Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λάδι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λάδι, το, ουσ. [<μσν. (ἐ)λάδιν <μτγν. ἐλάδιον, υποκορ. του αρχ. ἔλαιον], το λάδι. 1. λιπαντικό υγρό για μηχανές: «πρέπει ν’ αλλάξω τα λάδια της μηχανής || μετά το τρακάρισμα των δυο αυτοκινήτων ο δρόμος ήταν γεμάτος λάδια». 2. υγρό για την περιποίηση, αλλά κυρίως για την προστασία του δέρματος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από τον ήλιο, το αντηλιακό: «μην παραλείψεις να βάλεις λάδι, όταν κατεβείς στη θάλασσα, γιατί σήμερα καίει ο ήλιος». 3. η ελαιογραφία: «στην έκθεσή του ο ζωγράφος παρουσίασε δέκα λάδια και δέκα ακουαρέλες». Τέλος, το λάδι το χρησιμοποιούν οι ξεματιάστρες για να δουν αν είναι κάποιος ματιασμένος. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής: παίρνουν ένα φλιτζανάκι του καφέ ή ένα ποτήρι με νερό και, αφού πρώτα αναφέρουν το όνομα του ενδιαφερόμενου, ρίχνουν μέσα μια σταγόνα λάδι. Αν η σταγόνα δε διαλυθεί μέσα στο νερό, σημαίνει ότι το άτομο είναι ματιασμένο και αρχίζει η διαδικασία του ξεματιάσματος. (Ακολουθούν 31 φρ.)·    
- άναψαν τα λάδια, είχα πολύ κοπιαστική πορεία, κουράστηκα πάρα πολύ περπατώντας: «δεν ήξερα τη διεύθυνσή του και μέχρι να τον βρω άναψαν τα λάδια || μέχρι να τελειώσω τη δουλειά άναψαν τα λάδια». Αναφορά στο λιπαντικό λάδι, ιδίως των μηχανών των αυτοκινήτων που, όταν ζεσταθούν πολύ, δημιουργούν πρόβλημα στην κίνηση του αυτοκινήτου·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγαίνω απάνω σαν το λάδι, τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω στη ζωή: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, βρίσκει πάντα τον τρόπο να βγαίνει απάνω σαν το λάδι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει λαδάκι).Από την εικόνα της σταγόνας του λαδιού που, όταν τη ρίξουμε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, έρχεται και επιπλέει στην επιφάνειά του·
- βγαίνω λάδι, καταφέρνω να αθωωθώ, αθωώνομαι ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «έφερε έναν ψευδομάρτυρα στη δίκη και βγήκε λάδι»·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, δεν ταράσσει τίποτε την επιφάνειά της, είναι εντελώς ακύμαντη: «αν δεν είναι λάδι η θάλασσα, δεν αποφασίζει να κάνει μπάνιο, γιατί φοβάται το κύμα»·
- είχε λάδι (ενν. το καντήλι του), διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε λάδι ο κωλόφαρδος, γιατί τη γλίτωσε μόνο με μερικούς μώλωπες»·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- κιούπι με λάδι, βλ. λ. κιούπι·
- με βγάζουν λάδι, με αθωώνουν ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «λάδωσα ένα κάρο κόσμο για να με βγάλουν λάδι στη δίκη»·
- μου βγάζουν το λάδι, με καταβασανίζουν, με καταταλαιπωρούν, με πιέζουν υπερβολικά: «μου ’βγαλαν το λάδι μέχρι να μου ξοφλήσουν το λογαριασμό || μου βγάζουν το λάδι κάθε μέρα στη δουλειά»·
- μου βγαίνει το λάδι, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, εξαντλούμε υπερβολικά: «κάθε μέρα μου βγαίνει το λάδι για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα μάτια, μέση αλφάδι μ’ έκανες να τρελαθώ μάγκα, μου ’βγαλες το λάδι και μπορεί να σκοτωθώ
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. συνηθέστ. φάε λάδι κι έλα βράδυ·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, με λόγια ή πράξεις αναζωπυρώνω, υποδαυλίζω άσχημη κατάσταση ή παλιά έχθρα: «όταν είναι αυτοί οι δυο στην παρέα, δε θέλω να μιλάς για την τάδε, που ήταν η αιτία του μαλώματός τους, γιατί ρίχνεις λάδι στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, καίγομαι, καίγομαι, ρίξε με σε θάλασσα πλατιά
- σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία, λέγεται ειρωνικά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον σε τυχερό παιχνίδι (ιδίως χαρτιά ή τάβλι) και είμαστε κατά πολύ ανώτεροι από αυτόν, ή, όταν αισθανόμαστε ηθική δέσμευση, ώστε να μην ξευτελίσουμε τόσο απροκάλυπτα κάποιον: «αν παίξω τάβλι μαζί σου, είναι σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία»·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- σώθηκε το λάδι του, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου ή πέθανε: «σώθηκε το λάδι του και δεν πρόλαβε να δει αποκαταστημένα τα παιδιά του». Από την εικόνα του καντηλιού που σβήνει, όταν τελειώσει το λάδι του·
- τέλειωσε το λάδι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του·
- τον βγάζω λάδι, καταφέρνω να τον αθωώσω, αν και είναι ένοχος: «δωροδόκησε τους δικαστές ο πατέρας του και τον έβγαλαν λάδι»·
- του βάζω λάδι, τον βαφτίζω: «αφού του ’βαλε λάδι τρελός νονός, περίμενες προκοπή απ’ αυτόν τον άνθρωπο!»·
- του βγάζω το λάδι, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον πιέζω υπερβολικά: «τον έχω στη δουλειά μου και κάθε μέρα του βγάζω το λάδι || αν δε του ’βγαζα το λάδι, δε θα μου έδινε πίσω αυτά που μου χρωστούσε»·
- τραβώ λάδι, αντλώ από δοχείο ή από βαρέλι: «πήρε την τρόμπα και τράβηξε λάδι απ’ το βαρέλι»·
- τσιγαρίζομαι στο λάδι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έπεσε έξω στη δουλειά του και τώρα τσιγαρίζεται στο λάδι»·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. φρ. τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο. (Λαϊκό τραγούδι: και τεφτέρι και μολύβι τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση για εσφαλμένους λογαριασμούς, ιδίως στην περίπτωση εσφαλμένης μοιρασιάς, που γίνεται από δόλο: «εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, γιατί δε γίνεται τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο»·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που προσπαθεί να μας εξαπατήσει, ιδίως σε κάποιο λογαριασμό ή σε κάποια μοιρασιά, όταν είναι ολοφάνερο πώς πρέπει να γίνει ο λογαριασμός ή η μοιρασιά·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, το υπονοούμενο στη φρ. είναι η ερωτική πράξη, γιατί το λάδι θεωρείται ελιξίριο ή δυναμωτικό·
- χάνει λάδια, πάσχει διανοητικά: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον άνθρωπο, γιατί χάνει λάδια». Από την εικόνα της μηχανής που, όταν χάνει λάδια, δουλεύει προβληματικά·
- χοντρό λάδι, παχύρρευστο λιπαντικό μηχανής: «χρησιμοποιώ για τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου την τάδε μάρκα, που είναι χοντρό λάδι»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά.  

γάμος

γάμος, ο, ουσ. [<αρχ. γάμος], ο γάμος. 1. η έγγαμη ζωή, ο έγγαμος βίος, η συμβίωση του παντρεμένου ζευγαριού: «πώς τα πας με το γάμο σου;». 2. (στη γλώσσα της αργκό) σπουδαία δουλειά, σοβαρή υπόθεση: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί μου ’τυχε ένας γάμος». Από το ότι είναι υποχρεωμένος να παρευρίσκεται ο οικείος του ζευγαριού, όταν τον προσκαλέσουν, στο γάμο τους. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- αδαμάντινοι γάμοι! η εξηκοστή επέτειος του γάμου: «αύριο γιορτάζουν τους αδαμάντινους γάμους τους»·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- ανοιχτός γάμος, που γίνεται με πολλούς καλεσμένους και συνήθως ακολουθεί δεξίωση: «όνειρο του ήταν να κάνει ανοιχτό γάμο στην κόρη του»·
- αργυροί γάμοι, η εικοστή πέμπτη επέτειος του γάμου: «τον άλλο μήνα θα γιορτάσουν τους αργυρούς γάμους τους»·
- αφήνω το γάμο και πάω για πουρνάρια ή αφήνω το γάμο και πάω στα πουρνάρια, αφήνω σοβαρές και ουσιαστικές υποθέσεις και ασχολούμαι με άλλες επουσιώδεις ή χωρίς καθόλου σημασία·
- βαράω στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- βαράω στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- βαριά η καλογερική μ’ ασήκωτος ο γάμος, βλ. λ. καλογερική·
- βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. ηλικία·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, τίποτα δεν μπορεί να πετύχει κανείς, αν δεν ακολουθήσει την τυπική, την ενδεδειγμένη, τη νόμιμη διαδικασία: «για να στήσουμε αυτή τη δουλειά, πρέπει να ’χουμε πίσω μας μια τράπεζα, γιατί γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε». Από το ότι ο λαός αναγνωρίζει και αποδέχεται τον κυρίαρχο ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας και στην κοινωνική του ζωή·
- δεν είναι ο γάμος καρπούζι ή ο γάμος δεν είναι καρπούζι, πρέπει κανείς να διαλέγει με προσοχή το σύντροφο της ζωής του, γιατί, σε περίπτωση άστοχης εκλογής, δεν είναι όπως το καρπούζι, που, αν κατά τον έλεγχο της ποιότητάς του δε βγει καλό, μπορεί κανείς να το αφήσει με ευκολία και να διαλέξει κάποιο άλλο ή, εντέλει, αν το αγοράσει και βγει σκάρτο, μπορεί με ευκολία να το πετάξει, πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο να διώξεις το ταίρι σου, αν κάνεις γάμο·
- δένομαι με τα δεσμά του γάμου (και για τα δυο φύλα) παντρεύομαι: «την προηγούμενη Κυριακή δέθηκαν με τα δεσμά του γάμου»·
- δίνω υπόσχεση γάμου, (ιδίως για άντρα) υπόσχομαι πως θα παντρευτώ τη γυναίκα με την οποία έχω δεσμό ή τη γυναίκα που μου προξενεύουν: «πήγε στους γονείς της κι έδωσε υπόσχεση γάμου || του γνώρισαν μια μεγαλοκοπέλα, αλλά, επειδή ήταν πλούσια, έδωσε υπόσχεση γάμου»·
- έγινε της αλεπούς ο γάμος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. έγινε της μαϊμούς ο γάμος·
- έγινε της μαϊμούς ο γάμος, (στη νεοαργκό) α. επικράτησε μεγάλη αναστάτωση, σύγχυση, φασαρία, έγινε μεγάλος και άγριος καβγάς: «πιάστηκαν οι δυο παρέες για τα ηλίθια τα πολιτικά κι έγινε της μαϊμούς ο γάμος». β. επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «στο πάρτι που έκανε ο τάδε για τη γιορτή του, έγινε της μαϊμούς ο γάμος». Από το ότι, όπου παρουσιάζεται μια μαϊμού, ή θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση ή πολύ γέλιο με τα καμώματά της·
- έγινε του Κουτρούλη ο γάμος, βλ. λ. Κουτρούλης·
- είμαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. ηλικία·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, βλ. λ. νύφη·
- έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν), (και για τα δυο φύλα) παντρεύομαι: «μετά από πολυετή ερωτικό δεσμό, ήρθαν επιτέλους εις γάμου κοινωνία»·
- έρχομαι σε ηλικία γάμου, βλ. λ. ηλικία·
- ευλογώ το γάμο, (για ιερωμένους) τελώ το μυστήριο του γάμου: «το γάμο τους ευλόγησε ο μητροπολίτης»·
- θρησκευτικός γάμος, που γίνεται στην εκκλησία σύμφωνα με το τυπικό της χριστιανικής θρησκείας: «διέλυσε τον αρραβώνα της, γιατί ο αρραβωνιαστικός της δεν ήθελε να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο»·
- και στο γάμο σας! ευχή σε αρραβωνιασμένος ή σε ελεύθερο ζευγάρι να παντρευτούν·
- και στο γάμο σου! ευχή σε άγαμο νέο να παντρευτεί·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. φρ. πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου·
- κάνω πλούσιο γάμο, (και για τα δυο φύλα) παντρεύομαι πλούσιο ταίρι: «τ’ όνειρο του είναι να κάνει πλούσιο γάμο να σωθεί»·
- κλειστός γάμος, που γίνεται με λίγους καλεσμένους, ιδίως σε στενό οικογενειακό κύκλο: «επειδή πρόσφατα πέθανε ο πατέρας του γαμπρού, έκαναν κλειστό γάμο»·
- λευκός γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου το ζευγάρι δεν ήρθε σε σαρκική επαφή: «μπορεί να ήταν ένα χρόνο παντρεμένη, αλλά είναι ακόμη παρθένα, γιατί ο γάμος της αποδείχτηκε λευκός γάμος»·
- λύνω το γάμο μου, τον διαλύω, χωρίζω με τον (την) σύζυγό μου: «είδαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν άλλο μαζί, γι’ αυτό έλυσαν το γάμο τους», δηλαδή έλυσαν τα δεσμά του γάμου τους με τα οποία ήταν δεμένοι·
- νεκρός γάμος, λέγεται στην περίπτωση που το παντρεμένο ζευγάρι ζει χώρια, χωρίς όμως να έχει πάρει και το τυπικό διαζύγιο: «είναι είκοσι χρόνια παντρεμένοι, αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν νεκρό γάμο»·
- ο γάμος είναι λαχείο, η πετυχημένη εκλογή του συντρόφου της ζωής είναι και θέμα τύχης: «δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος όταν παντρεύεσαι, γιατί ο γάμος είναι λαχείο». Πρβλ.: είναι λαχνός η παντρειά και δεν ξέρεις τι θα πέσει το κορίτσι που θα πάρεις, το κορίτσι που σ’ αρέσει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη, η κάθε κατάσταση θέλει και την ανάλογη αντιμετώπιση: «πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πώς θ’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και να μην κάνουμε αψυχολόγητες ενέργειες, γιατί ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη»·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, λέγεται στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε πολλά προβλήματα, αντίξοες συνθήκες και κοντά σε αυτά εμφανίζεται νέο μεγάλο πρόβλημα, που κάνει τα πράγματα δυσκολότερα·
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, βλ. λ. χαρά·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά όταν ο άστοχος ή δυσάρεστος λόγος κάποιου ή οι συνεχείς γκάφες του, μας δημιουργούν δυσάρεστες καταστάσεις ή προβλήματα: «αντί να πει συλλυπητήρια στη μάνα του νεκρού, της είπε και του χρόνου ο βλάκας. -Πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου»·
- πάω για γάμο, με απασχολεί σοβαρά το θέμα του γάμου, σκοπεύω να παντρευτώ: «όπως ήρθαν τα πράγματα, πάω για γάμο, γιατί η κοπέλα με την οποία έχω δεσμό έμεινε έγκυος και δε θέλουμε να το ρίξουμε»·
- πολιτικός γάμος, που γίνεται στο δημαρχείο της πόλης με ληξιαρχική πράξη: «ήθελαν να κάνουν τους προοδευτικούς, γι’ αυτό παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο»· 
- ρίχνω στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- ρίχνω στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, μην εκφέρεις ποτέ γνώμη σε κάποιον που σε ρωτάει αν πρέπει να παντρευτεί ή με ποιο μέσο να ταξιδέψει, γιατί, σε περίπτωση αποτυχίας του ή δυστυχήματός του, θα θεωρείσαι κι εσύ υπεύθυνος·
- στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, βλ. λ. νύφη·
- της κάνω πρόταση γάμου, προτείνω στη γυναίκα με την οποία συνδέομαι ή γνωρίζω να την παντρευτώ: «επειδή έχουμε τρία χρόνια δεσμό και δεν πάει άλλο, σκέφτομαι να της κάνω πρόταση γάμου»·
- τον ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, βλ. λ. ακάλεστος·
- χρυσοί γάμοι, η πεντηκοστή επέτειος του γάμου: «την άλλη βδομάδα θα γιορτάσουν τους χρυσούς γάμους τους»·
- χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, βλ. λ. γαμπρός.

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

γκαστρωμένη

γκαστρωμένη, ουσ. [θηλ. του επίθ. γκαστρωμένος], η έγκυος γυναίκα ή άλλο θηλυκό: «μόλις βλέπει κάποια γκαστρωμένη στο λεωφορείο, σηκώνεται αμέσως και της παραχωρεί τη θέση του || πάλι γκαστρωμένη είναι η σκυλίτσα μας». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπαγλαμάδες του μπουφέ είναι μαλαματένιοι· και του Τσιτσάνη η γκόμενα μας ήρθε γκαστρωμένη
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, λέγεται, γιατί κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης της γυναίκας, παρατηρείται αυξημένη ερωτική διάθεση. Από το ότι το φαγητό φάβα, θέλει πολύ λάδι.

κιούπι

κιούπι, το, ουσ. [<τουρκ. küp]. 1. μικρό πιθάρι: «ο παππούς μας έστειλε απ’ το χωριό ένα κιούπι με ελιές». 2. (ειρωνικά) άνθρωπος κοντός και χοντρός: «άνοιξε το βήμα σου, ρε κιούπι, γιατί νυχτωθήκαμε!»·
- κιούπι με λάδι ή κιούπι με μέλι, δηλώνει μεγάλη αφθονία υλικών αγαθών και γενικά την υλική απόλαυση, την καλοπέραση: «έπεσε στο κιούπι με λάδι μ’ αυτό το γάμο που έκανε κι άντε τώρα να μας πει μια καλημέρα! || πού χάθηκες τόσον καιρό και σε ψάχναμε, βρήκαμε κιούπι με μέλι και την περάσαμε πασάς στα Γιάννενα;».

πέτρα

πέτρα, η, ουσ. [<αρχ. πέτρα], η πέτρα. 1. ο πολύτιμος λίθος, το πετράδι: «της αγόρασε ένα δαχτυλίδι, που είχε απάνω του μια πέτρα να!». 2. πετρώδης σχηματισμός, που δημιουργείται στον οργανισμό, ιδίως στα νεφρά, στη χολή ή στα δόντια: «έχει πέτρα στα νεφρά || θα κάνει εγχείρηση, γιατί έχει πέτρα στη χολή || πήγε στον οδοντογιατρό του για να του καθαρίσει την πέτρα απ’ τα δόντια». 3. καθετί που είναι σκληρό σαν πέτρα: «το ψωμί έγινε πέτρα και δεν τρώγεται». 4. η τσακμακόπετρα: «τέλειωσε η πέτρα και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσακμάκι μου». 5. (στη γλώσσα της αργό) τα καταναγκαστικά έργα: «άμα περάσεις απ’ την πέτρα, δεν την ξεχνάς ποτέ». Υποκορ. πετρούλα κ. πετρίτσα, η κ. πετραδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- αλέθω πέτρες, βλ. φρ. το στομάχι μου αλέθει και πέτρες·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, α. εκμεταλλεύεται στο έπακρο και την παραμικρή ευκαιρία, αποκομίζει κέρδος και από κει που κανείς δεν το περιμένει: «είναι τόσο καπάτσος άνθρωπος, που βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». β. είναι πάρα πολύ δυνατός: «δεν τολμάει κανείς να τα βάλει μαζί του, γιατί βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει με μεγάλη δύναμη μια πέτρα μέσα στη χούφτα του (και βγαίνει λάδι, όπως όταν συνθλίβεται μια ελιά)·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. φρ. δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καταστράφηκαν, ισοπεδώθηκαν τα πάντα: «τ’ αεροπλάνα βομβάρδιζαν κατά κύματα την πόλη, ώσπου στο τέλος δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Το ίδιο και για καιρικά ή άλλα φαινόμενα: «απ’ όπου πέρασε ο τυφώνας, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα || ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Πρβλ.: κάψτε τα όλα μη μείνει τίποτα, πέτρα στην πέτρα όλα διαλύστε τα (Λαϊκό τραγούδι)·   
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έκλαιγαν κι οι πέτρες ή έκλαψαν κι οι πέτρες, εκτυλίσσονταν, εκτυλίχθηκαν τόσο σπαρακτικές σκηνές, που έκλαιγαν, έκλαψαν οι πάντες: «τη στιγμή που ήταν να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο, έπεσε ο γιος με σπαρακτικές φωνές πάνω στο νεκρό κι έκλαψαν κι οι πέτρες»·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βρίσκομαι σε τόσο δεινή οικονομική ή ψυχολογική θέση, που σκέφτομαι να αυτοκτονήσω: «είμαι σε τόσο απελπιστική κατάσταση, που θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα, συμπάθα με που δε σε σιγοντάρω, μ’ απ’ όλα αυτά που πάθαμε μου ’ρχεται να φουντάρω, να βάλω πέτρα στο λαιμό και μια και δυο στον ποταμό).Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το και θα φουντάρω ή με το και θα φουντάρω στη θάλασσα. Από το ότι, συνήθως παλιότερα, πολλοί αυτόχειρες έδεναν μια πέτρα στο λαιμό τους και έπεφταν στη θάλασσα·
- θα πάρω πέτρα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, σκληρά: «κάτσε καλά, γιατί θα πάρω πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα
- θα σηκωθούν κι οι πέτρες, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα υπάρξει καθολική αντίδραση: «αν το δικαστήριό σας καταδικάσει αυτόν τον αθώο άνθρωπο, θα σηκωθούν κι οι πέτρες»·
- κάνω πέτρα την καρδιά ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φαίνομαι ψύχραιμος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έκανε την καρδιά του πέτρα για να μη δείχνει τον πόνο του στους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: ήσουνα ξελογιασμένη και με άλλονε μπλεγμένη· τώρα κλαις· δε σε λυπάμαι, ούτε σε πονώ· την καρδιά μου θα την κάνω πέτρα, σαν βουνό
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, βλ. λ. πηγάδι·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, χώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις, είναι παντού αναμεμειγμένος: «είναι σε όλους γνωστός, γιατί, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: όποια πέτρα να σηκώσεις, θα ’μαι από κάτω. Όποια πόρτα κι αν κλειδώσεις μέσα θα με βρεις
- πέτρα πέτρα ή πέτρα την πέτρα, βλ. συνηθέστ. πετραδάκι πετραδάκι, λ. πετραδάκι·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, α. αρνητική έκφραση για άτομο που δε στεριώνει, που δε ριζώνει σε καμιά δουλειά, σε καμιά θέση εργασίας: «αν μου πεις και για τον τάδε, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, γιατί έχει πάει μέχρι σήμερα σ’ ένα σωρό δουλειές κι ύστερα από λίγο ή φεύγει ή τον διώχνουν». Από την εικόνα της πέτρας που, επειδή βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο σημείο, η βάση της καλύπτεται από διάφορους μύκητες, που εκλαμβάνονται ως μαλλί. β. το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «το μικρό μου το γιο δε τον φοβάμαι καθόλου, γιατί είναι ζωντανό κι αεικίνητο παιδί και, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει». Συνών. τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει·
- πέτρα του σκανδάλου, αιτία που προκαλεί σκάνδαλο ή φιλονικία: «δεν ξέρει κανείς γιατί μάλωσαν, αλλά όλοι υποπτεύονται πως πέτρα του σκανδάλου υπήρξε μια γυναίκα»·
- πετώ την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) ή ρίχνω πέτρα (πίσω μου), φεύγω από ένα μέρος ή από έναν τόπο με την απόφαση να μην ξαναγυρίσω ποτέ πίσω: «επειδή ήταν φτωχός κι όλοι τον κορόιδευαν στο χωριό, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και πήγε στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- ρίχνω την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- σηκώθηκαν κι οι πέτρες, υπήρξε καθολική αντίδραση: «μόλις μαθεύτηκε πως κι ο υπουργός ήταν μπλεγμένος στο ροζ σκάνδαλο, σηκώθηκαν κι οι πέτρες»·
- σκάει η πέτρα, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «τις περισσότερες χρονιές τον Ιούλιο μήνα στον τόπο μας σκάει η πέτρα». Συνών. σκάει ο τζίτζικας·
- στις πέτρες να φυτρώνει! (για ποτά, ιδίως τσίπουρα, ούζα, κρασιά) ευχή που ανταλλάσσουν οι πότες τη στιγμή που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, με την έννοια να υπάρχει άφθονο ποτό, να το βρίσκει κανείς παντού·
- στύβω την πέτρα, είμαι πάρα πολύ δυνατός, είμαι χειροδύναμος: «όταν ήμουν στα νιάτα μου, έστυβα την πέτρα»·
- Συμπληγάδες Πέτρες, κάθε επικίνδυνη ή προβληματική κατάσταση, την οποία δύσκολα μπορεί να αποφύγει ή να ξεπεράσει κανείς με επιτυχία: «οι Συμπληγάδες Πέτρες της παγκοσμιοποίησης || οι Συμπληγάδες Πέτρες του κυπριακού προβλήματος». Αναφορά στους δυο μυθικούς βράχους, που ανοιγόκλειναν, συνθλίβοντας τα καράβια που επιχειρούσαν να περάσουν ανάμεσά τους, γνωστοί από την Αργοναυτική εκστρατεία· 
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, πρόκειται για άνθρωπο που είναι δυνατός και έξυπνος, που έχει μεγάλες ικανότητες: «όλοι θέλουν να τον έχουν στην παρέα τους γιατί, είναι άνθρωπος που την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει»·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πια σε όλους γνωστό: «μπορώ να σου πω πώς ακριβώς έγινε η δουλειά, γιατί το ξέρουν κι οι πέτρες»·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, έγινε σκληρό, ψυχρό και ανέκφραστο: «μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα»·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. λ. στομάχι·
- τον βρήκε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον έβαλαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό), βλ. φρ. τον έριξαν στην  πέτρα·
- τον έριξαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε καταναγκαστικά έργα: «δεν μπόρεσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του και τον έριξαν πέντε χρόνια στην πέτρα». Η ποινή αυτή επιβαλλόταν σε παλιότερες εποχές. Σήμερα, κατάλοιπο ίσως της προηγούμενης ποινής, είναι η κοινωνική προσφορά που προσφέρει για ένα χρονικό διάστημα ο καταδικασθείς, τόσο, όσο όρισε ως ποινή ο δικαστής για ελαφρά βεβαίως αδικήματα, κυρίως νέων·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, είναι πολύ γνωστός, είναι πασίγνωστος: «αυτόν που μου λες, τον ξέρουν κι οι πέτρες»·
- τον πήραν με τις πέτρες, α. (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) αντέδρασαν επιθετικά, τον γιουχάισαν άγρια, τον προπηλάκισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, όσοι ήταν μαζεμένοι, τον πήραν με τις πέτρες»· βλ. και φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό. β. (γενικά) τον κυνήγησαν με άγριες διαθέσεις, τον πετροβόλησαν: «μόλις αντιλήφθηκε ο κόσμος ποιος ήταν ο παιδεραστής, τον πήραν με τις πέτρες». Ίσως από αφορμή της καταδίκης σε θάνατο δια λιθοβολισμού, σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο·
- τον πέτυχε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), α. τον έτυχε, τον πέτυχε, τον χτύπησε, ιδίως στο κεφάλι: «μόλις έβγαλε το κεφάλι απ’ τη γωνιά να δει τι γίνεται, τον πήρε η πέτρα». β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι βλαμμένος, που παρουσιάζει κάποια βλάβη στο μυαλό, που είναι αργόστροφος: «δεν φταίει ο καημένος, φταίει που τον πήρε η πέτρα, όταν ήταν μικρός»·
- τον πήρε η πέρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον σιχαίνονται κι οι πέτρες, με τις πράξεις του και γενικά με τη συμπεριφορά του προκαλεί υπερβολική απέχθεια στους άλλους: «δεν τον θέλει κανένας στην παρέα μας, γιατί με τα καμώματά του τον σιχαίνονται κι οι πέτρες».