Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λήξη
λήξη,
η, ουσ.
[<αρχ. λῆξις], η λήξη·
- με
ημερομηνία λήξης, α. λέγεται για οτιδήποτε, που έχει προκαθορισμένη
διάρκεια: «η αγάπη μας δεν είναι με ημερομηνία λήξης || ο συνεταιρισμός μας
ήταν με ημερομηνία λήξης, γιατί διέλυσε μόλις τελείωσε το έργο που είχαμε
αναλάβει». Αναφορά στις τροφές ή στα φάρμακα, που πρέπει να καταναλωθούν μέχρι
την ημερομηνία που αναγράφεται στη συσκευασία τους, πέρα της οποίας δεν είναι
καταναλώσιμα.