Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λαβή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λαβή, η, ουσ. [<αρχ. λαβή <λαβεῖν, απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω], η λαβή· το πιάσιμο κατά την πάλη, με συγκεκριμένο τρόπο, που φέρνει τον αντίπαλο σε πολύ δύσκολη θέση: «μου ’κανε μια λαβή, που δεν μπορούσα να κουνηθώ || δε μαλώνω μαζί του, γιατί ξέρει λαβές ζίου ζίτσου». Από την παλαιστική ορολογία·
- δίνω λαβή, παρέχω πρόφαση, αφορμή, παρέχω την κατάλληλη ευκαιρία σε κάποιον, ώστε να ενεργήσει προς το συμφέρον του, που συνήθως είναι αντίθετο από το δικό μου: «μην τα βάζεις με τους άλλους, γιατί εσύ του ’δωσες λαβή με την απουσία σου να κερδίσει το μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- δίνω λαβή για σχόλια, ενεργώ άστοχα ή συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, πράγμα που δίνει την αφορμή, την ευκαιρία στους άλλους να σχολιάζουν σε βάρος μου: «με τις κακές παρέες που κάνεις, δίνεις λαβή στον κόσμο για σχόλια».