Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λάβα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λάβα, η, ουσ. [<ιταλ. lava], η λάβα· χαρακτηρίζει κάτι που είναι ορμητικό ή καταστροφικό: «ο έρωτας σαν λάβα έφερε το πάνω κάτω τη ζωή του». (Τραγούδι: όσο καίνε ακόμα τα καντήλια μας, λάβα το φιλί θα καίει τα χείλια μας
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα (κάποιος ή κάτι), με πολύ καταστρεπτικές συνέπειες: «πέρασε απ’ τη ζωή του σαν φωτιά και λάβα || η ακρίδα πέρασε σαν φωτιά και λάβα απ’ τον κάμπο». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πέρασε σαν φωτιά και λάβα κι όλα στάχτη τα ’κανε, όλα ρημαδιό, μα η δόλια μου καρδιά την κρατάει σκλάβα, όσα και να μου ’κανε πάντα τη ζητώ).