λίθος
λίθος,
ο, ουσ.
[<αρχ. λίθος], ο λίθος·
- ακρογωνιαίος
λίθος, το θεμέλιο, το κύριο στήριγμα για κάτι: «ο πατέρας είναι ο
ακρογωνιαίος λίθος του σπιτιού || ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας, είναι η
ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στους νόμους»·
- δεν
έμεινε λίθος επί λίθου, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά τα πάντα: «ο σεισμός
ήταν τόσο ισχυρός, που δεν έμεινε λίθος επί λίθου»·
- θεμέλιος
λίθος, α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται στα θεμέλια, ιδίως
δημοσίου κτίσματος και με επίσημη τελετή: «ο πρωθυπουργός έβαλε το θεμέλιο
λίθο του νέου νοσοκομείου». β. οτιδήποτε αποτελεί τη βάση ενός θεσμού:
«οι εκλογές αποτελούν το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας»·
- ο
αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, βλ. λ. αναμάρτητος.
αναμάρτητος
αναμάρτητος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀναμάρτητος], αναμάρτητος·
- ο
αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, δεν πρέπει να είμαστε σκληροί σε
κάποιον που έκανε κάποιο σφάλμα, γιατί και εμείς οι ίδιοι κάναμε ή κάνουμε
λάθη, σφάλματα. Λόγια του Χριστού προς τους Εβραίους, που ετοιμάζονταν να
λιθοβολήσουν σύμφωνα με το νόμο τους μια μοιχαλίδα·
- ουδείς
αναμάρτητος, δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει κάνει ή που να μην κάνει
λάθη, σφάλματα: «ουδείς αναμάρτητος σ’ αυτή τη ζωή».