Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λακκάκι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λακκάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. λάκκος], το λακκάκι. 1. μικρό βαθούλωμα στο κέντρο του σαγονιού, ιδίως του άντρα: «το λακκάκι στο σαγόνι του τον έκανε να φαίνεται πιο γοητευτικός». 2. στον πλ. τα λακκάκια, μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κατά τη διάρκεια του γέλιου ή του χαμόγελου: «το πρόσωπό της έπαιρνε μια ιδιαίτερη ομορφιά, όταν χαμογελούσε, και σχηματίζονταν τα λακκάκια στα μάγουλά της». Συνών. βούλα (2α, β).