Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κτίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κτίζω, ρ., βλ. λ. χτίζω.

χτίζω

χτίζω κ. κτίζω, ρ. [<μσν. χτίζω <αρχ. κτίζω], χτίζω. 1. ασχολούμαι, εργάζομαι συστηματικά για να δημιουργήσω κάτι: «με γυμναστική χτίζουμε γερά κορμιά». 2. δημιουργώ, ιδρύω, φτιάχνω: «μονάχος του έχτισε μια γιγάντια οικονομική αυτοκρατορία». 3. συμβάλλω, συμμετέχω σε κάποια δημιουργία, σε κάποια ανάπτυξη, σε κάποια σχέση: «με αμοιβαίο σεβασμό κι αλληλοκατανόηση έχτισαν μια ζηλευτή οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: έχω έναν καφενέ στου λιμανιού την άκρη, τον έχτισε το δάκρυ αυτών που μένουνε και περιμένουνε). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- αυτός τα ’χτισε αυτά, (ενν. τα μπαρ, τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, τα μπουζουκτσίδικα) λέγεται για άτομο που ξόδεψε πάρα πολλά λεφτά για τη νυχτερινή του διασκέδαση: «όλα τα μαγαζιά της νύχτας τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί αυτός τα ’χτισε αυτά»·
- εγώ σ’ έχτισα φούρνε μου, εγώ θα σε χαλάσω, βλ. λ. φούρνος·
- ευχή γονέων χτίζει παλάτια, βλ. λ. ευχή·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, βλ. λ. λόγος·
- πριν (προτού) χτιστεί η Ακρόπολη, βλ. λ. Ακρόπολη·
- χτίζω κάστρα στην άμμο, βλ. λ. άμμος·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- χτίζω όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- χτίζω πύργους στην άμμο, βλ. λ. άμμος·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- χτίζω στην άμμο, λ. λ. άμμος·
- χτίζω στον αέρα, βλ. λ. αέρας.