Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κριθάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κριθάρι, το, ουσ. [<μτγν. κριθάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κριθή], το κριθάρι·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, λέγεται για εκείνους τους εμπόρους, που, ενώ τα εμπορεύματα που πουλάνε φαίνονται πως είναι καλής ποιότητας, στην πραγματικότητα δεν είναι: «δεν αγοράζω ξανά απ’ αυτόν τον έμπορα, γιατί δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι». Από το ότι το κριθάρι χρησιμοποιείται και ως διατροφή των ζώων·
- δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «θέλησε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε ότι δεν τρώω κριθάρι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, είναι φορές που ενεργούμε όπως πρέπει, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που περιμένουμε: «ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν προχώρησε η δουλειά. Έσπειρε στάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, δεν είναι για να τρελαίνεσαι;»·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- τρώει κριθάρι, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει κριθάρι, μια ζωή θα τον ξεγελούν». Από το ότι το κριθάρι, εκτός των άλλων, αποτελεί και βασική τροφή πολλών οικιακών ζώων. Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.

άλογο

άλογο, το, ουσ. [<μτγν. ἄλογον, ουσ. του επιθ. ἄλογος], το άλογο. 1. πιόνι του σκακιού που έχει τη μορφή αλόγου: «το άλογο είναι αξιόλογο πιόνι στο σκάκι». 2. ο ίππος ως μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών, ιδίως των αυτοκινήτων: «πόσα άλογα είναι η μηχανή σου;». 3. στον πληθ. τα άλογα και τα αλόγατα, ο ιππόδρομος: «όσα λεφτά βγάζει τα χάνει στ’ άλογα». (Λαϊκό τραγούδι: μολόγα τα, μολόγα τα, τα φράγκα μοιρολόγα τα, τι γίνανε μολόγα τα, χορτάρι για τ’ αλόγατα). Υποκορ. αλογάκι και αλογατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άλογο κλάνει, δε δίνει κανείς σημασία σε αυτά που λέω ή που λέγονται, υπάρχει τέλεια αδιαφορία: «μια ώρα σου μιλώ κι εσύ, άλογο κλάνει»·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- άλογο που δεν εκαβαλίκεψες, ποτέ μην το κατηγορήσεις, ποτέ μην κατηγορήσεις άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν τον γνωρίσεις, μην κατηγορείς κάποιον βασιζόμενος σε ξένες κατηγορίες ή πληροφορίες: «να αρνείσαι να εκφέρεις αρνητική γνώμη για άνθρωπο που δεν ξέρεις, γιατί, άλογο που δεν εκαβαλίκεψες., ποτέ μην κατηγορήσεις»·  
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! βλ. λ. Τούρκος·
- για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
- γίνομαι άλογο, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι για να φέρω σε πέρας κάτι: «τον τελευταίο καιρό έγινα άλογο για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου». Αναφορά στο άλογο ως υποζύγιο·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, εντείνουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις μας, τις υπάρχουσες δυνατότητές μας και δεν πειραματιζόμαστε με νέους τρόπους για να ξεπεράσουμε τη δυσκολία: «πρέπει να ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει με τα εφόδια που έχουμε, γιατί δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, κι όταν ξεπεράσουμε την κρίση, βλέπουμε τι θα κάνουμε για το μέλλον»·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- είναι κουτσό άλογο, είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι κουτσό άλογο». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα). Από το ότι ένα άλογο που κουτσαίνει δεν μπορεί ποτέ να έρθει πρώτο στις ιπποδρομίες·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, ο παράλογος, ο ξέφρενος ενθουσιασμός μας οδηγεί πολλές φορές σε επικίνδυνες ή ακραίες ενέργειες: «πρέπει να μάθεις να συγκρατιέσαι και να ελέγχεις τον εαυτό σου στις μεγάλες χαρές, γιατί ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι»·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- και πράσιν’ άλογα, ανοησίες, βλακείες, πράγματα απίθανα, παράλογα, τερατολογίες: «για τι επιχειρήσεις και πράσιν’ άλογα μου λες, εδώ να φάμε δεν έχουμε». Από το πράσιν’, που δεν αναφέρεται σε χρώμα, αλλά που παρετυμολογεί το ομόηχο πράσσειν, απαρέμφ. του αρχ. ρ. πράττω κ. πράσσω + ἄλογα (= παράλογα), αυτός δηλ. που πράττει παράλογα. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·   
- παίζει στ’ άλογα, είναι παίχτης του ιππόδρομου: «δεν του μένει δραχμή, γιατί παίζει στ’ άλογα»·
- πίνει σαν δυο άλογα, πίνει πάρα πολύ, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορείς να τον παραβγείς στο πιοτό, γιατί πίνει σαν δυο άλογα»·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. φρ. ταΐζει τ’ αλογάκια, λ. αλογάκι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, ο εργατικός άνθρωπος έχει και τα ανάλογα κέρδη από την εργασία του: «αυτός δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί, το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του»·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω άλογο, α. τον κάνω ό,τι θέλω, τον υποτάσσω, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του καβαλάρη, που έχει απόλυτη εξουσία στο άλογό του. β. τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μαζί της, τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του χωρικού που φορτώνει υπερβολικά το άλογό του ή το χρησιμοποιεί σε πολλές σκληρές εργασίες.

κουτόχορτο

κουτόχορτο, το, ουσ. [<κουτός + χόρτο], υποθετικό χόρτο που όποιος το τρώει θεωρείται πως γίνεται κουτός· (ειρωνικά) το χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: φύγε από με, κουτόχορτο, χάσου κι εσύ τσιμπούκι, ν’ ανοίξω τα ματάκια μου από το μαστουρλούκι
- δε μασάω κουτόχορτο ή δε μασάμε κουτόχορτο, βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «νόμιζε πως μπορούσε να με τουμπάρει, αλλά δεν ήξερε ο βλάκας πως δεν τρώω κουτόχορτο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο / δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια / δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα / δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες / δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι / δεν τρώω κανναβούρι ή δεν τρώμε κανναβούρι / δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά / δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα / δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι / δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα / δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα / δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι / δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια / δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα / δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα / δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα / δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθι / δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα / δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια / δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια / δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό / δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια / δεν τρώω χάπια ή δεν τρώμε χάπια / δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια / δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο·
- μασάει κουτόχορτο, βλ. συνηθέστ. τρώει κουτόχορτο·
- τον ταΐζω κουτόχορτο, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «έχει βρει έναν λεφτά και κάθε τόσο τον ταΐζει κουτόχορτο και του τα μασάει»·
- του δίνω κουτόχορτο, βλ. συνηθέστ. τον ταΐζω κουτόχορτο·
- τρώει κουτόχορτο, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «ο καθένας μπορεί να τον τουμπάρει, γιατί τρώει κουτόχορτο». Συνών. τρώει άχυρα ή τρώει άχυρο / τρώει βαλανίδια / τρώει βλίτα / τρώει βρούβες / τρώει καλαμπόκι / τρώει κανναβούρι / τρώει κουκιά / τρώει κούμαρα / τρώει κριθάρι / τρώει λάχανα / τρώει λαχανόφυλλα / τρώει λουλάκι / τρώει μαρούλια / τρώει μαρουλόφυλλα / τρώει μούσμουλα / τρώει ξυλοκέρατα / τρώει παραμύθι / τρώει πίτουρα / τρώει πριονίδια / τρώει ροκανίδια / τρώει σανό / τρώει φουντούκια / τρώει χάπια / τρώει χαρούπια / τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο.