λαβή
λαβή,
η, ουσ.
[<αρχ. λαβή <λαβεῖν, απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω], η λαβή· το πιάσιμο
κατά την πάλη, με συγκεκριμένο τρόπο, που φέρνει τον αντίπαλο σε πολύ δύσκολη
θέση: «μου ’κανε μια λαβή, που δεν μπορούσα να κουνηθώ || δε μαλώνω μαζί του,
γιατί ξέρει λαβές ζίου ζίτσου». Από την παλαιστική ορολογία·
- δίνω
λαβή, παρέχω πρόφαση, αφορμή, παρέχω την κατάλληλη ευκαιρία σε κάποιον,
ώστε να ενεργήσει προς το συμφέρον του, που συνήθως είναι αντίθετο από το δικό
μου: «μην τα βάζεις με τους άλλους, γιατί εσύ του ’δωσες λαβή με την απουσία
σου να κερδίσει το μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- δίνω
λαβή για σχόλια, ενεργώ άστοχα ή συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, πράγμα που δίνει
την αφορμή, την ευκαιρία στους άλλους να σχολιάζουν σε βάρος μου: «με τις κακές
παρέες που κάνεις, δίνεις λαβή στον κόσμο για σχόλια».