Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λέξη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λέξη, η, ουσ. [<αρχ. λέξις <λέγω], η λέξη· ως επιφών. λέξη! (συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «ό,τι δεις κι ό,τι ακούσεις, εσύ λέξη!». Συνών. άχνα! / κιχ! / μιλιά! / τσιμουδιά(!). Υποκορ. λεξούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- αρπάζεται απ’ τις λέξεις, βλ. φρ. πιάνεται απ’ τις λέξεις·
- δε βγάζω λέξη, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος που ξέρει πιο πολλά από μένα, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω λέξη». Συνών. δε βγάζω άχνα (α) / δε βγάζω κιχ (α) / δε βγάζω μιλιά (α) / δε βγάζω τσιμουδιά (α). β. δεν μπορώ να κατανοήσω το παραμικρό από κάποιο λογοτεχνικό ή άλλο κείμενο είτε γιατί είναι κακογραμμένο είτε γιατί διατυπώνονται δύσκολα ή άγνωστα νοήματα για μένα: «διαβάζω το τάδε βιβλίο και θα το παρατήσω στη μέση, γιατί δε βγάζω λέξη». γ. δεν μπορώ να διαβάσω ούτε λέξη από ένα κακογραμμένο χειρόγραφο κείμενο: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά δε βγάζω λέξη, γιατί έχει κάτι γράμματα σαν ψείρες». δ. δεν μπορώ να καταλάβω το παραμικρό από αυτά που μου λέει κάποιος: «μου μιλάει κουλτουριάρικα και δε βγάζω λέξη απ’ αυτά που μου λέει»· 
- δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. φρ. δε λέω λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. φρ. δε λέω λέξη·
- δε θα βγάλεις λέξη, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι και να σε ρωτήσουν, δε θα βγάλεις λέξη». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις μιλιά / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θα πεις λέξη, βλ. φρ. δε θα βγάλεις λέξη·
- δε θέλω λέξη, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα δουλέψεις σύμφωνα με τις υποδείξεις μου και δε θέλω λέξη || θα σηκωθείς αμέσως τώρα και θα τρέξεις να μου φέρεις αυτό που σου ζήτησα, και δε θέλω λέξη». Συνών. δε θέλω κουβέντα / δε θέλω μιλιά·
- δε λέω λέξη, δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όσο και να με μαλώνει ο πατέρας μου, δε λέω λέξη»·
- δε σταυρώνω λέξη, δεν προλαβαίνω να πω τίποτα, δεν έχω τη δυνατότητα να πω τίποτα: «όταν αρχίζει να μιλάει ο τάδε, το στόμα του βγάζει φωτιές και δε σταυρώνω λέξη»·
- δεν έβγαλε λέξη, βλ. φρ. δεν είπε λέξη·
- δεν είπε λέξη, δε μίλησε καθόλου, δεν αποκάλυψε το παραμικρό από κάτι που έπρεπε να μείνει κρυφό: «όσο κι αν τον πίεσαν στην Ασφάλεια ν’ αποκαλύψει τι ήξερε για τη ληστεία, αυτός δεν είπε λέξη»·
- δεν καταλαβαίνω λέξη, βλ. φρ. δε βγάζω λέξη·  
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, (απειλητικά) δεν ενήργησα ακόμη αποφασιστικά, δεν κοινοποίησα ακόμη την τελική μου κρίση: «μπορεί τώρα να χαίρεται που με ξεγέλασε, αλλά δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη»·
- δεν ξέρω λέξη, α. είμαι εντελώς άσχετος με κάποια ξένη γλώσσα: «θα συναντηθώ με κάποιον Ιταλό για μια δουλειά και δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί δεν ξέρω λέξη». β. (για μαθητές) είμαι εντελώς αδιάβαστος: «την άλλη ώρα έχουμε Γεωγραφία και δεν ξέρω λέξη»·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ τα χείλη του, βλ. φρ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του·  
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, δεν πρόκειται να τον κάνεις να μιλήσει, ιδίως να αποκαλύψει κάποιο μυστικό που του το εμπιστεύτηκε κάποιος: «ό,τι και να του τάξεις, άμα δε θέλει, δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του»·
- δεν πιστεύω λέξη, θεωρώ αυτά που λέει κάποιος πέρα για πέρα ψέμα: «μην συνεχίσεις άλλο, γιατί δεν πιστεύω λέξη απ’ αυτά που μου λες»·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. φρ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του·
- είπαμε δυο λέξεις, α. συζητήσαμε πολύ σύντομα: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι είπαμε γενικά δυο λέξεις». β. κάναμε μια βιαστική, μια πρόχειρη αναφορά πάνω σε ένα θέμα: «είπαμε δυο λέξεις για το γνωστό θέμα, αλλά θα ξανασυναντηθούμε για να το κουβεντιάσουμε με λεπτομέρειες»·
- είπαν δυο λέξεις παραπάνω, βλ. φρ. είπαν δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, είπε σε παρακαλώ: «αν δεν πεις τη μαγική λέξη, δε θα σε βοηθήσω». Από το ότι όλο και περισσότερο οι άνθρωποι φέρονται με αγενή ή με αυταρχικό τρόπο·
- έχει την τελευταία λέξη, βλ. συνηθέστ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- η τελευταία λέξη, η τελική κρίση, η τελική απόφαση σε ένα ζήτημα, σε μια υπόθεση: «απ’ την τελευταία λέξη του διευθυντή θα καταλάβουμε αν θα συνεχιστεί η δουλειά ή όχι»·
- η τελευταία λέξη της μόδας, η πιο πρόσφατη, η πιο σύγχρονη μόδα ή νοοτροπία: «ήταν ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας || τα οικογενειακά πάρτι είναι η τελευταία λέξη της μόδας»·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. φρ. θα σου πω δυο λόγια, λ. λόγος·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. φρ. θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- κατά λέξη, (ιδίως για μετάφραση) με απόλυτη πίστη στο πρωτότυπο, ακολουθώντας πιστά το πρωτότυπο: «τα εμπορικά κείμενα, πρέπει να μεταφράζονται κατά λέξη»· βλ. και φρ. λέξη προς λέξη·
- λέει την τελευταία λέξη, βλ. φρ. λέει τον τελευταίο λόγο·
- λέξη προς λέξη, α. με την παραμικρή λεπτομέρεια, ακριβώς όπως έγινε ή ειπώθηκε κάτι και χωρίς να παραληφθεί τίποτα: «ήρθε ο τάδε και μου είπε λέξη προς λέξη τι ψευτιές κάθεσαι και διαδίδεις για μένα». β. πολύ προσεκτικά: «διάβασα το γράμμα σου λέξη προς λέξη πριν πάρω την απόφασή μου || διόρθωσα το κείμενό σου λέξη προς λέξη»· βλ. και φρ. κατά λέξη·
- λέξη κλειδί, που αποκωδικοποιεί κωδικοποιημένη φράση ή κείμενο ή που διαλευκαίνει μπερδεμένη ή περίπλοκη υπόθεση: «η λέξη κλειδί στο κωδικοποιημένο σήμα που πήραμε ήταν η τάδε»·
- με δυο λέξεις, βλ. φρ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια λέξη, βλ. φρ. με δυο λέξεις·
- με όλη τη σημασία της λέξης, βλ. λ. σημασία·
- μη βγάλεις λέξη! ή να μην βγάλεις λέξη! να μην πεις τίποτα, να σιωπήσεις: «ό,τι και ν’ ακούσεις, ό,τι και να δεις, μη βγάλεις λέξη»· βλ. φρ. δε θέλω λέξη·
- μην ακούσω λέξη! ή να μην ακούσω λέξη! βλ. λ. δε θέλω λέξη·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. φρ. δε θέλω λέξη·
- παίζω με τις λέξεις, δίνω ηθελημένα άλλο νόημα στις λέξεις από αυτό που έχουν, μόνο και μόνο για να κάνω καλαμπούρι, για να κάνω λογοπαίγνιο ή χρησιμοποιώ λέξεις με διφορούμενο νόημα, με διπλή σημασία για να μη διατυπώσω κάτι με σαφήνεια: «θέλω να μιλήσεις καθαρά και να πάψεις επιτέλους να παίζεις με τις λέξεις»·
- πες του δυο λέξεις! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά λέξη! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πιάνεται απ’ τις λέξεις, ερμηνεύει τα όσα λέει ή γράφει κάποιος με τη σημασία των λέξεων που του συμφέρει, ή εκνευρίζεται από την κυριολεξία κάποιου: «πρόσεχε τι υπόσχεσαι και τι λες, όταν κάνεις κουβέντα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνεται απ’ τις λέξεις || πρέπει να είσαι προσεκτικός, όταν μιλάς μαζί του, γιατί πιάνεται απ’ τις λέξεις και μπορεί να σου δημιουργήσει πρόβλημα»·
- συμφωνώ στις λέξεις (με κάποιον), βλ. φρ. συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), λ. λόγος·
- τρώει τις λέξεις, δεν προφέρει ολόκληρες τις λέξεις, παραλείπει συλλαβές: «όταν βιάζεται να πει κάτι, θα παρατηρήσεις πως τρώει τις λέξεις».  

σημασία

σημασία, η, ουσ. [<αρχ. σημασία], η σημασία. 1. η σπουδαιότητα, η αξία που έχει ή που παρουσιάζει πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση, ή η σπουδαιότητα, η αξία που δίνει κάποιος σε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση: «έχει μεγάλη σημασία ποιος θ’ αναλάβει τη διεύθυνση αυτής της δουλειάς || αυτός σε βοήθησε, εσύ όμως κατάλαβες τη σημασία της χειρονομίας του;». 2. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) δηλώνει αδιαφορία: «μια ώρα του φωνάζω, αλλά αυτός σημασία». (Λαϊκό τραγούδι: και οι δύο σ’ αφασία, μα εκείνη σημασία). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- (δε) δίνω σημασία, (δεν) παρακολουθώ, (δεν) υπολογίζω, ιδίως αυτά που μου λέει κάποιος: «σου μιλώ μια ώρα κι εσύ δε δίνεις σημασία σ’ αυτά που σου λέω». (Λαϊκό Τραγούδι: όλοι με κατηγορούνε μαζί σου πως γυρνώ, μα δε δίνω σημασία, γιατί σε αγαπώ
- δε μου ’δωσε (καμιά, καθόλου) σημασία, δε με υπολόγισε (καθόλου), με αγνόησε (εντελώς): «χίλιες φορές θέλησα να τον συμβουλέψω, αλλά δε μου ’δωσε καμιά σημασία». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήμουνα κορίτσι από τζάκι θα μ’ έκανες γυναίκα σου ευθύς· γιατ’ είμαι φτωχοκόριτσο μ’ αφήνεις και ούτε σημασία δε μου δίνεις
- δεν έχει (καμιά, καθόλου) σημασία (κάποιος ή κάτι), δεν έχει (καμιά, καθόλου) σπουδαιότητα, (καμιά, καθόλου) αξία κάποιος ή κάτι: «αυτός ο άνθρωπος δεν έχει καμιά σημασία στην υπόθεση || δεν έχει καθόλου σημασία τι σου είπε, γιατί άλλος διευθύνει εδώ μέσα»·  
- δεν του δίνω (καμιά, καθόλου) σημασία, δεν τον υπολογίζω (καθόλου), τον αγνοώ (εντελώς): «αυτός είναι τρελός για πάρτη της κι αυτή δεν του δίνει καμιά σημασία»·
- είναι άνευ σημασίας, δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δεν έχει καμιά αξία: «ό,τι και να πει για μένα, το περνάω στο ντούκου, γιατί είναι άνευ σημασίας ο άνθρωπος || έχασα τον αναπτήρα μου, αλλά δε στενοχωριέμαι, γιατί ήταν άνευ σημασίας για μένα»·
- είναι χωρίς σημασία, βλ. φρ. είναι άνευ σημασίας·
- έχει σημασία; βλ. φρ. τι σημασία έχει(;)·    
- η σημασία είναι να…,η κύρια επιδίωξη, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να...: «η σημασία είναι να μπορέσουμε να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει το έργο»·
- με όλη τη σημασία της λέξης, με το πλήρες νόημα που έχει η λέξη πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα και λέγεται για να δώσουμε έμφαση, για να τονίσουμε το νόημα που περικλείει η λέξη: «είναι παλιάνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης»·
- με σημασία, με μια ιδιαίτερη έννοια, με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «τον κοίταξα με σημασία για να μ’ ακολουθήσει, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τίποτα»·
- μη δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αδιαφόρησε (εντελώς): «όλοι ξέρουν πόσο πολύ σε ζηλεύει, γι’ αυτό μη δίνεις σημασία, όταν σε κατηγορεί»·
- μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αγνόησέ τον (εντελώς): «σε κάνει νόημα ο τάδε, αλλά μην του δίνεις σημασία, γιατί είναι κολλητσίδας και δε θα μπορέσουμε να τον ξεφορτωθούμε εύκολα»·
- σημασία ο δικός σου, δηλώνει πως, το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε, αγνοεί εντελώς αυτά που του λέμε, αυτά που του συμβουλεύουμε: «τον συμβούλευα μια ώρα, αλλά σημασία ο δικός σου»·
- τι σημασία έχει; έκφραση αδιαφορίας: «αν θελήσεις κάτι, μπορώ να σε βοηθήσω. -Τι σημασία έχει; Τώρα είναι πια αργά»·
- του δίνω σημασία, δεν τον αγνοώ, τον υπολογίζω: «όχι μόνο του δίνω σημασία αυτού του ανθρώπου, αλλά τον εκτιμώ και βαθύτατα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί της δίνεις τόση σημασία κι απάνω της το παίρνει και γελά;).