Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κύκλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κύκλος, ο, ουσ. [<αρχ. κύκλος], ο κύκλος. 1. ομάδα ατόμων με συχνές επαφές, γιατί συνδέονται φιλικά ή γιατί έχουν κοινά ενδιαφέροντα ή επιδιώξεις: «αθλητικοί κύκλοι || καλλιτεχνικοί κύκλοι || πολιτικοί κύκλοι || οι κύκλοι του χρηματιστηρίου». 2. η παρέα: «ο κύκλος μου αποτελείται από λαϊκά παιδιά». 3. στον πλ. οι κύκλοι, μελανά σημάδια κάτω από τα μάτια, που σχηματίζονται συνήθως από κούραση, ξενύχτι ή μεθύσι: «όλη τη νύχτα μπεκρόπινε και το πρωί που ξύπνησε είχε μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια του». Υποκορ. κυκλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 14 φρ.)· 
- βάζω στον κύκλο μου (κάποιον), βάζω στην παρέα μου κάποιον, τον κάνω μέλος της: «επειδή ήταν καλό παιδί, τον έβαλα στον κύκλο μου»·
- έκανε τον κύκλο του, βλ. συνηθέστ. έκλεισε τον κύκλο του·
- έκλεισε τον κύκλο του, (για πρόσωπα ή μηχανήματα) πραγματοποίησε στο έπακρο το σκοπό της ύπαρξής του ή της κατασκευής του και αποσύρθηκε ή αχρηστεύτηκε: «ως γιατρός έκλεισε τον κύκλο του στα εξήντα πέντε του χρόνια με επιτυχία και βγήκε στη σύνταξη || έχω το ίδιο αυτοκίνητο επί είκοσι χρόνια κι επειδή έκλεισε τον κύκλο του θα το πάω για απόσυρση»·
- έχει μεγάλο κύκλο, συναναστρέφεται συστηματικά με πολλά και σημαντικά πρόσωπα διάφορων τάξεων και ειδικοτήτων: «ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει είναι ο τάδε, γιατί έχει μεγάλο κύκλο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γνωριμιών·
- έχει καλό κύκλο, συναναστρέφεται συστηματικά με σημαντικά, με αξιόλογα πρόσωπα: «επιδιώκω να κάνω παρέα με τον τάδε, γιατί έχει καλό κύκλο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γνωριμιών·
- κάνω κύκλο ή κάνω τον κύκλο, κινούμαι κυκλικά, κάνω κυκλική διαδρομή γύρω από ένα σημείο για να φτάσω τελικά μέχρις αυτό, κάνοντας μεγαλύτερη διαδρομή από την κανονική: «επειδή, καθώς ερχόμουν, έπεσα πάνω σε μια φοιτητική διαδήλωση, έκανα τον κύκλο όλης της περιοχής για να ’ρθω στο σπίτι σου»·
- κάνω κύκλους, πραγματοποιώ συνεχώς κυκλικές διαδρομές γύρω από ένα σημείο ή γύρω από κάτι, κινούμαι συνεχώς κυκλικά γύρω από ένα σημείο ή γύρω από κάτι: «μια ώρα κάνω κύκλους ολόκληρο το τετράγωνο για να βρω θέση να παρκάρω τ’ αυτοκίνητό μου». (Λαϊκό τραγούδι: φτάνει φτάνει φτάνει, η ζωή μου κύκλους κάνει
- κλειστός κύκλος, μικρή ομάδα ατόμων ή παρέα με κοινά ενδιαφέροντα ή επιδιώξεις που δύσκολα δέχεται κάποιο νέο μέλος: «επικρατεί λανθασμένα η γνώμη πως οι συγγραφείς αποτελούν κλειστό κύκλο»·
- κύκλος αίματος, διαδοχικές αιματηρές ενέργειες δυο ατόμων ή δυο ομάδων, που έχουν σχέση με την αρχική αιτία: «η μια βεντέτα απαντιέται με άλλη βεντέτα και ο κύκλος αίματος δε λέει να κλείσει»·
- μη μου τους κύκλους τάραττε! α. έκφραση με την οποία αντιδρά κάποιος, όταν τον ενοχλούμε σε στιγμή που βρίσκεται πολύ απασχολημένος με κάποιο θέμα ή κάποια εργασία. Η φρ. αποδίδεται στον Αρχιμίδη, λίγο πριν πέσει νεκρός από το σπαθί του Ρωμαίου στρατιώτη, που εισέβαλε στην έπαυλή του μετά την άλωση των Συρακουσών. β. (ειρωνικά) έκφραση με την οποία αντιδρά κάποιος, όταν τον ενοχλούμε σε στιγμή που βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση της φρ. προτάσσεται το α·
- ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών, βλ. λ. ευκαιρία·
- σε στενό οικογενειακό κύκλο, μόνο οι στενοί συγγενείς: «ο γάμος έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο || η κηδεία έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο»·
- τον έφαγε ο κύκλος του, τον κατέστρεψε η παρέα του, αυτοί με τους οποίους συναναστρεφόταν: «αυτός ήταν πολύ καλό παιδί, αλλά τον έφαγε ο κύκλος του που δεν ήταν της προκοπής»·
- φαύλος κύκλος, αδιέξοδη κατάσταση που επαναλαμβάνεται χωρίς να μπορεί να βρεθεί λύση: «στις δημόσιες υπηρεσίες επικρατεί φαύλος κύκλος, γιατί ο ένας υπάλληλος σε στέλνει στον άλλον κι αυτός με τη σειρά του σε ξαποστέλνει σ’ έναν άλλον, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να τελειώσεις τη δουλειά σου».        

ευκαιρία

ευκαιρία, η, ουσ. [<αρχ. εὐκαιρία], η ευκαιρία. 1. περίπτωση ή κατάσταση ευνοϊκή, σύμφωνη, κατάλληλη με τις επιθυμίες μου και τις επιδιώξεις μου: «στη ζωή του ανθρώπου δεν παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες για να προκόψει». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) σίγουρη περίπτωση επιτυχίας τέρματος: «σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δε μας παρουσιάστηκε ούτε μια ευκαιρία || δυο ευκαιρίες μας παρουσιάστηκαν, αλλά και τις δυο φορές δε μπορέσαμε να βγάλουμε γκολ»· βλ. και λ. κελεπούρι. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αδράχνω την ευκαιρία, βλ. φρ. αρπάζω την ευκαιρία·
- αρπάζω την ευκαιρία, δεν αφήνω την ευκαιρία που μου παρουσιάζεται να περάσει ανεκμετάλλευτη: «μόλις έμαθε πως ζητούσαν υπάλληλο, άδραξε την ευκαιρία». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- αρπάζω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- βρίσκω (την) ευκαιρία, βρίσκω την ευνοϊκή περίσταση, την κατάλληλη στιγμή: «ήταν πολύ χαρούμενος κι έτσι βρήκα την ευκαιρία και του ζήτησα δανεικά»·
- δοθείσης ευκαιρίας, βλ. φρ. με την ευκαιρία·
- έχω ευκαιρία, έχω διαθέσιμο χρόνο, ευκαιρώ: «όταν έχω ευκαιρία, ασχολούμαι με τον κήπο του σπιτιού μου»·
- η ευκαιρία πήγε στα σκουπίδια, πέρασε εντελώς ανεκμετάλλευτη, χάθηκε: «του ’τυχε μια περίπτωση, που θα μπορούσε να τον βοηθήσει στη δουλειά του, αλλά δεν την κατάλαβε έγκαιρα κι έτσι η ευκαιρία πήγε στα σκουπίδια»·
- κάνω ευκαιρία, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δημιουργώ κατάλληλες συνθήκες για σίγουρη επιτυχία τέρματος: «ο τάδε παίχτης έκανε τρεις ευκαιρίες, από τις οποίες προήλθαν και τα δυο γκολ που πετύχαμε»·
- με την ευκαιρία, με την ευνοϊκή περίσταση, με την κατάλληλη στιγμή που δημιουργήθηκε, που παρουσιάστηκε παρεμπιπτόντως: «με την ευκαιρία, θέλω να σου πω και τα εξής»·
- με την πρώτη ευκαιρία, με την πρώτη ευνοϊκή περίσταση, με την πρώτη κατάλληλη στιγμή που παρουσιάστηκε ή που θα παρουσιαστεί: «με την πρώτη ευκαιρία του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια || με την πρώτη ευκαιρία θα σε ξοφλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: εκδηλώθηκες, εκδηλώθηκες, με την πρώτη ευκαιρία σε έναν άλλο δόθηκες
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, δεν μπόρεσα ή δεν πρόλαβα να την εκμεταλλευτώ, να την αξιοποιήσω, την έχασα άδικα: «θα μπορούσα να κάνω χρυσές δουλειές μ’ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- να η ευκαιρία! τηλεοπτικός διαγωνισμός ταλέντων, ιδίως στο τραγούδι: «αυτός ο τραγουδιστής βγήκε απ’ το να η ευκαιρία!»·
- ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών, λέγεται στην περίπτωση αλλεπάλληλων χαμένων ευκαιριών: «το εργοστάσιο δεν πήγαινε καλά, αλλά και μετά την ανάληψη της διεύθυνσης από νέο πρόσωπο ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών συνεχίστηκε»·
- πέταξε την ευκαιρία στα σκουπίδια, δεν εκμεταλλεύτηκε, δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε και την έχασε αδικαιολόγητα: «μια φορά του ’τυχε κι αυτού του ανθρώπου μια καλή γυναίκα για να κάνει οικογένεια, αλλά πέταξε την ευκαιρία στα σκουπίδια, γιατί τριγυρνούσε συνέχεια με τις σουρλουλούδες»·
- σε πρώτη ευκαιρία, βλ. φρ. με την πρώτη ευκαιρία·
- σε τιμή ευκαιρίας, εμπόρευμα που για διάφορους λόγους πουλιέται σε τιμή πολύ κατώτερη από την πραγματική: «το βρήκα σε τιμή ευκαιρίας και τ’ αγόρασα χωρίς πολλή σκέψη»·
- χάνω ευκαιρίες με το τσουβάλι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αδυνατώ επανειλημμένα να επιτύχω σίγουρο τέρμα: «οι φίλαθλοι ήταν έξω φρενών μαζί του, γιατί στο τελευταίο παιχνίδι έχασε ευκαιρίες με το τσουβάλι»·
- χάνω την ευκαιρία, α. δεν επωφελούμαι από κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή κατάσταση: «σήμερα έλειπα απ’ τη δουλειά κι έχασα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά το μεγάλο αφεντικό που επισκέφθηκε το εργοστάσιο». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αδυνατώ να επιτύχω σίγουρο τέρμα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε άδειο τέρμα κι έχασε την ευκαιρία, γιατί γλίστρησε κι έπεσε κάτω»·
- χρυσή ευκαιρία, α. ευνοϊκή περίσταση που σπάνια παρουσιάζεται για να πετύχει κανείς κάτι: «του παρουσιάστηκε χρυσή ευκαιρία να γίνει γενικός αντιπρόσωπος στην Ελλάδα μιας μεγάλης ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την άρπαξε απ’ τα μαλλιά». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) σπάνια περίσταση για την επίτευξη τέρματος: «ο τερματοφύλακας έλειπε απ’ τη θέση του και του παρουσιάστηκε χρυσή ευκαιρία να βγάλει γκολ».