Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόλλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κόλλα, η, ουσ. [<ιταλ. colla <αρχ. κόλλα], η κόλλα· φύλλο χαρτιού: «δώσε μου μια κόλλα να γράψω κάτι που θέλω»·
- δίνω άσπρη κόλλα βλ. συνηθέστ. δίνω λευκή κόλλα·
- δίνω λευκή κόλλα, (για διαγωνιζόμενους μαθητές, σπουδαστές) δε γράφω τίποτα στο μάθημα στο οποίο διαγωνίζομαι: «δε διάβασα καθόλου τα θέματα που έβαλαν κι αναγκάστηκα να δώσω λευκή κόλλα»·
- θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον μπλέξουμε με τα δικαστήρια και πως θα ταλαιπωρηθεί πολύ μέχρι να ξεμπλέξει: «αν εξακολουθήσεις να δημιουργείς προβλήματα στην πολυκατοικία μας, θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί κι άντε ύστερα να ξεμπερδέψεις». Από το ότι στα δικαστήρια χρονίζουν οι υποθέσεις και αυτός ο οποίος είναι μπλεγμένος, ταλαιπωρείται για πολύ καιρό·
- πάρε κόλλα και γράφε, είναι δύσκολη η κατάσταση, είναι περίπου χαμένη η υπόθεση: «όπως τα ’κανες τα πράγματα, πάρε κόλλα και γράφε». Από την εικόνα του ατόμου που προαισθάνεται το τέλος του και γράφει σε μια κόλλα χαρτί τη διαθήκη του·
- τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, τον έμπλεξαν σε μια υπόθεση, ιδίως δικαστική, που σίγουρα θα τη χάσει και θα πληρώσει, θα τιμωρηθεί: «πήγε και μάλωσε με τους μπάτσους κι αυτοί τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί κι ακόμα τραβιέται»·
- τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, τον ξεγέλασε, τον εξαπάτησε: «του μιλούσε συνέχεια για επιχειρήσεις, ώσπου τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί και του ’φαγε τα λεφτά».