Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόπρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κόπρος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κοπρίτης], ο μεγάλος κοπρίτης (βλ. λ.). Δεν έχει σχέση με την αρχ.  λ. κόπρος (= μεγάλη βρομιά).