέω καθαρά και ξάστερα, βλ. λ. καθαρός·
- τα λέω καλά; βλ. λ. καλός·
- τα λέω κινέζικα, βλ. λ. κινέζικος·
- τα λέω μασημένα, βλ. λ. μασημένος·
- τα λέω μέσ’ στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τα λέω μια χαρά, βλ. λ. χαρά·
- τα λέω νέτα σκέτα, βλ. λ. νέτος·
- τα λέω ντόμπρα (και σταράτα), βλ. λ. ντόμπρος·
- τα λέω ξερά, βλ. λ. ξερός·
- τα λέω ορθά κοφτά, βλ. λ. ορθά·
- τα λέω πάνω πάνω, βλ. λ. πάνω·
- τα λέω ρωμαίικα, βλ. λ. ρωμαίικα·
- τα λέω σκέτα, βλ. λ. σκέτος·
- τα λέω στα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- τα λέω σταράτα, βλ. λ. σταράτος·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- τα λέω στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- τα λέω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- τα λέω τσεκουράτα, τσεκουράτα·
- τα λέω χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τα λέω χύμα (και τσουβαλάτα), βλ. λ. χύμα·
- τη λέω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- τι δεν έλεγες! έκφραση με την οποία θέλουμε να υπενθυμίσουμε σε κάποιον το πλήθος των υποσχέσεων, των όρκων ή των κατηγοριών που έλεγε για κάποιον ή και για μας τους ίδιους: «μέχρι να ενδώσω, μου είχες υποσχεθεί γλέντια, ξενύχτια, ταξίδια, μεγάλη ζωή, τι δεν έλεγες για να με ρίξεις! || τον είπες απατεώνα, χαρτοπαίχτη, μπεκρή, ανάξιο, τι δεν έλεγες γι’ αυτόν όταν ήσασταν στα μαχαίρια!». (Λαϊκό τραγούδι: κι έλεγες, η αγάπη μας θα ζήσει κι έλεγες, μέχρι η γη να σταματήσει κι έλεγες, δε θα σ’ αρνηθώ ποτέ μου κι έλεγες, τι δεν έλεγες, Χριστέ μου)·  
- τι έγινε λέει; βλ. λ. γίνομαι·
- τι έκανε λέει; βλ. λ. κάνω·
- τι θα έλεγες για… ή τι θα έλεγες να…, δηλώνει έμμεσα κάποια πρόταση σε κάποιον για κάτι: «τι θα έλεγες για ένα ποτηράκι; || τι θα έλεγες να κατεβαίναμε κάτω στην παραλία για μια βολτίτσα;»·
- τι λε(ς), βρε άσχετε! ή τι λε(ς), ρε άσχετε! βλ. λ. άσχετος·
- τι λε(ς), βρε ασχετίλα! ή τι λε(ς), ρε ασχετίλα! βλ. λ. ασχετίλας·
- τι λε(ς), ρε! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου ή άρνησης στην πρόταση κάποιου: «τι λε(ς), ρε, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τι λε(ς), ρε, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη!». β. επιθετική έκφραση που εκτοξεύει κανείς εναντίον κάποιου, ο οποίος μιλώντας εκτρέπεται ή προσβάλει: «τι λε(ς), ρε, μήπως νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε!»·
- τι λε(ς), ρε θηρίο! βλ. λ. θηρίο·
- τι λε(ς), ρε μαλάκα! ή τι λε(ς), ρε μαλάκα μου! βλ. λ. μαλάκας·
- τι λε(ς), ρε ξύπνιε! βλ. λ. ξύπνιος·
- τι λε(ς), ρε πονηρέ! βλ. λ. πονηρός·
- τι λε(ς), ρε πούστη! ή τι λε(ς) ρε πούστη μου! βλ. λ. πούστης·
- τι λέγαμε! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, ύστερα από κάποια απρόβλεπτη διακοπή που είχαμε, ξεχάσαμε τι κουβεντιάζαμε και προσπαθούμε να τα θυμηθούμε ή να μας τα υπενθυμίσει ο συνομιλητής μας. Η επαναφορά στη θύμηση των όσων λέγαμε δηλώνεται με το α ναι· βλ. και φρ. τι είπαμε! λ. είπα·
- τι λέει; (για πρόσωπα ή πράγματα) έχει κάποιο ενδιαφέρον, έχει κάποια αξία(;): «τι λέει ο τύπος που σε είδα την τελευταία φορά; || τι λέει τ’ αυτοκίνητο που αγόρασες;»·
- τι λέει; (απρόσ. στη νεοαργκό) έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι λέει;». Αν η πορεία των πραγμάτων είναι καλή, η απάντηση είναι καλά λέει, αν δεν είναι καλή, η απάντηση είναι δε λέει·
- τι λέει η αφεντιά σου! βλ. λ. αφεντιά·
- τι λέει η γκλάβα σου! βλ. λ. γκλάβα·
- τι λέει η κεφάλα σου! βλ. λ. κεφάλα·
- τι λέει η κλανιά σου! βλ. λ. κλανιά·
- τι λέει η κόκα σου! βλ. λ. κόκα2·
- τι λέει η μαλαπέρδα σου! βλ. λ. μαλαπέρδα·
- τι λέει η μαυρομύτα; βλ. λ. μαυρομύτα·
- τι λέει η μπέρδα σου! βλ. λ. μπέρδα·
- τι λέει η πούλη σου! βλ. λ. πούλη·
- τι λέει η σούφρα σου! βλ. λ. σούφρα·
- τι λέει η τσουτσού σου! βλ. λ. τσουτσού·
- τι λέει η τσουτσούνα σου! βλ. λ. τσουτσούνα·
- τι λέει ο άλλος! βλ. λ. άλλος·
- τι λέει ο άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι λέει ο δικός σου! βλ. λ. δικός·
- τι λέει ο κλανιάς σου! βλ. λ. κλανιάς·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- τι λέει ο Νικολάκης σου! βλ. λ. Νικολάκης·
- τι λέει το άτομο! βλ. λ. άτομο·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- τι λέει το κωλαράκι σου! βλ. λ. κωλαράκι·
- τι λέει το λιλί σου! βλ. λ. λιλί·
- τι λέει το μηλίγγι σου! βλ. λ. μηλίγγι·
- τι λέει το μουνί σου! (το μουνάκι σου!), βλ. λ. μουνί·
- τι λέει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- τι λέει το μυαλουδάκι σου! βλ. λ. μυαλουδάκι·
- τι λέει το νιονιό σου! βλ. λ. νιονιό·
- τι λέει το πιπί σου! βλ. λ. πιπί·
- τι λέει το πουλί σου! (το πουλάκι σου!) βλ. λ. πουλί·
- τι λέει το πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- τι λέει το σφυριχτράκι σου! βλ. λ. σφυριχτράκι·
- τι λέει το τσουνί σου! βλ. λ. τσουνί·
- τι λέει το τσουτσούνι σου! (το τσουτσουνάκι σου!), βλ. λ. τσουτσούνι·
- τι λες! δηλώνει έκπληξη ή αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Τι λες, αυτός όλη τη μέρα γυρνούσε στους δρόμους!»·
- τι λες; ποια είναι η γνώμη σου; ποια είναι η απόφασή σου(;): «για πες μου εσύ, που είσαι πολύξερος, τι λες γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο; || τι λες, επιτέλους, θα ’ρθεις ή δε θα ’ρθεις μαζί μας;»· βλ. και φρ. εσύ τι λες(;)·
- τι λες καλέ! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου ή ειρωνική άρνηση στην πρόταση κάποιου: «τι λες καλέ, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τι λες καλέ, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: όχι θα κάτσω να σκάσω, τι λες καλέ, τι λες καλέ, που θα πεθάνω
- τι λες για..., δηλώνει έμμεσα κάποια πρόταση σε κάποιον για κάτι: «τι λες για ένα ταξίδι; || τι λες για καμιά βολτίτσα;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το είσαι·
- τι λες πουλί μου! (πουλάκι μου!), βλ. λ. πουλί·
- τι μας λες! ή τι μου λες! έκφραση αμφισβήτησης ή άρνησης, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λέει κάποιος: «την άλλη βδομάδα παντρεύεται ο τάδε. -Τι μας λες! || δώσε μου χίλια ευρώ δανεικά. -Τι μας λες! || ο γιος του τάδε μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Τι μου λες!». Συνήθως, ιδίως στις δυο πρώτες περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το μωρ’ ή μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι μου λες τώρα! βλ. φρ. τι πράγμα μου λες τώρα(!)·
- τι ’ν’ αυτά που λες; βλ. λ. αυτός·
- τι να λέμε τώρα! έκφραση αμηχανίας ή έντονης δυσαρέσκειας μπροστά σε αρνητικά φαινόμενα ή γεγονότα, που παρουσιάζονται ως τετελεσμένα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις, το κράτος πάει κατά διαβόλου. -Τι να λέμε τώρα! || τον έκλεισε φυλακή για διακόσια ευρώ. -Τι να λέμε τώρα!»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι σου ’λεγα! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον την ορθότητα των προβλέψεων ή των προαισθημάτων μας: «σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, το τάδε κόμμα κερδίζει τις εκλογές. -Τι σου ’λεγα! || εντέλει, ο τάδε ήταν αυτός που μας κάρφωσε στο διευθυντή. -Τι σου ’λεγα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ, ενώ συχνά παρατηρείται χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει στον κρόταφο, προτρέποντας το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε να επαναφέρει στη μνήμη του τις προβλέψεις ή τα προαισθήματά μας, που του είχαμε εκμυστηρευτεί·
- τι το λες και δεν το κάνεις; προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να πραγματοποιήσει την επιθυμία ή την απειλή του: «κάθε φορά που τη βλέπω, μου ’ρχεται να την πλησιάσω και να της αποκαλύψω τον έρωτα που νιώθω γι’ αυτή. -Τι το λες και δεν το κάνεις; || κάθε φορά που με ειρωνεύεται, μου ’ρχεται να τον πλακώσω στο ξύλο. -Τι το λες και δεν το κάνεις;»·  
- τι του λες μετά! βλ. λ. μετά·
- τι του λες τώρα! βλ. λ. τώρα·
- τίποτα το λες εσύ; βλ. λ. τίποτα·
- το λέει η καρδιά του, βλ. λ. καρδιά·
- το λέει η καρδούλα του, βλ. λ. καρδούλα·
- το λέει η περδικούλα του, βλ. λ. περδικούλα·
- το λέει η ψυχή του, βλ. λ. ψυχή·
- το λέει η ψυχούλα του, βλ. λ. ψυχούλα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- το λέει όλος ο γιαλός ή όλος ο γιαλός το λέει, βλ. λ. γιαλός·
- το λες σοβαρά; ή το λες στα σοβαρά; βλ. λ. σοβαρός·
- το λέω, το ομολογώ, το παραδέχομαι: «είμαι τρελά ερωτευμένος με την τάδε, το λέω». (Λαϊκό τραγούδι: βαρύ το σφάλμα μου, το λέω, τώρα κάθομαι και κλαίω
- το λέω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- το λέω γι’ αστεία ή το λέω γι’ αστείο ή το λέω στ’ αστεία ή το λέω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- το λέω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- το λέω και το ξαναλέω, βλ. λ. ξαναλέω·
- το λέω και το πιστεύω, βλ. λ. πιστεύω·
- το λέω και το φωνάζω, βλ. λ. φωνάζω·
- το λέω ξεκομμένα, βλ. λ. ξεκομμένος·
- το λέω σοβαρά ή το λέω στα σοβαρά, βλ. λ. σοβαρός·
- το λέω ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το λέω το κρίμα μου, βλ. λ. κρίμα·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, βλ. λ. αυτός·
- τον αφήνω να λέει, αδιαφορώ γι’ αυτά που λέει, δεν τα παίρνω υπόψη μου, δεν τα υπολογίζω: «κάθε φορά που είναι νευριασμένος, τον αφήνω να λέει μέχρι να εκτονωθεί»·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- τόσα νιώθει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος·
- του λέει όσα σέρνει η σκούπα ή του λέει όσα σούρνει η σκούπα, βλ. συνηθέστ. του σέρνει όσα σέρνει η σκούπα, λ. σκούπα·
- του το λέω απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- του το λέω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- τρόπος του λέγειν, βλ. λ. τρόπος·
- ωραία λέει! πάρα πολύ ωραία, έξοχα: «περάσατε ωραία στο πάρτι; -Ωραία λέει! || περάσατε ωραία στην εκδρομή; -Ωραία λέει!».

λωλός

λωλός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. λωλός < αρχ. ὀλολώς, μτχ. του ρ. ὄλλυμαι]. 1. που δε στέκει καλά στα μυαλά του, που είναι ανόητος, τρελός, παλαβός, απερίσκεπτος: «δε δίνει κανείς βάση στα λεγόμενά του, γιατί είναι λωλός ο άνθρωπος». 2. που έχει ξελογιαστεί, που έχει χάσει το μυαλό του από ερωτικό πάθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, είναι λωλός μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω. Μ’ έχει λωλό το Ερινάκι με το μουσμουλί γοβάκι
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, ο ανόητος άνθρωπος με τη συμπεριφορά του προβάλλει χωρίς να καταλαβαίνει την ανοησία του: «ό,τι βλακεία σκέφτεται την κάνει στη στιγμή, γιατί ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει»·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, ο καθένας λίγο πολύ έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του: «κανένας μας δεν είναι τέλειος γιατί, όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ».

ούτε

ούτε, σύνδ. [<αρχ. οὔτε], ούτε. 1. συνδέει αρνητικές προτάσεις, συνήθως σε επανάληψη: «ούτε τον είδα ούτε τον ξέρω». 2. ως μόριο αρνητικό, επιτακτικό: «ούτε που το συζήτησα». (Ακολουθούν 192 φρ.)·
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμά·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- δε βλέπω ούτε τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει ούτε την αμαρτία του, βλ. λ. αμαρτία·
- δε θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε θέλω ούτε ν’ ακούσω (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ακούω·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, βλ. λ. καλημέρα·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δε λέμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δε με σώνει ούτε (ο) Θεός, βλ. λ. Θεός·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύο·
- δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. βίντσι·
- δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. γερανός·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, βλ. λ. Νιαγάρας·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ποταμός, βλ. λ. ποταμός·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ωκεανός, βλ. λ. ωκεανός·
- δε σηκώνεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δε σηκώνεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δε φοβάται ούτε Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δε φτάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δε φτάνει ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. λ. ψύλλος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν είναι ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν είναι ούτε για να τον φτύνεις, βλ. λ. φτύνω·
- δεν είναι ούτε για τα μπάζα, βλ. λ. μπάζα2·
- δεν είναι ούτε για τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
- δεν είναι ούτε για τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- δεν είναι ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, βλ. λ. δυο·
- δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, βλ. λ. πρώτος·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν είσαι ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν έρχεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δεν έρχεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, βλ. λ. ιερός·
- δεν έχουμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δεν ήταν ούτε κολόνια απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν καταλαβαίνει ούτε τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν μπορεί ούτε να βήξει, βλ. λ.. βήχω·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν παρέλειψε ούτ’ ένα και, βλ. λ. και·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πρόσθεσε ούτ’ ένα και, βλ. λ. και·
- δεν το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δεν τον βρίσκει ούτε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν τον πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν τον πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του άφησε ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος, βλ. λ. ωμός·
- δεν χάνω ούτε κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- και ούτε, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν ισχύει αυτό που μόλις προηγουμένως είπαμε: «στην εκδήλωση ήταν εκατό άτομα και ούτε», δηλ. ήταν λιγότερα από εκατό άτομα·
- μαζί του ούτε και στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην του πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην του πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μοναχός ούτε (και) στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλο, βλ. λ. πράσινος·
- ούτε αύριο, βλ. λ. αύριο·
- ούτε αχ δε θα πω, θα το υπομένω αγόγγυστα, δε θα παραπονεθώ καθόλου. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε αχ δε θα πω, αφού έδωσα μπέσα σε μια σκάρτη καρδιά που δε μ’ έβαλε μέσα
- ούτε γαμπρός να ντυνόσουν! ή ούτε γαμπρός να στολιζόσουν! βλ. λ.γαμπρός·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, βλ. λ. γάτα·
- ούτε γελάει ούτε κλαίει, α. (για πρόσωπα) δηλώνει πως η ψυχική του διάθεση είναι ουδέτερη: «δεν μπορώ να καταλάβω σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεται, γιατί, απ’ την ώρα που ήρθε, ούτε γελάει ούτε κλαίει». β. (για καιρό) δηλώνει πως δεν είναι πολύ καλός ούτε πολύ κακός: «απ’ το πρωί σήμερα ο καιρός ούτε γελάει ούτε κλαίει»·
- ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- ούτε για δείγμα, βλ. λ. δείγμα·
- ούτε για δοκιμή, βλ. λ. δοκιμή·
- ούτε για καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- ούτε για μυρουδιά ή ούτε μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- ούτε γουλιά, βλ. λ. γουλιά·
- ούτε γρόσι, βλ. λ. γρόσι·
- ούτε δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ.δεσπότης·
- ούτε δράμι, βλ. λ. δράμι·
- ούτε δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- ούτε (και) στον εχθρό μου ή ούτε (και) στον χειρότερο εχθρό μου, βλ. λ. εχθρός·
- ούτε (και) στον Παράδεισο με Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικάνος·
- ούτε καν, καθόλου δεν, εντελώς καθόλου: «ούτε καν ξέρω τι μου λες || ούτε καν μπορώ να καταλάβω τι εννοείς»·
- ούτε κατά διάνοια, βλ. λ. διάνοια·
- ούτε κέρμα, βλ. λ. κέρμα·
- ούτε κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- ούτε κότες έχω, ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- ούτε κουκούτσι, βλ. λ. κουκούτσι·
- ούτε λέπι, βλ. λ. λέπι·
- ούτε λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- ούτε λίγο ούτε πολύ, βλ. λ. λίγος·
- ούτε λόγος! ή ούτε λόγος να γίνεται! βλ. λ. λόγος·
- ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- ούτε με κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- ούτε (μια) στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ούτε μια φορά, βλ. λ. φορά·
- ούτε μιλάει ούτε λαλάει, δε λέει απολύτως τίποτα, δε λέει κουβέντα: «κάθε φορά που θυμώνει αυτός ο άνθρωπος, ούτε μιλάει ούτε λαλάει». Τη φρ. την ακούμε συχνά και στο θέατρο σκιών·
- ούτε ν’ ακούσω! ή ούτε να τ’ ακούσω! βλ. λ. ακούω·
- ούτε να λέγεται! α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «δηλαδή, δε θα του δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησε; -Ούτε να λέγεται!». β. δηλώνει κατηγορηματική κατάφαση, συναίνεση, αποδοχή: «πιστεύεις κι εσύ πως αυτός είναι ο κλέφτης; -Ούτε να λέγεται!»· βλ. και λ. λέγομαι·
- ούτε να το ξανακούσω, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «δηλαδή, δε θα τον βοηθήσεις; -Ούτε να το ξανακούσω»·
- ούτε να το σκέφτεσαι ή ούτε που να το σκέφτεσαι, κατηγορηματική έκφραση άρνησης: «θα με βοηθήσεις, αν χρειαστώ τη βοήθειά σου; -Ούτε να το σκέφτεσαι»·
- ούτε να το συζητάς ή ούτε που να το συζητάς, βλ. φρ. ούτε να το σκέφτεσαι·
- ούτε να φτύσεις απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ούτε ναι ούτε όχι, λέγεται στην περίπτωση που δεν είμαστε σίγουροι για μια θετική ή αρνητική απάντηση: «είναι καλός άνθρωπος ο τάδε; -Τι να σου πω, ούτε ναι ούτε όχι»·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! ή ούτε νύφη να στολιζόσουν! βλ. λ. νύφη·
- ούτε νυχιά, βλ. λ. νυχιά·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε παραγγελία να το ’χαμε! βλ. λ. παραγγελία·
- ούτε πέρσι δεν… βλ. λ. πέρσι·
- ούτε πιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
- ούτε πιρουνιά, βλ. λ. πιρουνιά·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε που, καθόλου δεν: «ούτε που ξέρω πού μπορεί να βρίσκεται || ούτε που μπορώ να καταλάβω τι μου λες»·
- ούτε που τ’ ακούμπησα, βλ. λ.. ακουμπώ·
- ούτε που τον ακούμπησα, βλ. λ. ακουμπώ·
- ούτε ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- ούτε ρώγα, βλ. λ. ρώγα·
- ούτε σκέψη! βλ. λ. σκέψη·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- ούτε σταγόνα, βλ. λ. σταγόνα·   
- ούτε στάλα, βλ. λ. στάλα·
- ούτε σταλιά, βλ. λ. σταλιά·
- ούτε στον αιώνα τον άπαντα, βλ. λ. αιώνας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- ούτε στον ύπνο σου, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στον ύπνο του…, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στους αιώνες των αιώνων, βλ. λ. αιώνας·
- ούτε συζήτηση! βλ. λ. συζήτηση·
- ούτε συνεννοημένοι να ’μασταν βλ. λ. συνεννοούμαι·
- ούτε τζούρα, βλ. λ. τζούρα·
- ούτε την κόρη του δίνει ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει, βλ. λ. κόρη·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει, βλ. λ. Θεός·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο, βλ. λ. πάπας·
- ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι, βλ. λ. άγιος·
- ούτε φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- ούτε φτερούγα, βλ. λ. φτερούγα·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, βλ. λ. φωνή·
- ούτε χιλιοστό, βλ. λ. χιλιοστό·
- ούτε ψίχα, βλ. λ. ψίχα·
- ούτε ψίχουλο, βλ. λ. ψίχουλο·
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του, βλ. λ. ψύλλος·
- ούτε ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, βλ. λ. πρά(γ)μα.

πουλί

πουλί, το, ουσ. [<μσν. πουλλίν <μτγν. πουλλίον, υποκορ. του ουσ. πούλλος <λατιν. pullus (= νεοσσός)], το πουλί. 1. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός: «δεν κάθισα να παίξω στο καρέ που έπαιζε ο τάδε, γιατί ήταν όλοι τους πουλιά». 2. το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος, ο πούτσος: «έχει ένα πουλί μισό μέτρο!». 3. (ειρωνικά) το μικρό σε μέγεθος πέος: «χαρά στο πουλί που έχεις και μας κάνεις και τον γκομενιάρη!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ξέρει πολλά, ιδίως παράνομες υποθέσεις, αλλά δεν ομολογεί τίποτα σε περίπτωση που συλληφθεί, σε περίπτωση που τον καλέσουν στην αστυνομία: «αν υπήρχαν κι άλλα πουλιά σαν τον τάδε μέσα στην πιάτσα, δε θα ’ξεραν τίποτα οι μπάτσοι για τα νταραβέρια που γίνονται». Από το ότι το πουλί δεν μπορεί να μιλήσει, σε αντιδιαστολή με το κελαηδώ (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, λέγεται στις περιπτώσεις που δίνει κάποιος με μεγάλη ευκολία διάφορες υποσχέσεις, παρόλο που η πραγματοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη ή και αμφίβολη: «μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, θα μ’ αγοράσει ένα διαμέρισμα να μένω, κι ένα αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου, τι λες εσύ; -Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, αγόρι μου!»·
- άπιαστο πουλί, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος και γενικά έχει άπειρες γνώσεις για τη ζωή της πιάτσας: «δε μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί έμαθε από μικρός στα κόλπα και είναι άπιαστο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί, έχεις πείρα στην αγάπη, έχεις τέχνη στο φιλί
- βαράω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, α. δηλώνει πως είναι απαραίτητη η ποικιλία στη ζωή μας, γιατί, όταν δεν υπάρχει, ατονεί η ενεργητικότητά μας: «πρέπει να βρω νέα ενδιαφέροντα στη ζωή μου για να πάρω τ’ απάνω μου, γιατί για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή». β. (για άντρες) λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως η σεξουαλική διάθεση πεθαίνει, όταν βρίσκεται κανείς συνέχεια με την ίδια ερωτική σύντροφο: «είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένος και, όταν ξαπλώνω με τη γυναίκα μου, είναι σαν να πιάνω το μπούτι μου, γι’ αυτό, τσιμπολογώ δεξιά αριστερά διάφορα ξέκωλα, γιατί, για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή»·
- γλυκό πουλί της νιότης, (με συναισθηματική φόρτιση) χαρακτηρίζει τα νεανικά χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: τη μαχαιρώσανε μια νύχτα στην Αμβέρσα μα εγώ την έκλαψα πολύ, γιατί την ήξερα Σοφία κι όχι Πέρσα κι ήταν γλυκό της νιότης μου πουλί
- έγινε πουλί, βλ. φρ. έγινε πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα
- έκατσε το πουλί, τελείωσε αίσια η δουλειά, επιτεύχθηκε ο στόχος: «κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τόσο πολύ τα πράγματα, που φοβήθηκα πως δε θα μπορούσα να τελειώσω τη δουλειά, όμως, ευτυχώς, στο τέλος, έκατσε το πουλί»·
- ελεύθερο πουλί, άνθρωπος απαλλαγμένος από κάθε δεσμό ή υποχρέωση, ιδίως απαλλαγμένος από τα δεσμά του γάμου: «τώρα που παρέδωσα την εργασία, είμαι ελεύθερο πουλί και πάμε όπου θες || όλοι απ’ την παρέα μας είμαστε παντρεμένοι και μόνο ο τάδε εξακολουθεί να είναι ελεύθερο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: Ησαΐα μη χορεύεις, τον μπελά σου μη γυρεύεις, ζήσ’ ελεύθερο πουλί
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσο·
- έρημο πουλί, άνθρωπος χωρίς συγγενείς και φίλους, που είναι ολομόναχος στη ζωή του: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, ήμουν ένα έρημο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: ούτε μάνα, ούτ’ αδέρφια, κι εγώ έρημο πουλί· βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή
- έχει και του πουλιού το γάλα ή και του πουλιού το γάλα, (για καταστήματα, σούπερ μάρκετ, νοικοκυριά) διαθέτει μεγάλη αφθονία, μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών, ιδίως τροφίμων: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει και του πουλιού το γάλα || σύμφωνα με το διαφημιστικό σλόγκαν, τα σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου έχουν και του πουλιού το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια μου δε σου ’λειψε και του πουλιού το γάλα, μα τώρα μπατιρήματα έχω πολύ μεγάλα
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, ο καθένας συμπεριφέρεται και κινείται στο οικείο περιβάλλον του με μεγάλη άνεση: «στο γραφείο που τον συνάντησα ήταν σεμνός και μετρημένος, αλλά στο μπαράκι της γειτονιάς του ξεσάλωσε ο άνθρωπος, γιατί, βλέπεις, κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί». Συνών. κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει·   
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνει το πουλί, (στη γλώσσα της αργκό) αν και ξέρει πολλές παρανομίες που γίνονται στην πιάτσα, εν τούτοις δεν είναι συνεργάσιμος με την αστυνομία: «τον έχουν τρεις μέρες στην Ασφάλεια και προσπαθούν να τον ψαρέψουν για την τελευταία ληστεία που έγινε στην αγορά, αλλά αυτός κάνει το πουλί»·
- κατά φωνή και το πουλί, βλ. λ. φωνή·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: σαν πουλί κοιμότανε μες στην αγκαλιά μου ποταμός χυνότανε μέσα στην καρδιά μου
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, είναι πολύ καλός οικογενειάρχης, δε στερεί τίποτα από την οικογένειά του: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά για να κουβαλάει στο σπίτι του και του πουλιού το γάλα»·
- λεύτερο πουλί, βλ. φρ. ελεύθερο πουλί. (Λαϊκό τραγούδι: θα ζήσω λεύτερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. φρ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- να, κάνει το πουλί σου! βλ. φρ. να, κάνει το πουλάκι σου(!) λ. πουλάκι·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, οι επιδιώξεις ενός ισχυρού και ικανού ατόμου είναι και αυτές ανάλογες: «έχει τόσα πολλά λεφτά που δεν ασχολείται με ψιλοδουλειές, γιατί ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, βλ. λ. βασιλιάς·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω με το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- πέταξε το πουλί, βλ. φρ. πέταξε το πουλάκι, λ. πουλάκι. Πρβλ.: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί (Λαϊκό τραγούδι)·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, είναι πανέξυπνος, είναι ικανότατος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνει πουλιά στον αέρα  ||οποιαδήποτε δουλειά και να του αναθέσεις, σου την τελειώνει στο πιτς φιτίλι, γιατί είναι τύπος που πιάνει πουλιά στον αέρα»·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «καλά, ρε παιδάκι μου, πριν λίγους μήνες μπήκες στο δημόσιο κι έγινες διευθυντής; Πότε αβγά, πότε πουλιά!». Συνών. ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες(;)·
- πουλί μου! βλ. φρ. πουλάκι μου(!) λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: έλα, έλα, πουλί μου, έλα, έλα, είναι η ζωή μια τρέλα
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «μόλις προχτές έστησε τη δουλειά του και προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, γιατί ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη || δεν κυκλοφορεί με τ’ αυτοκίνητο που αγόρασε για να μην χτυπήσει κανέναν πεζό, αλλά όπως ήταν από πάντα, προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα · 
- σαν πουλί ή σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- σκέφτεται με το πουλί του, οι ενέργειές του επηρεάζονται από τα σεξουαλικά του: «κάθε φορά που σκέφτεται με το πουλί του, κάνει απανωτά λάθη»·
- σκόρπισαν σαν πουλιά ή σκόρπισαν σαν τα πουλιά, διασκορπίστηκαν κάποιοι ή κάτι: «κάποτε ήταν πολύ δεμένη παρέα, αλλά το ’φερε έτσι η ζωή, που σκόρπισαν σαν τα πουλιά || σκόρπισαν σαν πουλιά όλα τα όνειρα που έκανα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: σκορπάνε σαν πουλιά,μέσ’ απ’ την καρδιά χίλιες ελπίδες, φτωχή μου καρδιά, μέσα στη ζωή χαρά δεν είδες
- στα πουλιά μας! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε χαιρετιστήριο ή αποχαιρετιστήριο γεια μας! που λέει κάποιος ερχόμενος ή αποχωρώντας από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε·
- τ’ άκουσες πουλί μου! ειρωνική έκφραση με την οποία κλείνουμε την πρότασή μας σε κάποιο άτομο που αντιληφθήκαμε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί έμαθα πως είσαι μεγάλος μπαταξής, τ’ άκουσες πουλί μου!». Υπήρξε η αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Κ. Χατζηχρήστου, που ακουγόταν στον τύπο τ’ άκουσες πολί μου, όταν υποδυόταν το χωριάτη Θύμιο από τη Μακρακώμη·
- τι λέει το πουλί σου! βλ. φρ. τι λέει το πουλάκι σου! λ. πουλάκι·
- τι λες πουλί μου! βλ. συνηθέστ. τι λες πουλάκι μου! λ. πουλάκι·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. φρ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, όταν δεν έχει κάποιος τη δυνατότητα να επιβιώσει, επεμβαίνει η θεία πρόνοια: «κανένας δε χάνεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει»·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. συνηθέστ. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, όσο έξυπνος και να είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου, γιατί, όσο κι αν είσαι ανώτερός τους, το ξέρεις πολύ καλά πως, πολλές φορές, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι τσίφτισσα γυναίκα, γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ, μα από τη μύτη πιάνεται πάντα το έξυπνο πουλί). Συνών. η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, αυτή που φτιάχνει, που κρατάει ένα σπίτι, μια οικογένεια είναι η γυναίκα: «μπορεί να λέμε οτιδήποτε για τις γυναίκες αλλά όλοι αναγνωρίζουμε πως το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, θετική διαπίστωση για τις ικανότητες και την εξυπνάδα που δείχνει κάποιο άτομο από την παιδική ακόμα ηλικία: «πήρε τον έλεγχό του και σ’ όλα τα μαθήματα έχει δέκα με οξεία, γιατί το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί»· βλ. και φρ. η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, λ. μέρα·
- το πουλί! βλ. συνηθέστ. το πουλάκι! λ. πουλάκι. (Τραγούδι: κι ο φωτογράφος φώναζε πως σε λίγο το πουλί απ’ το φακό θα σας στείλει ένα φιλί
- το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. φρ. για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. τρώει σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- χτυπώ πουλιά, κυνηγώ πουλιά: «όταν ήμασταν πιτσιρίκια, βγαίναμε ομαδικά και χτυπούσαμε πουλιά»·
- χτυπώ το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου.

τζίτζικας

τζίτζικας, ο, ουσ. [<μσν. τζίτζικας < αρχ. τέττιξ, ίσως με επίδραση της φωνής τζι τζι], ο τζίτζικας·
- καίγεται ο τζίτζικας, βλ. συνηθέστ. σκάει ο τζίτζικας·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, μπαίνουμε στο πραγματικό καλοκαίρι, από τη στιγμή που αρχίζουν να λαλούν τα τζιτζίκια·
- ο τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, μόλις αρχίζει να ακούγεται η φωνή του τζίτζικα, άρχισαν να ωριμάζουν και τα σταφύλια και, κατ’ επέκταση, έχουμε καλοκαίρι·
- σκάει ο τζίτζικας, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «κάθε χρόνο το μήνα Ιούλιο σκάει ο τζίτζικας σ’ αυτόν τον τόπο». Συνών. σκάει η πέτρα.