Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κυβέρνηση
κυβέρνηση,
η, ουσ.
[<αρχ. κυβέρνησις <κυβερνῶ], η κυβέρνηση· η διοίκηση, η διαχείριση: «άμα
δεν έχει καλή κυβέρνηση μια επιχείρηση, γρήγορα πέφτει έξω»·
- έπεσε
η κυβέρνηση, έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής, έχασε την αυτοδυναμία της,
ανατράπηκε: «μόλις ανεξαρτητοποιήθηκαν δυο βουλευτές, έπεσε η κυβέρνηση».
(Λαϊκό τραγούδι: οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει)·
- με
καμιά κυβέρνηση, κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «με καμιά κυβέρνηση δε θα τον
βοηθήσω, γιατί είναι παλιάνθρωπος»·
- ρίχνω
την κυβέρνηση, αποσύρω την εμπιστοσύνη που της παρείχα και την ανατρέπω: «η
ανεξαρτητοποίηση δυο βουλευτών έριξαν την κυβέρνηση».