Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κύβος
κύβος,
ο, ουσ.
[<αρχ. κύβος], ο κύβος·
- στον
κύβο, λέγεται για να δηλωθεί κάποια ιδιότητα ενός ατόμου, ιδίως κακή, σε
πολύ μεγάλο βαθμό: «είναι βλάκας στον κύβο || είναι μαλάκας στον κύβο». Από τη
μαθηματική ορολογία.