Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόπρος
κόπρος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κοπρίτης], ο μεγάλος κοπρίτης (βλ. λ.). Δεν έχει σχέση με την αρχ. λ. κόπρος (= μεγάλη βρομιά).
κόπρος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κοπρίτης], ο μεγάλος κοπρίτης (βλ. λ.). Δεν έχει σχέση με την αρχ. λ. κόπρος (= μεγάλη βρομιά).