Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κήτος
κήτος, το, ουσ. [<αρχ. κῆτος (= το χάσμα, το ευρύ άνοιγμα)], το κήτος· άνθρωπος υπερβολικά μεγαλόσωμος, υπερβολικά χοντρός, ιδίως γυναίκα: «συνόδευε ένα κήτος, που δε χωρούσε να περάσει απ’ την πόρτα».
κήτος, το, ουσ. [<αρχ. κῆτος (= το χάσμα, το ευρύ άνοιγμα)], το κήτος· άνθρωπος υπερβολικά μεγαλόσωμος, υπερβολικά χοντρός, ιδίως γυναίκα: «συνόδευε ένα κήτος, που δε χωρούσε να περάσει απ’ την πόρτα».