Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λακκούβα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λακκούβα, η, ουσ. [<λάκκος + γούβα (συμφυρ.)], η λακκούβα· η ατυχία, το ατύχημα: «όλη του τη ζωή την πέρασε από λακκούβα σε λακκούβα»·
- πέφτω σε λακκούβα ή πέφτω στη λακκούβα, α. κάνω λάθος σε κάτι και αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα: «έπεσα σε μια λακκούβα και δεν ξέρω πώς θα ξεμπλέξω». β. αντιμετωπίζω δύσκολη οικονομική κατάσταση: «απ’ τη στιγμή που έπεσε στη λακκούβα, έκοψε και το τσιγάρο για να μπορέσει να τα βολέψει». Από την εικόνα του αυτοκινήτου που πέφτει σε κάποια λακκούβα του δρόμου και αντιμετωπίζει πρόβλημα ή παθαίνει ζημιά.