Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόστος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κόστος, το, στον πλ. μόνο στην ονομαστ. κόστα, τα, ουσ. [<κοστίζω, υποχωρητ.], το κόστος. 1. (για προϊόντα ή υπηρεσίες) η αγοραστική αξία, η τιμή κατανάλωσης: «είναι υψηλό το κόστος αυτού του εμπορεύματος, γι’ αυτό δε με συμφέρει». 2. η πραγματική αξία που έχει ένα εμπόρευμα προτού επιβαρυνθεί, με το εμπορικό κέρδος: «μόνο που σκέφτομαι πόσο είναι το κόστος τους και πόσο τα πουλάει, μου ’ρχεται τρέλα με την αδιαντροπιά αυτού του ανθρώπου!». 3. η οικονομική επιβάρυνση: «κι εμένα μ’ αρέσουν τα ακριβά αυτοκίνητα, αλλά είναι μεγάλο το κόστος για να έχω τέτοιο χόμπι || τα νέα μέτρα θα προκαλέσουν μεγάλο κόστος στους μικρομεσαίους». 4. οι συνέπειες που μπορεί να έχει μια πράξη σε βάρος μας: «αυτό που έκανες θα έχει κόστος στη βαθμολογική σου εξέλιξη»·
- κόστος ζωής, οι δαπάνες που απαιτούνται για τα απαραίτητα είδη διαβίωσης ή για τις απαραίτητες υπηρεσίες, που προσφέρονται από το κράτος: «όσο περνούν τα χρόνια ανεβαίνει το κόστος ζωής»·
- πολιτικό κόστος, οι δυσμενείς συνέπειες, που εισπράττει μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα, ως τίμημα για απόφαση που δυσαρεστεί τους ψηφοφόρους, άσχετα αν η απόφαση αυτή είναι ορθή ή όχι: «η κυβέρνηση φοβάται το μεγάλο πολιτικό κόστος και δεν καταργεί τη δημοσιοϋπαλληλική μονιμότητα»·
- σε τιμή κόστους, βλ. φρ. στο κόστος· 
- στο κόστος, πώληση εμπορεύματος χωρίς το εμπορικό κέρδος: «πουλάει στο κόστος, γιατί έχει μεγάλη αναδουλειά || αυτό το κουστούμι το αγόρασα στο κόστος».