Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λέων

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λέων, ο, θηλ. λέαινα, η, ουσ. [<αρχ. λέων], το λιοντάρι· άντρας ατρόμητος, γενναίος: «οι στρατιώτες και οι στρατιωτίνες μας, μας πολεμούσαν σαν λέοντες και σαν λέαινες»·
- άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, βλ. λ. χαμαιλέοντας·
- βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων ή είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. λ. λάκκος·
- ένας αλλά λέων, λέγεται στην περίπτωση που η ποιότητα υπερτερεί της ποσότητας: «ήταν ένας και όρμησαν πέντε νοματαίοι απάνω του για να τον δείρουν. -Ένας αλλά λέων, γιατί τους ξάπλωσε όλους κάτω»·
- η μερίδα του λέοντος, βλ. λ. μερίδα·
- ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα, βλ. λ. γλυκομίλητος·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. λ. λάκκος·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·

γλυκομίλητος

γλυκομίλητος, -η, -ο, επίθ. [<γλυκός + θέμα αορ. του ρ. μιλώ + κατάλ. -τος], που λέει λόγια ευχάριστα, που μιλάει με ευγένεια: «έτσι γλυκομίλητος που είναι, δεν μπορείς να του αρνηθείς ό,τι και να σου ζητήσει»·
- ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα, με την ευγένεια μπορούμε να κατορθώσουμε και τα πιο δύσκολα πράγματα: «αν θέλεις να προκόψεις, να μάθεις να είσαι ευγενικός με τους ανθρώπους, γιατί ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα». Συνών. η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα.  

λάκκος

λάκκος, ο, ουσ. [<αρχ. λάκκος], ο λάκκος· ο τάφος: «μόλις έβαλαν τον πατέρα του στο λάκκο, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει για πάντα». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο·
- βρίσκομαι στο λάκκο, περνώ δύσκολη οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «όταν βρίσκομαι στο λάκκο, δε θέλω ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω κανέναν»·
- βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια, α. βρίσκομαι σε οικτρή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «μέρες τώρα δε μιλιέται, γιατί βρίσκεται στο λάκκο με τα φίδια». β. περιστοιχίζομαι από αποβράσματα της κοινωνίας, συναναστρέφομαι πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, μεγάλους απατεώνες: «πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα στο λάκκο με τα φίδια κι ήμουν πολύ τυχερός που ξεπερνούσα την κατάσταση ανώδυνα»·
- βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια. Αναφορά στο Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης·
- είμαι στο λάκκο, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο·
- είμαι στο λάκκο με τα φίδια, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια·
- είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε σκοτώσω και, κατ’ επέκταση, θα σε καταστρέψω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου ανοίξω το λάκκο»·
- κάτι λάκκο έχει η φάβα, βλ. συνηθέστ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα·
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα, (ενν. για να πίνει τόσο λάδι), η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να φαίνεται απλή ή τίμια, όμως κάτι ύποπτο συμβαίνει, που μπορεί να κρύβει παγίδες ή να έχει συνέπειες: «για να δεχτεί τόσο εύκολα αυτός να συμφωνήσει με τα λεγόμενά σου, κάποιο λάκκο έχει η φάβα»·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. φρ. μου σκάβει το λάκκο·
- μου σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό μου, την καταστροφή μου, με υπονομεύει, προσπαθεί να με εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «είμαι σίγουρος πως, επειδή με ζηλεύετε, κάποιος απ’ όλους σας μου σκάβει το λάκκο». (Λαϊκό τραγούδι: φίλος και γυναίκα το λάκκο μου μου σκάψανε, με κάψανε, αχ! με κάψανε! 
- μπήκε στο λάκκο, πέθανε: «αυτόν που ζητάς, μπήκε στο λάκκο πριν από ένα χρόνο»·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, λέγεται για τους διπρόσωπους που όταν είμαστε παρόντες προσποιούνται το φίλο ενώ μόλις αποχωρούμε μηχανεύονται το κακό μας: «να προσέχεις τον τάδε γιατί, ενώ μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους». Συνών. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. φρ. όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος μηχανεύεται το κακό ή την καταστροφή κάποιου, όποιος υπονομεύει κάποιον, πολλές φορές πέφτει ο ίδιος θύμα των μηχανορραφιών του·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, α. κάνω λάθος σε κάτι και αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα: «εδώ και καιρό έχω πέσει σε λάκκο και δεν μπορώ ακόμα να ξεμπλέξω». β. αντιμετωπίζω δύσκολη οικονομική κατάσταση: «είναι σε μαύρα χάλια, γιατί έπεσε στο λάκκο με την τελευταία δουλειά που επιχείρησε να κάνει»·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, καταντώ να συναναστρέφομαι με αποβράσματα της κοινωνίας, με πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, με μεγάλους απατεώνες: «απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, δεν τον θέλει κανένας στην παρέα του || απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, καταστράφηκε»·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο λάκκο με τα φίδια·
- σκάβω μόνος μου τα λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, ενεργώ τόσο ανεύθυνα ή τόσο παράτολμα, που είναι σαν να επιδιώκω την καταστροφή μου: «πρόσεξε καλά γιατί, αν συμφωνήσεις σ’ αυτή τη δουλειά, είναι σαν να σκάβεις το λάκκο σου με τα ίδια σου τα χέρια»·
- σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- τον παράχωσαν στο λάκκο του, τον έθαψαν: «μόλις τον παράχωσαν στο λάκκο του, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει μια για πάντα»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο·
- του σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό του, την καταστροφή του, τον υπονομεύει, προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «τον πλησίασε μόνο και μόνο για να του σκάψει το λάκκο κι αυτός δεν παίρνει μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης διαβολάκο, τ’ αφεντικά της κόλασης σου σκάψανε το λάκκο).

μερίδα

μερίδα, η, ουσ. [<αρχ. μερίς <μέρος]. 1. μερίδιο, μεράδι, μοιράδι, μερτικό: «πόσα λεφτά πέφτουν στη μερίδα μου;». 2. συγκεκριμένη ποσότητα φαγητού: «βάλε μου μια μερίδα κεφτέδες». 3. τμήμα ενός συνόλου: «μια μεγάλη μερίδα του λαού ψήφισε το τάδε κόμμα». 4. ειδικός λογαριασμός: «στείλε μου το εμπόρευμα και χρέωσέ το στη μερίδα μου»·
- η μερίδα του λέοντος, μερίδιο πολύ μεγαλύτερο από όλα τα άλλα: «όλοι δουλεύουμε ίδιο σκληρά, αλλά αυτός παίρνει πάντα τη μερίδα του λέοντος». Αναφορά στον Αισώπειο μύθο: Λέων, όνος και αλώπηξ·
- μισή μερίδα, α. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος πολύ κοντός και αδύνατος, άνθρωπος μικροκαμωμένος και για το λόγο αυτό καθόλου υπολογίσιμος ως αντίπαλος σε μια δυναμική αναμέτρηση: «είναι ντροπή να τα βάλω μ’ αυτό το ανθρωπάκι, γιατί είναι μισή μερίδα». β. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «είναι ποτέ δυνατόν να κάνω παρέα με μισή μερίδα άνθρωπο!». γ. λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά και για μικρό παιδί, που απαξιούμε να το πάρουμε στα σοβαρά: «επειδή είσαι ακόμα μισή μερίδα, δε θα λες τη γνώμη σου, όταν μιλούν οι μεγάλοι». Συνών. μισή μπουκιά (β) / μισοριξιά / μισή πιθαμή (β) / μισοπιθαμή κ. μισοπιθαμής. δ. ελάχιστη μηδαμινή ποσότητα: «περιμένεις να χορτάσω μ’ αυτή τη μισή μερίδα που μου ’βαλες;». Συνών. μισή μπουκιά (α)·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. φρ. μισή μερίδα. Συνών. μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος / μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος·
- περνώ στη μερίδα του, α. χρεώνω στον ειδικό λογαριασμό του: «πάρε ό,τι θέλεις και θα το περάσω στη μερίδα σου». β. προσχωρώ στην πολιτική του παράταξη: «κι εσύ πέρασες στη μερίδα του τάδε;».

ράμμα

ράμμα, το, ουσ. [<αρχ. ῥάμμα], το ράμμα· συνήθως στον πλ. τα ράμματα·
- γαμώ τα ράμματά μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου  ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν, γαμώ τα ράμματά μου, γαμώ». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τα ράμματά σου! ή σου γαμώ τα ράμματα! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «ουστ από δω, γαμώ τα ράμματά σου, που απ’ τη στιγμή που πάτησες το πόδι σου δημιουργείς όλο φασαρίες! || κάτσε καλά, γιατί σου γαμώ τα ράμματα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- έχω ράμματα για τη γούνα του, γνωρίζω τις παρανομίες ή τις παρατυπίες του και εν καιρώ θα τον τιμωρήσω ή θα προσπαθήσω να τον σωφρονίσω, ιδίως με ξυλοδαρμό: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί από καιρό έχω ράμματα για τη γούνα του»·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. συνηθέστ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι, λ. καράβι·
- του αλλάζω τα ράμματα, βλ. φρ. του γαμώ τα ράμματα·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ τα ράμματα, α.τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή δεν του έδινε τα λεφτά που του χρωστούσε τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τα ράμματα». β. του καταφέρω τόσο δυνατό χτύπημα, τον δέρνω τόσο πολύ, που τον διαλύω και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις του ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τα ράμματα». Από την εικόνα του εγχειρισμένου ατόμου που σπάζουν τα ιατρικά ράμματα και ανοίγει η πληγή του, όταν δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο μέρος της πληγής του. γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.

χαμαιλέοντας

χαμαιλέοντας, ο, ουσ. [<αρχ. χαμαιλέων], ο χαμαιλέοντας· αυτός που αλλάζει στάση ή φρονήματα ανάλογα με τα συμφέροντά του, αυτός που προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, που θέλει να είναι αρεστός σε όλους, καλός με όλους για προσωπικό του συμφέρον: «είναι τόσο χαμαιλέοντας αυτός ο άνθρωπος, που, όποιο κόμμα κι αν ανεβαίνει στην κυβέρνηση, είναι στα μέσα και στα έξω». Από την ικανότητα που έχει ο χαμαιλέοντας να αλλάζει χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται·
- άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «δεν μπορείς να συγκρίνεις την οικοτεχνία σου με το εργοστάσιό μου, γιατί άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος