κτενίζω
κτενίζω, ρ., βλ. λ. χτενίζω.
χτενίζω
χτενίζω κ.
κτενίζω, ρ. [<αρχ. κτενίζω], χτενίζω. 1. επεξεργάζομαι από την
αρχή κάποιο κείμενο, ιδίως λογοτεχνικό, για να διορθώσω τυχόν συντακτικά λάθη
και να του δώσω τελειότερη μορφή: «εδώ και ένα μήνα χτενίζει ένα διήγημά του,
πριν το δώσει προς δημοσίευση». 2. (ιδίως για αστυνομικούς) ψάχνω,
ερευνώ συστηματικά μαζί με άλλους κάποιο χώρο για την εντόπιση κάποιου: «οι
αστυνομικοί χτένισαν όλους τους γύρω λόφους για τον εντοπισμό του δραπέτη»·
-
λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
-
τους χτενίζω με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
-
τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
-
χτενίζω τη γλώσσα ή χτενίζω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά
κείμενα)βλ. λ. γλώσσα.