Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
Λεβής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

Λεβής, ο, κύρ. όν. [<εβρ. Levi, ο τρίτος γιος του Ιακώβ από τον οποίο προήλθε και η ομώνυμη φυλή, μια από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ]. 1. (γενικά) ο Εβραίος: «το γωνιακό το μαγαζί το ’χει ένας Λεβής». Από το ότι το όνομα αυτό απαντάται στο Ισραήλ. 2. ο τσιγκούνης: «ζήτησε δανεικά από έναν Λεβή κι έσπασε τα μούτρα του». Από το ότι, συνήθως, οι Εβραίοι είναι τσιγκούνηδες.