Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόμματος
κόμματος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κομμάτι], γυναίκα πολύ όμορφη, ψηλή, εύσωμη και με εντυπωσιακές καμπύλες: «η αδερφή του τάδε είναι πολύ κόμματος».
κόμματος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κομμάτι], γυναίκα πολύ όμορφη, ψηλή, εύσωμη και με εντυπωσιακές καμπύλες: «η αδερφή του τάδε είναι πολύ κόμματος».