Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κρεβάτι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κρεβάτι, το, ουσ. [<μτγν. κραβάτιον, υποκορ. του ουσ. κράβατος <λατιν. grabatus], το κρεβάτι. 1. κλίνη ξενοδοχείου ή νοσοκομείου ως μονάδα στέγασης ή περίθαλψης: «αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι σε κανένα ξενοδοχείο || πολλοί ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι στα ράντζα, γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι στο νοσοκομείο». 2. η σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «για να ευχαριστηθεί κρεβάτι, πρέπει η γυναίκα να του τα δίνει όλα». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν καταλήξουν όπως πάντα στο κρεβάτι). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αναστέναξε το κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο ζευγάρι επιδόθηκε σε άγριο έρωτα, που είχε μάλιστα και διάρκεια: «είχαν τέτοια κέφια κι οι δυο τους, που, όταν κλείστηκαν στην γκαρσονιέρα τους, αναστέναξε το κρεβάτι». Υποκορ. κρεβατάκι, το. Μεγεθ. κρεβατάρα, η·
- βάζω στο κρεβάτι (κάποιον), τον βάζω να κοιμηθεί: «η μητέρα έβαλε στο κρεβάτι το παιδί της, γιατί είχε περάσει η ώρα»·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα·
- δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, δε σηκώνομαι, μένω συνέχεια ξαπλωμένος: «κάθε Κυριακή, μέχρι το μεσημέρι, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι,κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι
- διπλό κρεβάτι, όπου μπορούν να κοιμηθούν δυο άτομα: «το ζεύγος αγόρασε για την κρεβατοκάμαρα ένα διπλό κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω μείνει αμανάτι πάνω στο διπλό κρεβάτι
- δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- είμαι στο κρεβάτι, είμαι άρρωστος, είμαι κατάκοιτος: «όσο καιρό ήμουν στο κρεβάτι, δεν ήρθε κανένας να με δει»·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, λέγεται ιδίως για γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, πολύ πλαδαρή: «δεν πάει κανένας άντρας μαζί της, επειδή, όπως βλέπεις κι εσύ, είναι ένα κρεβάτι κρέας»·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνω καλό κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι με τέχνη, είμαι γνώστης των μυστικών του έρωτα: «η τάδε κάνει καλό κρεβάτι»·
- κάνω κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι: «χτες βράδυ έκανα κρεβάτι με την τάδε»·
- κάνω το κρεβάτι μου, βλ. φρ. στρώνω το κρεβάτι μου·
- κρεβάτι εκστρατείας, φορητό πτυσσόμενο κρεβάτι: «στην κατασκήνωση κοιμόμασταν σε κρεβάτια εκστρατείας»·
- με ρίχνει στο κρεβάτι (ενν. κάποια ασθένεια), με προσβάλλει σοβαρά, ώστε αναγκάζομαι να μείνω κλινήρης: «άρπαξα τέτοια γρίπη, που μ’ έριξε στο κρεβάτι»·
- μένω στο κρεβάτι, μένω κλινήρης λόγω αδιαθεσίας ή ασθένειας: «σήμερα δεν ένιωθα καλά κι έμεινα στο κρεβάτι»·
- μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
- μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, α. μόλις ξύπνησα: «αχ, μη μου βάζεις δύσκολα, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο. β. μόλις έχει αποκατασταθεί η υγεία μου: «νιώθω μια αδυναμία, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι»·  
- μονό κρεβάτι, όπου μπορεί να κοιμηθεί ένα άτομο: «άφησε το ζευγάρι να κοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός κοιμήθηκε σ’ ένα μονό κρεβάτι»·
- μπαίνω στο κρεβάτι, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο κρεβάτι·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, αρρωσταίνω σοβαρά και μένω κλινήρης: «έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι, γιατί άρπαξε γερή πούντα»· βλ. και φρ. πέφτω στο κρεβάτι·
- πέφτω στο κρεβάτι, ξαπλώνω να κοιμηθώ: «μην κάνετε φασαρία, γιατί ο παππούς έπεσε στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι·
- πουτάνες στα κρεβάτια σας! βλ. λ. πουτάνα·
- σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, α. ξυπνώ: «κάθε πρωί στις επτά σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να πάω στη δουλειά μου || τι ώρα σηκώνεσαι το πρωί απ’ το κρεβάτι;». β. αποκατασταίνεται η υγεία μου: «ήταν άρρωστος, αλλ’ απ’ ό,τι ξέρω προχτές σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι»·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα· 
- στριφογυρίζω στο κρεβάτι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες: «όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι»·
- στρώνω κρεβάτι, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω δουλειά που θα μου αποφέρει κέρδη χωρίς ιδιαίτερο κόπο, κοιτάζω πώς θα βγάλω λεφτά χωρίς να κουραστώ: «ετοιμάζω τώρα μια κομπίνα, που, αν κάτσει, στρώνω κρεβάτι για μια ζωή κι εξαφανίζομαι απ’ την πιάτσα». Αναφορά στο έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η μελλόνυμφη προσκαλεί συγγενείς και φίλους στο τελετουργικό στρώσιμο του γαμήλιου κρεβατιού, μέρος του οποίου είναι και το χρύσωμα ή ασήμωμα, δηλ. το πέταγμα χρημάτων επάνω σε αυτό, ως βοήθημα για τον πρώτο καιρό του ζευγαριού·
- στρώνω το κρεβάτι μου, α. τακτοποιώ το κρεβάτι μου μετά από τον ύπνο: «κάθε πρωί, πριν φύγω απ’ το σπίτι, στρώνω το κρεβάτι μου». β. ετοιμάζω το κρεβάτι μου για να κοιμηθώ: «δεν πας να στρώσεις το κρεβάτι, ρε μάνα, γιατί άρχισα να κουτουλώ;». (Λαϊκό τραγούδι: θλιμμένο δειλινό με κάνεις και πονώ. Πού είναι η αγάπη μου να στρώσει το κρεβάτι μου γλυκά να κοιμηθώ
- τη ρίχνω στο κρεβάτι, (για γυναίκες) κάνω έρωτα μαζί της, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μέχρι τώρα έριξα την τάδε πέντε φορές στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στο κρεβάτι·
- την πάω στο κρεβάτι, (για γυναίκες), βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω στο κρεβάτι·
- το κρεβάτι του πόνου, λέγεται στην περίπτωση που ο ασθενής ταλαιπωρείται από επώδυνη αρρώστια: «τρεις μήνες βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου χτυπημένος από την κακιά, ώσπου πέθανε κι ησύχασε ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: μες το κρεβάτι αυτό του πόνου το Χάρο να ’ρθει παρακαλώ, να με γλιτώσει, γλυκιά μου μάνα, απ’ το μαρτύριο τούτο το κρυφό
- τον ρίχνω στο κρεβάτι, (για ασθένειες) τον αρρωσταίνω, τον υποχρεώνω να μείνει κλινήρης: «η γρίπη τον έριξε στο κρεβάτι»·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.

αλάτι

αλάτι κ. άλας, το, ουσ. [<μτγν. ἁλάτιον, υποκορ. του  αρχ. ἅλας], το αλάτι. 1. οτιδήποτε είναι ακριβό, πολύτιμο, ζωτικό: «ο έρωτας είναι το αλάτι της ζωής». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μια από τις ονομασίες της ηρωίνης. Από το ό,τι η ηρωίνη έχει το άσπρο χρώμα του αλατιού, αλλά και από το ότι είναι πολύτιμη, ζωτική για την επιβίωση του χρήστη, όπως το αλάτι για τον άνθρωπο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βάζω αλάτι, βλ. συνηθέστ. βάζω αλατοπίπερο, λ. αλατοπίπερο·
- δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι, βλ. λ. παστουρμάς·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, βλ. λ. μέλι·
- είναι φαγητό χωρίς αλάτι, λέγεται για παράλειψη που γενικά παίζει αρνητικό ρόλο σε μια εικόνα: «γυναίκα χωρίς στήθος είναι φαγητό χωρίς αλάτι». Από το ότι το ανάλατο φαγητό είναι άνοστο·
- έμεινα στήλη άλατος, βλ. λ. στήλη·
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- νερό κι αλάτι! (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε) βλ. λ. νερό·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, οι κακές συνέπειες από άστοχη ενέργειά μας μπορεί να εκδηλωθούν μακροπρόθεσμα ή από εκεί που δεν το περιμένουμε: «δεν μπορεί να με κάνει τίποτα, γιατί έχω πάρει όλα τα μέτρα μου. -Πρόσεχε, και μην είσαι τόσο σίγουρος, γιατί όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι»·
- ρίχνω αλάτι, υποτιθέμενη ενέργεια με μαγικές ιδιότητες, που γίνεται με τρόπο, κρυφά, και αναγκάζει κάποιον επισκέπτη μας που μας έγινε βαρετός από την πολύωρη παρουσία του να σηκωθεί να φύγει: «επειδή τον είχα δυο ώρες στο γραφείο μου, έριξα αλάτι μήπως σηκωθεί και φύγει»·
- ρίχνω αλάτι σε παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- σπέρνει αλάτι, χάνει τον καιρό του, ματαιοπονεί: «ό,τι και να κάνει, να του πεις πως σπέρνει αλάτι, γιατί χωρίς λεφτά δεν μπορεί να ξεκινήσει καμιά δουλειά»·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- το άλας της γης, χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι που είναι μοναδικό, πολύτιμο, σημαντικό: «η δημοκρατία είναι το άλας της γης || το αγαπάτε αλλήλους είναι το άλας της γης». Από την επί του Όρους Ομιλία. Πρβλ. ὑμεῖς ἐστε τό ἅλας τῆς γῆς, (Ματθ. δ΄ 13)·     
- τον κάνω τ’ αλατιού, α. τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «μόλις πέταξε κάποιο υπονοούμενο για την αδερφή του, τον έπιασε και τον έκανε τ’ αλατιού». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού).β. τον αποστομώνω με χειροπιαστά παραδείγματα ή αποδείξεις: «έλεγε ό,τι ήθελε, όταν όμως του έδειξα την υπογραφή του, τον έκανα τ’ αλατιού»·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, το υπονοούμενο είναι η ερωτική πράξη. Από το ότι το αλάτι, καθώς ανεβάζει την πίεση, υποβοηθάει τη στύση. Παλαιότερα, όταν η αγελάδα βρισκόταν σε περίοδο γονιμότητας, της έδιναν να φάει αλάτι για να έχει αυξημένη επιθυμία για βάτεμα.

θάρρος

θάρρος, το, ουσ. [<αρχ. θάρρος], το θάρρος. 1. η γενναιότητα, η τόλμη: «ο στρατός μας αντιμετώπισε με θάρρος όλες τις επιθέσεις του εχθρού». 2. η αυτοπεποίθηση: «του λείπει το θάρρος, γι’ αυτό δεν προβάλλει τις ικανότητές του». 3. η οικειότητα: «μπορεί να είναι τώρα μεγάλος και τρανός, αλλά έχω θάρρος μαζί του, γιατί μεγαλώσαμε μαζί από μικρά παιδιά». 4. το κουράγιο, η ελπίδα, η εγκαρτέρηση: «δεν έχασε το θάρρος του ούτε λεπτό και κατάφερε να βγει απ’ το αδιέξοδο που βρισκόταν». 5. ως επιφών. θάρρος! (προτρεπτικά) δείξε γενναιότητα, κουράγιο: «θάρρος, αγόρι μου! Μπόρα είναι και θα περάσει». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- δίνω θάρρος (σε κάποιον), βλ. φρ. του δίνω θάρρος. (Λαϊκό τραγούδι: δεν τον φοβίζουν τα κελιά, δεν τον τρομάζει ο χάρος, μονάχα στη μανούλα του ζητάει να δώσουν θάρρος
- δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε με οικειότητα σε ανάγωγους ανθρώπους ή σε ανθρώπους που δε γνωρίζουμε το χαρακτήρα τους, γιατί υπάρχει περίπτωση να μας γίνουν πολύ ενοχλητικοί, πολύ φορτικοί·
- έχω το θάρρος της γνώμης μου, εκφράζω θαρραλέα τις απόψεις μου, έστω και αν ενοχλούν κάποιον ή κάποιους: «σε πολύ σοβαρά ζητήματα έχω το θάρρος της γνώμης μου και δε φοβάμαι κανέναν»·
- παίρνω θάρρος, α. αποκτώ οικειότητα: «τώρα που πήρε θάρρος, άντε να δούμε πώς θα τον ξεφορτωθείς». β. ενθαρρύνομαι, αποκτώ αυτοπεποίθηση, κουράγιο, γενναιότητα, ξεπερνώ το φόβο μου: «με τα λόγια που του είπα, πήρε θάρρος και συνέχισε τις προσπάθειες του». (Λαϊκό τραγούδι: αφού δε μπορείς να νιώσεις τη δική μου την ψυχή, πάρε θάρρος να μου δώσεις τη χαριστική βολή
- παίρνω το θάρρος, αποφασίζω για κάτι, τολμώ να κάνω κάτι: «επειδή είστε φίλος του πατέρα μου, παίρνω το θάρρος να σας εκθέσω το πρόβλημά μου»·
- παραπαίρνω θάρρος, αποκτώ υπερβολική οικειότητα, πράγμα που ενοχλεί: «κάθισε φρόνιμα, γιατί παραπήρες θάρρος και θα σου τις βρέξω»·
- σαν πολύ θάρρος πήρες! ή σαν πολύ θάρρος δεν πήρες; βλ. φρ. σαν πολύ θάρρος σε δώσαμε(!)·
- σαν πολύ θάρρος σε δώσαμε! ή σαν πολύ θάρρος δε σε δώσαμε; απειλητική έκφραση με την οποία θέλουμε να επαναφέρουμε στην τάξη κάποιον, που μας συμπεριφέρεται με οικειότητα που ξεπερνάει τα όρια·
- του δίνω θάρρος, α. τον ενθαρρύνω: «στις δύσκολες στιγμές του ήμουν πάντα δίπλα του και του ’δινα θάρρος». β. του συμπεριφέρομαι με οικειότητα: «μη του δίνεις πολύ θάρρος, γιατί θα ’ρθει στιγμή που θα σε καβαλικέψει»·
- του πήρα το θάρρος, του συμπεριφέρθηκα με τέτοιο τρόπο, που έχασε την τόλμη του απέναντί μου, τον έκανα να με φοβάται: «απ’ την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, τον αγρίεψα αμέσως κι έτσι του πήρα το θάρρος»·
- χάνω το θάρρος μου, χάνω την τόλμη, τη γενναιότητά, την αποφασιστικότητά μου σε κάποια δύσκολη περίσταση ή κατάσταση: «μου ’ρθαν πολλές αναποδιές στη ζωή, αλλά ευτυχώς δεν έχασα το θάρρος μου και σιγά σιγά τα τακτοποίησα όλα».

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

νεκρός

νεκρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. νεκρός], νεκρός. 1. που είναι χωρίς ζωντάνια, χωρίς ενεργητικότητα, ο άψυχος: «κουνήσου, ρε παιδάκι μου, και μη στέκεσαι σαν νεκρός!». 2. που είναι παροπλισμένος, που δεν χρησιμοποιείται: «όλες οι συμβουλές που τους έδινε έμειναν νεκρές». 3. που δεν είναι δημιουργικός, που δεν έχει τη δύναμη ή τη δυνατότητα να ενεργήσει: «του αλλάξανε πόστο και είναι νεκρός έξι μήνες σ’ ένα γραφείο της επαρχίας». 4. (για μηχανήματα) που δεν έχει κίνηση, που δε βρίσκεται σε λειτουργία: «η μηχανή τ’ αυτοκινήτου έκανε κάνα δυο τρία τσαφ τσουφ κι έμεινε νεκρή». 5α. το αρσ. ως ουσ. ο νεκρός, και το θηλ. ως ουσ. η νεκρή, που είναι πεθαμένος, πεθαμένη: «όλοι ήθελαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό».. β. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που έχασε όλα τα χρήματά του στα χαρτιά ή σε άλλο τυχερό παιχνίδι: «επειδή το πρωί ήταν νεκρός του ’δωσα λεφτά για να πάει με ταξί στο σπίτι του». 6. το θηλ. ως ουσ. η νεκρή και η νεκρά, ταχύτητα αυτοκινήτου σε νεκρό σημείο, σε σημείο που δε δίνει κίνηση στη μηχανή: «πρώτα βάλε νεκρή κι ύστερα βάλε μπρος τη μηχανή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- ανασταίνει και νεκρούς! βλ. φρ. και νεκρούς ανασταίνει(!)·
- βγάζουν το νεκρό, βλ. συνηθέστ. σηκώνουν το νεκρό·
- είμαι νεκρός, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος: «μη μου ζητάς ούτε ευρώ, γιατί είμαι νεκρός»·
- είναι νεκρό, (για τηλέφωνα) είναι κομμένο από τον Ο.Τ.Ε. ή είναι αποσυνδεδεμένο: «θέλησα να τηλεφωνήσω, αλλά αυτό ήταν νεκρό»·
- ζωντανός νεκρός, βλ. λ. ζωντανός·
- και νεκρούς ανασταίνει! έκφραση με την οποία επιτείνει κάποιος την απολαυστική αίσθηση που νιώθει, ιδίως όταν καταναλώνει κάποιο ποτό ή στη θέα πολύ προκλητικής και αισθησιακής γυναίκας: «αυτό το κρασί και νεκρούς ανασταίνει! || πώς μπορείς να μην κολαστείς, όταν βλέπεις αυτή τη γυναικάρα, αφού και νεκρούς ανασταίνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακόμα·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- νεκρές γλώσσες, βλ. λ. γλώσσα·
- νεκρή εποχή, βλ. λ. εποχή·
- νεκρή περίοδος, βλ. λ. περίοδος·
- νεκρό γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- νεκρό σημείο, βλ. λ. σημείο·
- νεκρός γάμος, βλ. λ. γάμος·
- προσκλητήριο νεκρών, βλ. λ. προσκλητήριο·
- σε νεκρό χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- σηκώνουν το νεκρό, τον μεταφέρουν από το σπίτι του ή από την εκκλησία να τον θάψουν στο νεκροταφείο: «τη στιγμή που σήκωναν το νεκρό, η γυναίκα του λιποθύμησε στα χέρια των συγγενών της»·
- στολίζουν το νεκρό, περιποιούνται οι οικείοι του το νεκρό στο φέρετρό του: «μέσα στο δωμάτιο η μάνα μαζί με τα παιδιά της στολίζουν το νεκρό». Πρβλ.: και πριν χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί, τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή, πήρε η Τουρκιά ανάσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- το βασίλειο των νεκρών, βλ. λ. βασίλειο·
- το τηλέφωνο είναι νεκρό, βλ. λ. τηλέφωνο·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, έκφραση που δηλώνει πως κανείς δε γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, πως πολλές φορές άλλον περιμένουμε να πεθάνει και άλλος πεθαίνει.

παίρνω

παίρνω, ρ. [<μσν. παίρνω <ἐπαίρνω <αρχ. ἐπαίρω], παίρνω. 1. (και για τα δυο φύλα), παντρεύομαι: «πήρε μια πάρα πολύ καλή κοπέλα». (Δημοτικό τραγούδι: δεν την παίρνω, θα την πάρεις, άλλα λόγια λέτε βρε παιδιά, τι καμώματα είναι τούτα, με το ζόρι παντρειά). 2. αισθάνομαι, δοκιμάζω: «πήρα τέτοια χαρά, που δε θα την ξεχάσω ποτέ! || πήρα τέτοιο φόβο, που ακόμα τρέμω!». 3. αγοράζω: «πήρα καινούριο αυτοκίνητο || πήρα καινούρια τηλεόραση || πήρα δυο κιλά ντομάτες». (Νησιώτικο τραγούδι: πόσο πουλιέται το φιλί στη Δύση, στην Ανατολή; Της παντρεμένης τέσσερα, της χήρας δεκατέσσερα, της λεύτερης το πιο γλυκό το παίρνεις με το χωρατό).4. τρώω ή πίνω: «πήρα μόνο ένα μεζεδάκι, γιατί ήμουν χορτάτος || όσο σε περίμενα να ’ρθεις, πήρα δυο ουισκάκια». 5. νικώ κάποιον αντίπαλο σε πάλη: «παλέψαμε και τον πήρα μέσα σε δυο λεπτά». 6. νικώ, κερδίζω κάποιον αντίπαλο σε κάποιο παιχνίδι, ιδίως επιτραπέζιο (χαρτιά, τάβλι, σκάκι, κ.λπ.) ή σε κάποιο άλλο αθλητικό παιχνίδι (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, κ.λπ.): «παίξαμε μια μπιρίμπα και τον πήρα || παίξαμε τάβλι και τον πήρα || την προηγούμενη φορά που παίζαμε με την ομάδα τους, τους πήραμε πανηγυρικά». 7. (για τάβλι), βλ. συνηθέστ. μαζεύω. 8. εισπράττω, κερδίζω χρήματα από τη δουλειά μου, την εργασία μου ή από κάποιο τυχερό παιχνίδι: «εργάζομαι σ’ ένα τεχνικό γραφείο και κάθε μήνα παίρνω διακόσιες χιλιάδες καθαρά || παίζαμε πόκα και πήρα εκατό χιλιάρικα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα δεκαοχτώ χιλιάδες απ’ τον μπακαρά, να γλεντήσω με ζουρνάδες θέλω μια φορά). 9. αρπάζω, κλέβω: «μέσα στο συνωστισμό, του πήραν το πορτοφόλι χωρίς να το καταλάβει». 10. εκπορθώ, κυριεύω, κατακτώ: «οι Τούρκοι πήραν την Πόλη στις 29 Μαΐου του 1453». (Τραγούδι: βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του μ’ όλα τα φτερά, κι ένα βράδυ με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε το φουκαρά). Πρβλ.: πήραν την Πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη (Δημοτικό). 11. στο α΄ πλ. πρόσ. του αορ. πήραμε, λέγεται συνήθως επαναλαμβανόμενο ως ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας προτείνει να αγοράσουμε κάτι ή που μας προτείνει κάτι που καταφανέστατα είναι σε βάρος μας. Συνών. δώσαμε. (Ακολουθούν 940 φρ.)·     
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- απ’ την πόρτα με πήρες, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το στόμα μου το πήρες, βλ. λ. στόμα·
- αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, βλ. λ. σάρκα·
- ας τα πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- ας το πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βράδυ πήρες το δίπλωμα; βλ. λ. βράδυ·
- για ποιον με παίρνεις; βλ. λ. ποιος·
- για ποιον με πήρες; βλ. λ. ποιος·
- γιατί, φάρμακο θα πάρεις; βλ. λ. φάρμακο·
- γιατί, χάπι θα πάρεις; βλ. λ. χάπι·
- γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δε θα σε πάρω στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- δε θα τα πάρεις μαζί σου (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), λέγεται ειρωνικά σε άτομο που από τσιγκουνιά δεν απολαμβάνει τα χρήματα που κερδίζει: «γλέντα τη ζωή σου, βρε βλάκα, γιατί δε θα τα πάρεις μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες, μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά, μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν). Πολλές φορές, στον τύπο, μαζί σου θα τα πάρεις; Δε θα τα πάρεις μαζί σου, που είναι ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο·
- δε θα το πάρω κι επί πόνου, βλ. λ. πόνος·
- (δε) με παίρνει, (δε) μου είναι δυνατό, (δε) μου είναι επιτρεπτό: «δε με παίρνει να πάω σ’ αυτό το ξενοδοχείο γιατί είναι πανάκριβο || δε με παίρνει να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός που ήρθε δε σηκώνει τ’ αστεία || όταν καταλαβαίνω ότι με παίρνει να πω κι εγώ κάτι, δε χάνω την ευκαιρία»·
- δε με παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δε με παίρνει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- δε με παίρνει ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- δε με παίρνει ο χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω (το) κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. λ. νερό·
- δεν παίρνει αναβολή (κάτι), βλ. λ. αναβολή·
- δεν παίρνει (από) κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνει από λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν παίρνει από παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι·
- δεν παίρνει από συμβουλές, βλ. λ. συμβουλή·
- δεν παίρνει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν παίρνει γρήγορα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει γρήγορα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει η κόκα του, βλ. λ. κόκα2·
- δεν παίρνει κάβο, βλ. λ. κάβος·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν παίρνει με το καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν παίρνει μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- δεν παίρνει στροφές (ενν. το μυαλό του), βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις απ’ τα χείλη του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνω αναπνοή ή δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν παίρνω από αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν παίρνω γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- (δεν) παίρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- δεν παίρνω μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν παίρνω μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- δεν παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή δεν παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ.λόγος·
- δεν παίρνω φυλλωσιά, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν παίρνω χαρτωσιά, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πήρα αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν πήρα ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα λεφτά), δε δωροδοκείται, δε χρηματίζεται: «μην προσπαθήσεις να του τα χώσεις, γιατί δεν τα παίρνει»·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα γράμματα), δεν έχει ευκολία στη μάθηση: «ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει, αλλά, μια κι είδε πως δεν τα ’παιρνε, τον έβαλε να μάθει μια τέχνη»·
- δεν τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·
- δεν τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- δεν τα παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα2·
- δεν τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- δεν τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
- διαλέγετε και παίρνετε, βλ. λ. διαλέγω·
- δίνει και παίρνει, βλ. λ. δίνω·
- δίνω και παίρνω, βλ. λ. δίνω·
- δίνω παίρνω, βλ. λ. δίνω·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, βλ. λ. δρόμος·
- δώσ’ του να πάρει μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- εεε, οοο, το πήραμε, το πήραμε το ευρωπαϊκό! βλ. λ. ευρωπαϊκός·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- έλα να δεις και μην πάρεις, βλ. λ. έλα·
- έλα ύπνε και πάρε το, βλ. λ. ύπνος·
- έτσι θα πάρουμε την Πόλη; βλ. λ. Πόλη·
- ευχαριστώ, δε θα πάρω! βλ. λ. ευχαριστώ·
- ευχή γονέων πάρε και στα βουνά περπάτα, βλ. λ. ευχή·
- έχει πάρει (ενν. σασί), α. είναι ελαττωματικός στο μυαλό, είναι λειψός, βλαμμένος, φαντασιόπληκτος: «μην τον παρεξηγείς για τα καμώματά του, γιατί έχει πάρει ο άνθρωπος». β. (για αυτοκίνητα) το σασί του έχει χάσει την ευθυγράμμισή του έπειτα από τρακάρισμα και κινείται ελαττωματικά: «το ’χεις τρακάρει άσχημα τ’ αυτοκίνητο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω έχει πάρει»·
- έχει πάρει σασί ή πήρε σασί, βλ. λ. σασί·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, βλ. λ. νύφη·
- ήρθα να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
- θα πάρεις τη γλύκα! βλ. λ. γλύκα·
- θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- θα πάρεις το μεγαλόσταυρο, βλ. λ. μεγαλόσταυρος·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- θα πάρεις φόρα και θα μας (μου) τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- θα πάρω πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. λ. καπέλο·
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πώς θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!»·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- θα σε πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. γράμμα·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- θα σου πάρω τα μέτρα! βλ. λ. μέτρο·
- θα σου πάρω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου πάρω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου πάρω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα το πάρω ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- θα τον πάρει ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- θα τον (την) πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- … και πάρ’ τον κάτω, βλ. λ. κάτω·
- και να μου το χάριζαν, δε θα το ’παιρνα, βλ. λ. χαρίζω·
- και πάρε και δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του παρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- κάτι πήρε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- κι όποιον πάρει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- κι όποιον πάρει η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- κι όποιον πάρει ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- κόβω τα πάρε δώσε (με κάποιον), βλ. λ. κόβω·
- λεφτά θα πάρεις, βλ. λ. λεφτά·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μαζί σου θα τα πάρεις; (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. φρ. δε θα τα πάρεις μαζί σου·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μας πήρανε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μας πήρε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- μας τα πήρε μέχρι φράγκο ή μου τα πήρε μέχρι φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- με παίρνει; μου είναι δυνατό, επιτρεπτό να ενεργήσω με τον τρόπο που θέλω, που επιθυμώ(;): «με παίρνει να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια; || με παίρνει να πω κι εγώ δυο κουβέντες για την υπόθεση;»·
- με παίρνει για..., έχει τη γνώμη ότι είμαι…, με θεωρεί, νομίζει: «με παίρνει για χαζό και θέλει να με ξεγελάσει». (Τραγούδι: χωρίς λεφτά, χωρίς σταυρό, άλλοι με παίρνουν για μωρό κι άλλοι για δολοφόνο).Συνών. με περνάει για(…)·
- με παίρνει το παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- με παίρνουν κι εμένα τα σκάγια, βλ. λ. σκάγι·
- με παίρνουν στρατιώτη, βλ. λ. στρατιώτη·
- με παίρνουν τα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- με παίρνουν τα δάκρυα ή με παίρνει το δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- με παίρνουν τα ζουμιά, βλ. λ. ζουμί·
- με παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- με παίρνουν τα πετμέζια, βλ. λ. πετμέζι·
- με παίρνουν τα σκάγια, βλ. λ. σκάγι·
- με παίρνουν τα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- με παίρνουν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος·
- με πήραν είδηση, βλ. λ. είδηση·
- με πήραν οι σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- με πήραν πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- με πήραν τα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- με πήρε, (για χρονικό διάστημα) διέθεσα, ξόδεψα: «με πήρε δυο μήνες μέχρι να τελειώσω τη δουλειά || με πήρε ένας μήνας μέχρι να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- με πήρε από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- με πήρε από… μέχρι…, διάρκεσε κάποια προσπάθειά μου από… μέχρι…: «τον έψαχνα σ’ όλη την πόλη και για να τον βρω με πήρε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ || για να τελειώσω τη δουλειά με πήρε απ’ τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή»·     
- με πήρε για τον..., νόμισε πως ήμουν ο..., με εξέλαβε για τον...: «με είδε από μεγάλη απόσταση και με πήρε για τον τάδε»·
- με πήρε είδηση, βλ. λ. είδηση·
- με πήρε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- με πήρε η μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- με πήρε η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- με πήρε και με σήκωσε, α. ταλαιπωρήθηκα πολύ: «μπλέχτηκα με μια δουλειά, που με πήρε και με σήκωσε, μέχρι να την παραδώσω». β. με καθύβρισε κάποιος: «με τσάκωσε ο διευθυντής μου να πηγαίνω καθυστερημένος στη δουλειά και με πήρε και με σήκωσε»·
- με πήρε μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- με πήρε ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- με πήρε πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- με πήρε στο λαιμό του, βλ. λ. λαιμός·
- με πήρε το μεσημέρι, βλ. λ. μεσημέρι·
- με πήρε το ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- με το κουτάλι μου το δίνει, με τη χουλιάρα μου το παίρνει, βλ. λ.χουλιάρα·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- μήπως πήρε το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- μου παίρνει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου παίρνουν αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου παίρνουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου παίρνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου πήραν και τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια ή μου πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- μου πήραν τη φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου πήρε παρθενιά ή μου πήρε την παρθενιά ή πήρε την παρθενιά μου, βλ. λ. παρθενιά·
- μου πήρε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. λ. νους·
- μου τα παίρνει, μου αποσπά συστηματικά χρήματα: «έχω μια μικρούλα που μου τα παίρνει, αλλά χαλάλι της». (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις κόλπα ψεύτικα και λες πως με λατρεύεις, γιατί σε σακουλεύτηκα πως θες να μου τα παίρνεις
- μου τα παίρνουν, μου κερδίζουν συστηματικά τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον τελευταίο καιρό έχω γκίνια και μου τα παίρνουν, θα γυρίσει όμως το φύλλο και θα τους τα πάρω πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα ’παίρναν και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- να με πάρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να με πάρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να με πάρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να με πάρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να με πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να παρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να παρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να παρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να παρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να σε πάρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να σε πάρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να σε πάρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να σε πάρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να σε πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- να το πάρει το ποτάμι; βλ. λ. ποτάμι·
- να το πάρεις το κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- νύχτα πήρες το δίπλωμα; βλ. λ. νύχτα·
- νύχτα πήρες το πτυχίο; βλ. λ. πτυχίο·
- ο βλάχος κι αν αγίασε, σκατένια δόξα πήρε, βλ. λ. βλάχος·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, βλ. λ. αποδιαλεγούδι·
- όπως θες (θέλεις) πάρ’ το, βλ. λ. όπως·
- όπως και να το πάρει κανείς ή όπως και να το πάρεις, βλ. λ. όπως·
- όπως το πάρει κανείς, ανάλογα πως θα το αξιολογήσει κανείς: «το δικό μου τ’ αυτοκίνητο είναι πολύ καλύτερο απ’ το δικό σου. -Όπως το πάρει κανείς». Συνών. όπως το δει κανείς·
- όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, βλ. λ. όσος·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο παίρνει, βλ. λ. όσος·
- όσο παίρνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που πρέπει να εκμεταλλευτούμε αμέσως την ευκαιρία που μας δίνεται, αν θέλουμε να πετύχουμε κάτι: «κοίταξε τώρα που υπάρχει αναμπουμπούλα να κερδίσεις όσα μπορείς, γιατί σήμερα η ζωή είναι ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά και η λεχώνα στο κρεβάτι». Από το έθιμο που εξακολουθεί να υπάρχει στην ευλογημένη επαρχία, να πετούν οι συγγενείς και οι φίλοι χρήματα ή χρυσαφικά στο νυφικό κρεβάτι την παραμονή του γάμου, ή από το έθιμο να κάνουν διάφορα δώρα στη νύφη οι συγγενείς και οι φίλοι που παραβρέθηκαν στην εκκλησία κατά το μυστήριο του γάμου (χρυσαφικά, που της τα κρεμούν στο λαιμό, ή χαρτονομίσματα, που τα καρφιτσώνουν στο νυφικό της), τη στιγμή που τη χαιρετούν για να της ευχηθούν βίον ανθόσπαρτον, καθώς και στη λεχώνα, που μετά τη γέννα δε βγαίνει για σαράντα μέρες από το σπίτι της, κι έτσι πηγαίνουν οι διάφοροι συγγενείς και φίλοι να δουν αυτή και το μωρό της, προσκομίζοντας και τα απαραίτητα δώρα τους· βλ. και φρ. η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, λ. νύφη· 
- όχι δε θα πάρω ή όχι δε θα πάρουμε, βλ. λ. όχι·
- πάει να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- παίρνει αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει έκταση (κάτι), βλ. λ. έκταση·
- παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει μυαλά, βλ. λ. μυαλό·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνει στροφές το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- παίρνει τρεις κι εξήντα, βλ. λ. τρεις·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει τρελό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- παίρνει ύφος δικαστή, βλ. λ. δικαστής·
- παίρνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), βλ. λ. ώρα·
- παίρνουν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω αβίζο, βλ. λ. αβίζο·
- παίρνω άδεια ή παίρνω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω άδεια απ’ τη σημαία, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- παίρνω αμπάριζα και βγαίνω, βλ. λ. αμπάριζα·
- παίρνω αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- παίρνω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω ανάποδες (ενν. στροφές), βλ. λ. ανάποδος·
- παίρνω ανάποδες στροφές, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- παίρνω ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- παίρνω ανοιχτά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή ανοιχτά, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- παίρνω απάντηση, βλ. λ. απάντηση·
- παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω απάνω μου το βάρος ή παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω απάνω μου το ρίσκο ή παίρνω το ρίσκο απάνω μου, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω από αίσθημα, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. αίσθημα·
- παίρνω απόσταση (από κάτι), βλ. λ. απόσταση·
- παίρνω απουσία, βλ. λ. απουσία·
- παίρνω απουσίες, βλ. λ. απουσία·
- παίρνω απόφαση ή παίρνω την απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- παίρνω άριστα, βλ. λ. άριστα·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. λ. άσχημος·
- παίρνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- παίρνω βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- παίρνω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- παίρνω βίζα, βλ. λ. βίζα·
- παίρνω βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- παίρνω βράση, (ιδίως για φαγητό), βλ. λ. βράση·
- παίρνω γαλόνι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. γαλόνι·
- παίρνω γεύση, (για φαγητά) βλ. λ. γεύση·
- παίρνω γι’ αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- παίρνω γι’ αστεία ή παίρνω γι’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- παίρνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- παίρνω γύρα, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω δέκα, (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) βλ. λ. δέκα·
- παίρνω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- παίρνω δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·
- παίρνω διορία, βλ. λ. διορία·
- παίρνω δίπλα τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω δύναμη ή παίρνω δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- παίρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- παίρνω εκδίκηση, βλ. λ. εκδίκηση·
- παίρνω ελαφρά (κάτι), βλ. λ. ελαφρός·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω (ένα) μπίστο, βλ. λ. μπίστο·
- παίρνω ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- παίρνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- παίρνω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- παίρνω έτσι ή παίρνω στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- παίρνω ζαλίκα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. ζαλίκα·
- παίρνω θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- παίρνω θέση, βλ. λ. θέση·
- παίρνω ιδιαίτερα, βλ. λ. ιδιαίτερος·
- παίρνω ίσες αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω κάβο, βλ. λ. κάβος·
- παίρνω και τα ρέστα του, βλ. λ. ρέστα·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω καπάρο, βλ. λ. καπάρο·
- παίρνω κατά γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- παίρνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω κεφτέ, βλ. λ. κεφτές·
- παίρνω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- παίρνω κλειστά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή κλειστά, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω κόζι, βλ. λ. κόζι·
- παίρνω κουλούρα (κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρα·
- παίρνω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- παίρνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- παίρνω κουταλιά ή παίρνω κουταλιές, βλ. λ. κουταλιά·
- παίρνω κουτρουβάλες, βλ. λ. κουτρουβάλα·
- παίρνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω κωλοτούμπες, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- παίρνω λαφριά (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λαφρύς·
- παίρνω λαχτάρα ή παίρνω τη λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- παίρνω λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω μαθήματα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω με το μέρος μου, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- παίρνω μεζεδάκι, βλ. λ. μεζεδάκι·
- παίρνω μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- παίρνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω μηδέν, βλ. λ. μηδέν·
- παίρνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- παίρνω μια θέση, βλ. λ. θέση·
- παίρνω μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- παίρνω μια κατρακύλα, βλ. λ. κατρακύλα·
- παίρνω μια λαχτάρα! βλ. λ. λαχτάρα·
- παίρνω μια πίπα, βλ. λ. πίπα·
- παίρνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω μια τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- παίρνω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίρνω μπαξίσι, βλ. λ. μπαξίσι·
- παίρνω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- παίρνω μπόσικα (κάτι), βλ. λ. μπόσικος·
- παίρνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- παίρνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- παίρνω μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- παίρνω ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- παίρνω νόγα, βλ. λ. νόγα·
- παίρνω ντουμάνι, (για φωτιά), βλ. λ. ντουμάνι·
- παίρνω ξυστρί, βλ. λ. ξυστρί·
- παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- παίρνω παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- παίρνω παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- παίρνω παραμάζωμα, βλ. λ. παραμάζωμα·
- παίρνω παραμάζωμα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. παραμάζωμα·
- παίρνω παραμάσχαλα, βλ. λ. παραμάσχαλα·
- παίρνω παράσημο, βλ. λ. παράσημο·
- παίρνω παράτα, βλ. λ. παράτα1·
- παίρνω παρθενιά ή παίρνω την παρθενιά, βλ. λ. παρθενιά·
- παίρνω παρουσίες, βλ. λ. παρουσία·
- παίρνω παρτούζα (με κάποιον), βλ. λ. παρτούζα·
- παίρνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- παίρνω πασαπόρτι ή παίρνω το πασαπόρτι μου, βλ. λ. πασαπόρτι·
- παίρνω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
- παίρνω πεσκέσι, βλ. λ. πεσκέσι·
- παίρνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, βλ. λ. αίμα·
- παίρνω πίσω το δίκιο μου ή παίρνω το δίκιο μου πίσω, βλ. λ. δίκιο·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- παίρνω πόζα, βλ. λ. πόζα·
- παίρνω πόντους, βλ. λ. πόντος·
- παίρνω πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- παίρνω πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- παίρνω πρωτιά ή παίρνω την πρωτιά, βλ. λ. πρωτιά·
- παίρνω ραπόρτο, βλ. λ. ραπόρτο·
- παίρνω ροδέλα, βλ. λ. ροδέλα·
- παίρνω ρότα, βλ. λ. ρότα·
- παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- παίρνω σειρά, βλ. λ. σειρά·
- παίρνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- παίρνω σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- παίρνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- παίρνω σκούπα (κάτι), βλ. λ. σκούπα·
- παίρνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- παίρνω σουτάρισμα, βλ. λ. σουτάρισμα·
- παίρνω στ’ αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- παίρνω στ’ αστεία ή παίρνω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- παίρνω στα γιούχα ή παίρνω στο γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- παίρνω στα μπαγάζια μου, βλ. λ. μπαγάζια·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- παίρνω στη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- παίρνω στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- παίρνω στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- παίρνω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- παίρνω στο μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- παίρνω (στο) σερί, βλ. λ. σερί·
- παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- παίρνω στο τηλέφωνο (ακολουθεί όνομα η υπηρεσία), βλ. λ. τηλέφωνο·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω στροφές, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω στροφή ή παίρνω τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω σύνταξη, βλ. λ. σύνταξη·
- παίρνω συχωροχάρτι, βλ. λ. συχωροχάρτι·
- παίρνω τ’ απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- παίρνω τ’ άρματα, βλ. λ. άρμα·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), βλ. λ. όνομα·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- παίρνω τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω τα βουνά και τα λαγκάδια, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- παίρνω τα ηνία, βλ. λ. ηνία·
- παίρνω τα κατσάβραχα, βλ. λ. κατσάβραχα·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω τα μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω τα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, βλ. λ. μούτρο·
- παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. λ. μπογαλάκι·
- παίρνω τα μπόσικα, βλ. λ. μπόσικος·
- παίρνω τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- παίρνω τα πάνω μου, βλ. λ. πάνω·
- παίρνω τα πατήματα του πατέρα μου, βλ. λ. πάτημα·
- παίρνω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τα πρωτεία, βλ. λ. πρωτεία·
- παίρνω τα σοκάκια, βλ. λ. σοκάκι·
- παίρνω τα συμπράγκαλά μου και φεύγω, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- παίρνω τα χαμπέρια (μου), βλ. λ. χαμπέρι·
- παίρνω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- παίρνω τη βαλίτσα μου (και φεύγω), βλ. λ. βαλίτσα·
- παίρνω τη βάση, (για σπουδαστές), βλ. λ. βάση·
- παίρνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τη βούρτσα, βλ. λ. βούρτσα·
- παίρνω τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- παίρνω τη δόση μου, βλ. λ. δόση·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη θέση (κάποιου), βλ. λ. θέση·
- παίρνω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- παίρνω τη μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- παίρνω τη μάχη, βλ. λ. μάχη·
- παίρνω τη νίκη, βλ. λ. νίκη·
- παίρνω τη ρεβάνς, βλ. λ. ρεβάνς·
- παίρνω τη σκυτάλη, βλ. λ. σκυτάλη·
- παίρνω τη στροφή ανοιχτά ή παίρνω ανοιχτά τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω τη στροφή κλειστά ή παίρνω κλειστά τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω τηλέφωνο (από κάποιον), βλ. λ. τηλέφωνο·
- παίρνω την άδεια, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω την αφρόκρεμα. βλ. λ. αφρόκρεμα·
- παίρνω την καρδιά του (της), βλ. λ. καρδιά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω την κατηφόρα, βλ. λ. κατηφόρα·
- παίρνω την κατηφοριά, βλ. λ. κατηφοριά·
- παίρνω την κατιούσα, βλ. λ. κατιούσα·
- παίρνω την κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω την κόντρα μου ή παίρνω τις κόντρες μου, βλ. λ. κόντρα·
- παίρνω (την) κούρσα, βλ. λ. κούρσα·
- παίρνω την κουταλιά μου ή παίρνω τις κουταλιές μου, βλ. λ. κουταλιά·
- παίρνω την κρυάδα (μου), βλ. λ. κρυάδα·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω την ομάδα στους ώμους μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω την ξούρα μου ή παίρνω τις ξούρες μου, βλ. λ. ξούρα·
- παίρνω την πάνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τις ανάλιες μου, βλ. λ. ανάλια·
- παίρνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- παίρνω τις θάλασσες, βλ. λ. θάλασσα·
- παίρνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω το βάπτισμα, βλ. λ. βάπτισμα·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
- παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το δαχτυλίδι (από κάποιον), βλ. λ. δαχτυλίδι·
- παίρνω το διαβατήριο, βλ. λ. διαβατήριο·
- παίρνω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω το ελεύθερο, βλ. λ. ελεύθερος·
- παίρνω το θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- παίρνω το θυμιατήρι, βλ. λ. θυμιατήρι·
- παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- παίρνω το κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- παίρνω το κολάι, βλ. λ. κολάι·
- παίρνω το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- παίρνω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω το λουτρό μου, βλ. λ. λουτρό·
- παίρνω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω το μέρος του, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω το μήνυμα, βλ. λ. μήνυμα·
- παίρνω το μπάνιο μου, βλ. λ. μπάνιο·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το ξεσκιζόλ μου, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- παίρνω το οκέι, βλ. λ. οκέι·
- παίρνω το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- παίρνω το πρωινό μου, βλ. λ. πρωινός·
- παίρνω το ρίσκο, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω το σκονάκι μου, βλ. λ. σκονάκι·
- παίρνω το σκονάκι μου ή παίρνω τα σκονάκια μου, βλ. λ. σκονάκι·
- παίρνω το στίγμα του, βλ. λ. στίγμα·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω το τρίποντο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. τρίποντο·
- παίρνω το τσάρτερ, βλ. λ. τσάρτερ·
- παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- παίρνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω τον αέρα μου, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω τον αθέρα, βλ. λ. αθέρας·
- παίρνω τον απολυσώνα μου (στο χέρι), βλ. λ. απολυσώνας·
- παίρνω τον αφρό, βλ. λ. αφρός·
- παίρνω τον κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- παίρνω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω τον πούλο μου (ενν. και φεύγω), βλ. λ. πούλος·
- παίρνω τον ύπνο μου, βλ.λ. ύπνος·
- παίρνω τούμπα ή παίρνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- παίρνω τους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω τράτο, βλ. λ. τράτο·
- παίρνω υπό μάλης, βλ. λ. μάλη·
- παίρνω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. προστασία·
- παίρνω υπόψη (μου), βλ. λ. υπόψη·
- παίρνω ύφος, βλ. λ. ύφος·
- παίρνω ύψος, βλ. λ. ύψος·
- παίρνω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- παίρνω φακελάκι, βλ. λ. φακελάκι·
- παίρνω φάτσες, βλ. λ. φάτσα·
- παίρνω φατσούλες, βλ. λ. φατσούλα·
- παίρνω φευγάλα, βλ. λ. φευγάλα·
- παίρνω φόκο, βλ. λ. φόκο·
- παίρνω φόρα, βλ. λ. φόρα·
- παίρνω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. λ. φύλλο·
- παίρνω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- παίρνω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνω φωτογραφία (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. φωτογραφία·
- παίρνω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- παίρνω χαμπέρι ή παίρνω χαμπέρια, βλ. λ. χαμπέρι·
- παίρνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- παίρνω χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίρνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- παίρνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- παίρνω ψήφο, βλ. λ. ψήφος·
- πάρ’ έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. ξύλο·
- πάρ’ ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το ή πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το βλ. λ. αβγό·
- πάρ’ τα! ή πάρ’ τα να μην στα χρωστάω! υβριστική ή υποτιμητική έκφραση που συνοδεύεται πάντοτε από μούντζα. (Τραγούδι: πάρ’ τα Λίζα και κάν’ τα κορνίζα και βάλ’ τα στην πρίζα να κάνεις σουξέ). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ρε·
- πάρ’ το αλλιώς (ενν. το τιμόνι), βλ. λ. αλλιώς·
- πάρ’ το χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- πάρ’ τον ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- πάρ’ τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πάρ’ του το κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- πάρε δέκα! βλ. λ. δέκα·
- πάρε δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- πάρε δώσε, α. οι κοινωνικές σχέσεις: «δε θέλω να ’χω μαζί σου πάρε δώσε, γιατί συνέχεια με προσβάλλεις». β. το εμπορικό αλισβερίσι, οι εμπορικές συναλλαγές: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος μπαταχτσής»·
- πάρε κόλλα και γράφε, βλ. λ. κόλλα·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! βλ. λ. κόσμος·
- πάρε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- πάρε με στο τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πάρε μια βέργα και δώσ’ το(νε!)· βλ. λ. βέργα·
- πάρε πέντε! βλ. λ. πέντε·
- πάρε τα πόδια σου! βλ. λ. πόδι·
- πάρε τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- πάρε την κουδουνίστρα και στο πάρκο σου, βλ. λ. κουδουνίστρα·
- πάρε την μπανάνα και στο κλαδί σου, βλ. λ. μπανάνα·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάρε τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, βλ. λ. κώλος·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα γαλόνια ή πήρα τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα ένα τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- πήρα έναν φόβο! βλ. λ. φόβος·
- πήρα κίτρινο (ενν. φύλλο αγώνα), βλ. λ. κίτρινος·
- πήρα μια βούτα ή πήρα βούτα, βλ. λ. βούτα·
- πήρα μια γεύση, βλ. λ. γεύση·
- πήρα μια γλίστρα ή πήρα γλίστρα, βλ. λ. γλίστρα·
- πήρα μια κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- πήρα μια τρομάρα! ή πήρα τρομάρα, βλ. λ. τρομάρα·
- πήρα να…, άρχισα να κάνω κάτι: «επειδή είχα λεύτερο χρόνο, πήρα να φτιάχνω το υπόγειο || όπως έφτιαχνα το υπόγειο, πήρα να τραγουδώ»·
- πήρα ντουμάνι, βλ. λ. ντουμάνι·
- πήρα τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα την παρθενιά της ή της πήρα την παρθενιά, βλ. λ. παρθενιά·
- πήρα το (πρώτο) λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- πήρα τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- πήρα τον πρώτο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- πήραν διαζύγιο, βλ. λ. διαζύγιο·
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήραν την κερκίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. κερκίδα·
- πήραν την κλάση μου, βλ. λ. κλάση·
- πήραν τον ανήφορο, (για τιμές αγαθών), βλ. λ. ανήφορος·
- πήραν τον κατήφορο, (για τιμές αγαθών), βλ. λ. κατήφορος·
- πήραν τον πούλο τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πούλος·
- πήρε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- πήρε αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- πήρε κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία (κάποιος), βλ. λ. θέση·
- πήρε να…, άρχισε να εξελίσσεται κάτι προς το καλό ή προς το κακό: «από το πες πες των φίλων του πήρε να καλμάρει || ο καιρός πήρε ν’ αγριεύει». (Λαϊκό τραγούδι: σε μια κολόνα στέκομαι και πήρε να νυχτώνει, δεν λογαριάζω τη βροχή όσο κι αν δυναμώνει
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε ο στραβός κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), τερτίπι·
- πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- πήρε όλο το πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- πήρε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- πήρε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- πήρε όσκαρ βλακείας, βλ. λ. όσκαρ·
- πήρε όσκαρ ηθοποιίας, βλ. λ. όσκαρ·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- πήρε πολλούς μαζί του, βλ. λ. μαζί·
- πήρε πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πήρε σάρκα και οστά, βλ. λ. σάρκα·
- πήρε σασί, βλ. λ. σασί·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πήρε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. λ. άπλυτα·
- πήρε τα βρε(γ)μένα του κι έφυγε, βλ. λ. βρε(γ)μένος·
- πήρε τα κατουρημένα του κι έφυγε, βλ. λ. κατουρημένος·
- πήρε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. λ. χεσμένος·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. ώμος·
- πήρε τη γλάστρα παραμάσχαλα, βλ. λ. παραμάσχαλα·
- πήρε τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- πήρε τη φάση απάνω του, βλ. λ. φάση·
- πήρε την καρό σημαία, βλ. λ. σημαία·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- πήρε το τρίτο το μακρύτερο, βλ. λ. τρίτος·
- πήρε τον πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- πήρε φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, βλ. λ. φωτιά·
- πήρε χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- πόσα παίρνεις; (ενν. το μήνα), ποιος είναι ο μηνιαίος μισθός σου(;)· (για εργασίες ιδίως τεχνικές ή κατασκευαστικές) πόσα χρήματα θέλεις για να αναλάβεις να την κάνεις(;)· 
- που να πάρει, έκφραση δυσαρέσκειας: «που να πάρει, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπάω που να πάρει κι ας με πήρανε χαμπάρι
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; βλ. λ. αέρας·
- σαν πολύ θάρρος πήρες! ή σαν πολύ θάρρος δεν πήρες; βλ. λ. θάρρος·
- σε πήρα για τον τάδε, σε εξέλαβα, σε παραγνώρισα: «με συγχωρείς για το αστείο που σου ’κανα, αλλά σε πήρα για έναν φίλο μου»·
- σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βγήκες γαϊδουράγκαθο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- σιγά, θα μας πάρουν τα σορόπια! βλ. λ. σορόπι·
- τα παίρνει, (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα) α. κερδίζει αρκετά χρήματα από κάποια δουλειά ή από χαρτοπαίγνιο: «έστησε μια καινούρια δουλειά κι είναι πολύ ευχαριστημένος, γιατί τα παίρνει || κάθε φορά που παίζει τα παίρνει». (Λαϊκό τραγούδι: με αυτά που μας σκαρώνεις, από μας δε τη γλιτώνεις, ή σπαθί θα μας τα πάρεις ή αλλιώς θα μας ρεφάρεις). β. (ιδίως για υπαλλήλους του δημοσίου) δωροδοκείται, λαδώνεται, χρηματίζεται: «δύσκολα θα βρεις σήμερα υπάλληλο του δημοσίου να μην τα παίρνει». Συνών. τ’ αρπάζει / τα πιάνει / τα σβερκώνει / τα τσακώνει / τα τσιμπάει / τα χουφτώνει· βλ. και φρ. της τα παίρνει·
- τα παίρνει εύκολα (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως τα παίρνει εύκολα ο γιος του, είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να τον σπουδάσει»·
- τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·
- τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα·
- τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- τα παίρνει κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- τα παίρνει σε κόντρες, βλ. λ. κόντρα·
- τα παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- τα παίρνει χοντρά, βλ. λ. χοντρά·
- τα (το) παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- τα παίρνω κόντρα (ενν. τα γένια μου), βλ. λ. κόντρα·
- τα παίρνω όλα επ’ ώμου, βλ. λ. ώμος·
- τα παίρνω πίσω (ενν. τα λόγια μου, αυτά που είπα) ή το παίρνω πίσω (ενν. αυτό που είπα), βλ. λ. πίσω·
- τα παίρνω υπό μάλης (ενν. τα πράγματά μου, τα μπογαλάκια μου, τα συμπράγκαλά μου), βλ. λ. μάλη·
- τα πάρε δώσε, οι κοινωνικές σχέσεις: «να κόψεις τα πάρε δώσε μαζί του, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος»· βλ. και φρ. πάρε δώσε·
- τα πήρα ή τα ’χω πάρει, (στη νεοαργκό) εκνευρίστηκα έντονα, έγινα έξαλλος: «κάποια στιγμή τα πήρα με τις μαλακίες που έλεγε συνέχεια, και τον πλάκωσα στο ξύλο || σταμάτα να λες άλλες μαλακίες, γιατί τα ’χω πάρει»·
- τα πήρα ζεστά (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. ζεστός·
- τα πήρα στην κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- τα πήρα στο εθνόσημο, βλ. λ. εθνόσημο·
- τα πήρα στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τα πήρα στο κρανίο, βλ. λ. κρανίο·
- τα πήρα στον εγκέφαλο, βλ. λ. εγκέφαλος·
- τα πήρε επ’ ώμου (ενν. κι έφυγε), βλ. λ. ώμος·
- τα πήρε ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- τα πήρε όλα κι έφυγε, επωφελήθηκε απόλυτα από μια περίπτωση ή κατάσταση, επωφελήθηκε στο έπακρο: «δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή στην αγορά, γι’ αυτό τα πήρε όλα κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: τα πήρες όλα κι έφυγες, μα απ’ τον καημό δεν ξέφυγες
- τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, βλ. λ. σχόλιο·
- την παίρνω νυχτιά, βλ. λ. νυχτιά·
- την παίρνω στο δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- την πήραν τα σορόπια, βλ. λ. σορόπι·
- την πήραν τα φλόκια, βλ. λ. φλόκια·
- την πήραν τα χοντράδια, βλ. λ. χοντράδια·
- την πήρε για τα λεφτά της, βλ. λ. λεφτά·
- την πήρε γυμνή, βλ. λ. γυμνός·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με παπά και με κουμπάρο, βλ. λ. παπάς·
- την πήρε με στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- την πήρε ξεβράκωτη, βλ. λ. ξεβράκωτη·
- την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, βλ. λ. μάνα·
- την πήρε τσιτσίδι, βλ. λ. τσιτσίδι·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) βλ. λ. πολύτιμος·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) βλ. λ. παιδί·
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) βλ. λ. παιδί·
- της τα παίρνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), (για άντρες) παίρνει από τη γυναίκα του, ιδίως από την ερωμένη του που την εκμεταλλεύεται ως νταβατζής όλα τα χρήματα που βγάζει από τον έρωτα που προσφέρει: «έχει βρει μια πιτσιρίκα που την έσπρωξε στο επάγγελμα και της τα παίρνει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν κορόιδο στα ’φερνα ενώ έπρεπε να στα ’παιρνα)· βλ. και φρ. του τα παίρνει·  
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) βλ. λ. δρόμος·
- το παίρνω αλά κάπα, βλ. λ. αλά·
- το παίρνω αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- το παίρνω ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- το παίρνω απ’ την ανάποδη, βλ. λ. ανάποδος·
- το παίρνω απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- το παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- το παίρνω απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- το παίρνω άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- το παίρνω βαριά, βλ. λ. βαρύς·
- το παίρνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- το παίρνω επί πόνου, βλ. λ. πόνος·
- το παίρνω εργολαβία, βλ. λ. εργολαβία·
- το παίρνω ζεστά ή το παίρνω στα ζεστά, βλ. λ. ζεστός·
- το παίρνω κατάκαρδα, βλ. λ. κατάκαρδα·
- το παίρνω κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
- το παίρνω λάσκα, βλ. λ. λάσκα·
- το παίρνω μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- το παίρνω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το παίρνω πατιτούρα, βλ. λ. πατιτούρα·
- το παίρνω πατριωτικά, βλ. λ. πατριωτικά·
- το παίρνω πίσω (ενν. αυτό που είπα), βλ. λ. πίσω·
- το παίρνω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- το παίρνω ποδαράτο, βλ. λ. ποδαράτο·
- το παίρνω προσωπικά, βλ. λ. προσωπικός·
- το παίρνω σκοινί γαϊτάνι ή το παίρνω σκοινί κορδόνι, βλ. λ. σκοινί·
- το παίρνω σοβαρά ή το παίρνω στα σοβαρά, βλ. λ. σοβαρός·
- το παίρνω στη ράχη μου, βλ. λ. ράχη·
- το παίρνω στην πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το παίρνω στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- το παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- το παίρνω στραβά, βλ. λ. στραβός·
- το παίρνω τοις μετρητοίς, βλ. λ. μετρητοίς·
- το παίρνω του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- το παίρνω ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- το πήρα από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το πήρα μια κι έξω, βλ. λ. έξω·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήρε (για) ψωμοτύρι ή το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- το πήρε το μάτι μου ή το ’χει πάρει το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- τον (την, το) παίρνει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), α. (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, είναι γυναίκα που δεν πρέπει να την έχει κανείς εμπιστοσύνη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αυτή τον παίρνει από μικρό κορίτσι || πρόσεχε μ’ αυτή την τύπισσα που κάνεις παρέα, γιατί τον παίρνει». β. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι πούστης και, κατ’ επέκταση, είναι άντρας που δεν πρέπει να του έχει κανείς εμπιστοσύνη: «είναι να λυπάται κανείς, όταν βλέπει τέτοιον παίδαρο να τον παίρνει || πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έμαθα πως τον παίρνει». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία, το μεσαίο δάχτυλο λυγισμένο και τεντωμένο προς τα έξω, κινείται παλινδρομικά υπονοώντας το πέος κατά τη σεξουαλική πράξη. Είναι και φορές που η χειρονομία αντικαθιστά τη φρ.: «πρόσεχε τον τάδε γιατί… (ακολουθεί χειρονομία)»· βλ. κ. φρ. τον παίρνω·
- τον (την, το) παίρνει από πίσω (απ’ τον κεφτέ, απ’ τον κώλο, απ’ το στόμα, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τον (την, το) παίρνει πίπα (γλειφιτζούρι, κλαρίνο, κορνέτα, μινέτο, μπιμπερό, πίπα, πίπιζα, πιπίλα, πνευστό, σαξόφωνο, τσιμπούκι, υδραυλικό, φλογέρα ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τον παίρνει το σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- τον παίρνω, τον κερδίζω, τον νικώ σε πάλη ή σε κάποιο παιχνίδι: «αυτόν που εσείς λέτε πως είναι δυνατός, εγώ τον παίρνω όποια ώρα θέλω || κάθε φορά που παίζω μαζί του τάβλι, τον παίρνω»· βλ. και λ. παίρνω (5, 6)· βλ. και φρ. τον πήρα και τον παίρνει·
- τον παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- τον παίρνω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον παίρνω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τον παίρνω από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- τον παίρνω γι’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- τον παίρνω για κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- τον παίρνω για παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- τον παίρνω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τον παίρνω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- τον παίρνω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον παίρνω λάου λάου, βλ. λ. λάου λάου·
- τον παίρνω με τα γιούχα ή τον παίρνω στα γιούχα ή τον παίρνω στο γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- τον παίρνω με το μαλακό, βλ. λ. μαλακός·
- τον παίρνω παραμάσχαλα, παραμάσχαλα·
- τον παίρνω πίσω (ενν. το λόγο μου), βλ. λ. πίσω·
- τον παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- τον παίρνω στη σκιά μου, βλ. λ. σκιά·
- τον παίρνω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον παίρνω στο λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- τον παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- τον παίρνω χαμαλίκα, βλ. λ. χαμαλίκα·
- τον πήρα, αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος που, μόλις κάθισα λίγο, τον πήρα πάνω στην καρέκλα»· βλ. και φρ. τον παίρνω·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- τον πήρα για…, τον θεώρησα, σχημάτισα τη γνώμη, νόμισα: «στην αρχή τον πήρα για έξυπνο, αλλά στη συνέχεια αποδείχτηκε μεγάλος βλάκας». Συνών. τον πέρασα για (…)·
- τον πήρα για (τον τάδε), τον εξέλαβα για κάποιον άλλον, τον παραγνώρισα: «καθώς ερχόμουν, είδα τον αδερφό σου από μακριά και τον πήρα για τον τάδε». Συνών. τον πέρασα για (τον τάδε)·
- τον πήρα με το άγριο, βλ. λ. άγριος·
- τον πήρα με το κακό, βλ. λ. κακός·
- τον πήρα με το καλό, βλ. λ. καλός·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τον πήρα στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- τον πήραν με τ’ αβγά, βλ. λ. αβγό·
- τον πήραν με τα γιαούρτια, βλ. λ. γιαούρτι·
- τον πήραν με τα σκουπόξυλα, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- τον πήραν με τις λεμονόκουπες, βλ. λ. λεμονόκουπα·
- τον πήραν με τις ντομάτες, βλ. λ. ντομάτα·
- τον πήραν με τις πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήραν με το φορείο, βλ. λ. φορείο·
- τον πήραν μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον πήραν (οι) τέσσερις, βλ. λ. τέσσερις·
- τον πήραν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον πήραν στα νέα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- τον πήραν στην αεράμυνα, βλ. λ. αεράμυνα·
- τον πήραν στο ψιλό, βλ. λ. ψιλός·
- τον πήραν τα κλάματα ή τον πήρε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον πήραν τα ντοματόζουμα, βλ. λ. ντοματόζουμο·
- τον πήραν τα πετμέζια, βλ. λ. πετμέζι·
- τον πήραν τα σορόπια, βλ. λ. σορόπι·
- τον πήραν τσουβαλάτο, βλ. λ. τσουβαλάτος·
- τον πήραν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος·
- τον πήρε από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον πήρε η κατρακύλα, βλ. λ. κατρακύλα·
- τον πήρε η κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον πήρε η κουτρουβάλα, βλ. λ. κουτρουβάλα·
- τον πήρε η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η σφαίρα, βλ. λ. σφαίρα·
- τον πήρε και τον σήκωσε, τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά, όπως του άξιζε: «μόλις τον είδε ο πατέρας του να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε και τον σήκωσε»·
- τον πήρε καταπόδι, βλ. λ. καταπόδι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον πήρε με τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τον πήρε μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε ξώφαλτσα (κάτι), βλ. λ. ξώφαλτσα·
- τον πήρε ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, βλ. λ. διάβολος·
- τον πήρε ο θάνατος, βλ. λ. θάνατος·
- τον πήρε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- τον πήρε ο ποταμός, βλ. λ. ποταμός·
- τον πήρε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- τον πήρε στο φιλικό, βλ. λ. φιλικός·
- τον πήρε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. λ. όριο·
- τον πήρε το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών, βλ. λ. βοήθεια·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνω τα μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του παίρνω την υπογραφή, βλ. λ. υπογραφή·
- του παίρνω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του παίρνω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- του παίρνω το νου, βλ. λ. νους·
- του παίρνω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- του παίρνω το τσερβέλο, βλ. λ. τσερβέλο·
- του παίρνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- του (της) παίρνω τον κεφτέ, βλ. λ. κεφτές·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα το θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- του πήραν και τα καλτσάκια, βλ. λ. καλτσάκι·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- του πήραν και το σώβρακο ή του πήραν και τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- του πήραν και τις κάλτσες, βλ. λ. κάλτσα·
- του πήρε η μηχανή το χέρι (το πόδι), βλ. λ. μηχανή·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πόδι·
- του πήρε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- του πήρε τη μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- του πήρε την ταυτότητα, βλ. λ. ταυτότητα·
- του πήρε το πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- του τα παίρνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), (για γυναίκες) παίρνει από το σύζυγό της, ιδίως από τον εραστή της, ό,τι λεφτά κερδίζει: «η γυναίκα του είναι τόσο μέγαιρα, που κάθε πρώτη του μηνός που πληρώνεται του τα παίρνει μέχρι ευρώ και δεν του αφήνει ούτε για να πιει ένα καφέ || τα ’χει με μια πιτσιρίκα που του τα παίρνει, αλλά δε νοιάζεται, γιατί περνάει μια χαρά μαζί της»· βλ. και φρ. της τα παίρνει·  
- του τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα παίρνεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα παίρνεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- τους παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- τους παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- τους πήραμε και τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τους πήραμε και τα σωβρακάκια, βλ. λ. σωβρακάκι·
- τους πήραμε μπαράζ, βλ. λ. μπαράζ·
- τους πήραμε φαλάγγι, βλ. λ. φαλάγγι·
- τους πήραν τα σερμπέτια, βλ. λ. σερμπέτι·
- τους τα παίρνω, τους κερδίζω τα χρήματα στα χαρτιά ή στα ζάρια: «έχω βρει κάτι κορόιδα και τους τα παίρνω». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα να τους τα πάρουμε
- τους τα παίρνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- ψυχή θα πάρει! βλ. λ. ψυχή.

πουτάνα

πουτάνα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. πουτάνα <ιταλ. puttana <putta)]. 1. η πόρνη: «έφυγε μικρή απ’ το σπίτι της, κι αντί να βρει κάποια δουλειά και να ζήσει τίμια, πήγε κι έγινε πουτάνα». (Λαϊκό τραγούδι πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα). 2. γυναίκα πονηρή, έξυπνη, καπάτσα: «την παραδέχομαι αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι πολύ πουτάνα στη δουλειά της!». 3. γυναίκα ανήθικη, άτιμη, μπαμπέσα, ύπουλη: «μπορεί να σου ’δωσε το λόγο της, αλλά μην την πιστεύεις, γιατί είναι πουτάνα και θα σε ρίξει». 4. λέγεται και για άντρα: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι μεγάλη πουτάνα». 5α. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα, αλλά και σε άντρα: «ουστ από δω, πουτάνα, που μας έκανες άνω κάτω!». β. εκστομίζεται ως βρισιά σε κάτι: «αχ, βρε πουτάνα, φτώχεια, ως πότε θα με βασανίζεις!». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν το κλάμα μου μουντό σαν κάτι να ’θελα να πω, μα δε με νιώσανε, μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή, που μου χρεώσανε). 6. φιλική ή απειλητική προσφώνηση σε γυναίκα, αλλά και σε άντρα: «έλα δω, ρε πουτάνα, πού χάθηκες τόσον καιρό; || όποια πουτάνα πήρε τον αναπτήρα μου, να μου τον δώσει αμέσως!». Υποκορ. πουτανίτσα, η κ. πουτανάκι κ. πουτανίδιο, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πουτανάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), ειρωνική έκφραση πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδύνατο να αποβάλει κάτι που του έχει γίνει έξη: «αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, τότε θα κόψει κι αυτός το τσιγάρο (το ποτό, το ξενύχτι, τα χαρτιά, κ.ά.)». Συνών. αν κόψει ο παπάς τα γένια του· με τη λ. πουτάνα υπάρχει και το παρακάτω λογοπαίγνιο που είναι και δημοτικό τραγούδι: μωρή πού τα μωρή πού τα μωρή πού τα ’βρες τα λεφτά, πήγα και γά- πήγα και γά- πήγα και γάζωσα βρακιά όπου το λογοπαίγνιο γίνεται με τη συγκοπή πού τα της φρ. πού τα ’βρες που παραπέμπει στη λ. πουτάνα και στη συγκοπή γά- της λ. γάζωσα που παραπέμπει στη λ. γάμησα. Παρόμοιο λογοπαίγνιο υπάρχει και με τη λ. κερί (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουτάνας, βλ. λ. άνθρωπος·
- αρσενικιά πουτάνα, α. άντρας με συμπεριφορά πουτάνας, ανήθικος, μπαμπέσης, ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτή την αρσενικιά πουτάνα που κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει καθόλου μπέσα». β. άντρας που πηγαίνει αδιακρίτως με κάθε γυναίκα αντί χρηματικού ποσού: «αυτή η αρσενικιά πουτάνα δε λέει όχι ούτε και σε ογδοντάρα, αρκεί να πέσει το παραδάκι». γ. άντρας που δέχεται για ένα χρονικό διάστημα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη επί χρήμασι χωρίς να είναι πούστης: «η κάθε φυλακή έχει και την αρσενικιά πουτάνα της, που, μόλις αποφυλακίζεται, επανέρχεται στ’ αντρικά του καθήκοντα»·
- γαμώ την πουτάνα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «όλα τα δύσκολα, γαμώ την πουτάνα μου, σε μένα τυχαίνουν!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την πουτάνα σου! ή σου γαμώ την πουτάνα! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί, γαμώ την πουτάνα σου, την κάνεις συνέχεια κοπάνα απ’ τη δουλειά! || σου γαμώ την πουτάνα, αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!». Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·  
- γκραν  πουτάνα, η πολύ μεγάλη πουτάνα: «έμπλεξε με μια γκραν πουτάνα και κοντεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- έγινε της πουτάνας, βλ. φρ. έγινε της πουτάνας το κάγκελο·
- έγινε της πουτάνας το κάγκελο, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν τα κορίτσια του στριπτιζάδικου να κάνουν στριπτίζ, έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «όταν άνοιξαν οι πόρτες του γηπέδου, έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέχρι να μπούμε μέσα». Από το θόρυβο που δημιουργούσε παλιότερα η μαρίδα της γειτονιάς κρεμασμένη στα κάγκελα της αυλής της μονοκατοικίας, όπου εκδιδόταν η πουτάνα. Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- έγινε της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. φρ. έγινε της πουτάνας το κάγκελο. Από τη συνήθεια που είχαν παλιότερα οι λαϊκές πόρνες, που εκδίδονταν σε παλιές συνήθως μονοκατοικίες, να έχουν στη μέση του δωματίου ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει το δωμάτιο τις κρύες μέρες του χειμώνα, εξαιτίας του οποίου όμως ήταν φορές που τα άτομα δηλητηριάζονταν από τις αναθυμιάσεις, πράγμα που επέφερε στη συνέχεια μεγάλη αναστάτωση·
- είναι παλιά πουτάνα, (και για τα δυο φύλα) έχει μεγάλη πείρα στη ζωή: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί είναι παλιά πουτάνα»·
- είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος (και αν είναι γυναίκα, ανεξάρτητα από την ηθική της) είναι πολύ κακό: «μπορεί να είναι όμορφος άντρας, αλλά είναι πουτάνα στην ψυχή || παρόλο που είναι όμορφη γυναίκα, είναι πουτάνα στην ψυχή»·  
- είναι πουτάνας γιος, α. είναι αισχρός, ανήθικος, γεμάτος κακές συνήθειες και ελαττώματα: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πουτάνας γιος και εκτίθεσαι στη γειτονιά». β. είναι πανέξυπνος και για το λόγο αυτό επικίνδυνος για οποιαδήποτε σχέση: «πρόσεχε στη δουλειά που κάνεις με τον τάδε, γιατί είναι πουτάνας γιος και δεν ξέρεις πότε και από πού θα στη φέρει»·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. συνηθέστ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λ. διάβολος·
- η πουτάνα του χωριού, λέγεται για γυναίκα που είναι επιρρεπής στα σεξουαλικά, που δίνεται με μεγάλη ευκολία στους άντρες, που τη συναναστρέφονται για ευνόητους λόγους: «εμείς στην παρέα μας δεν έχουμε πρόβλημα από γυναίκα, γιατί έχουμε την πουτάνα του χωριού». Από το ότι, όπως σχεδόν κάθε χωριό έχει τον τρελό του, υποτίθεται πως έχει και την πουτάνα του· βλ. και φρ. ο τρελός του χωριού, λ. τρελός·  
- θα γίνει της πουτάνας, βλ. φρ. θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο·
- θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν τολμήσεις να πειράξεις ξανά τα κορίτσια της γειτονιάς μου, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «αύριο το βράδυ θα πάω στο γάμο του τάδε, γιατί, όπως μου είπαν, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. φρ. θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο·
- κακιά πουτάνα, (και για τα δυο φύλα) που είναι ενοχλητικός, ιδιότροπος, στρυφνός: «πρόσεχε, γιατί είναι κακιά πουτάνα και θα ’χεις μπερδέματα μαζί του»·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, δηλώνει πως δεν αντέχεται η γυναίκα που μιλάει πολύ, ιδίως με αυθάδεια, με θρασύτητα: «Θεός να σε φυλάει, παιδάκι μου, από γλωσσού γυναίκα γι’ αυτό, κάλλιο πουτάνα, παρά γλωσσού»·
- κόβει η πουτάνα το γαμήσι; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που κάποιος μας δίνει την εντύπωση ή την υπόσχεση ότι έχει διορθώσει κάποια κακή συμπεριφορά του, ότι έχει ξεχάσει κάποια κακή συνήθειά του, αλλά τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο: «μα είσαι τόσο χαζός και πίστεψες πως θα κόψει τα χαρτιά, βρε κόβει η πουτάνα το γαμήσι;»·
- κρυφή πουτάνα, α. (και για τα δυο φύλα) που είναι επικίνδυνος, ύπουλος, δόλιος, που ξεγελάει με την εμφάνισή του, με το παρουσιαστικό του, γιατί εμπνέει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κρυφή πουτάνα και δεν ξέρεις πότε θα στη φέρει». β. λέγεται ειρωνικά ή και θαυμαστικά για άτομο για το οποίο ανακαλύπτουμε ξαφνικά ελαττώματα ή και προτερήματα που δε γνωρίζαμε προηγουμένως: «πού να ’ξερα πως ήταν κρυφή πουτάνα και πως θα προσπαθούσε να με παρασύρει και μένα στα ναρκωτικά! || κι όμως, χωρίς τη βοήθεια κανενός τέλειωσε την πιο δύσκολη δουλειά. -Κρυφή πουτάνα, έτσι!». Συνών. κρυφός πούστης·
- μάθανε πως είμαστε πουτάνες, πλακώσανε οι γαμιάδες, βλ. λ. γαμιάς·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας  μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, βλ. λ. μούτρο·
- όπου χτυπά καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, έκφραση απελπισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε·
- πουτάνα Πατρινιά, α. χαρακτηρίζει την πολύ μεγάλη πουτάνα: «μην μπλέξεις μαζί της, γιατί είναι γνωστή πουτάνα Πατρινιά και θα ’χεις μπλεξίματα». β. υβριστική ή και φιλική προσφώνηση σε γυναίκα αλλά και σε άντρα: «ουστ από δω, μωρή πουτάνα Πατρινιά || έλα δω, ρε πουτάνα Πατρινιά, και σε ψάχνω όλη τη μέρα». Αναφορά σε πολύ μεγάλη πουτάνα που η καταγωγή της ήταν από την Πάτρα·  
- πουτάνες στα κρεβάτια σας! α. επιθετική επιφωνηματική έκφραση ατόμου, καθώς εισβάλλει απότομα σε ένα χώρο προτρέποντας τους πάντες να καθίσουν ήσυχα στις θέσεις τους. β. λέγεται και με επιθετική διάθεση, όταν ξαφνικά κάποιος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων: «τώρα που μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου, πουτάνες στα κρεβάτια σας!». γ. λέγεται και με παικτική διάθεση εν είδει χαιρετισμού από κάποιον που εισβάλλει απότομα στο χώρο που είναι μαζεμένη η παρέα του·
- στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε ή στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε, σε έναν έξυπνο άνθρωπο δεν έχουν πέραση οι εξυπνάδες, ένας έξυπνος άνθρωπος δεν ξεγελιέται εύκολα από δόλιες, από μπαμπέσικες πράξεις: «εγώ είμαι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι και μην προσπαθήσεις να με ρίξεις, γιατί στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε»·
- του γαμώ την πουτάνα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή, κάθε φορά που μεθούσε, έδερνε τη γυναίκα του, τον έπιασε ο κουνιάδος του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πουτάνα». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις ο πατέρας του τον είδε μεθυσμένο, του γάμησε την πουτάνα || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την πουτάνα». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.  

σβούρα

σβούρα, η, ουσ. [ηχοποίητη λ. από τον ήχο σβουρρρ], η σβούρα· στον πλ. οι σβούρες, παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με σβούρες: «τα παιδιά ήταν μαζεμένα στην αλάνα κι έπαιζαν σβούρες». Το παιχνίδι αυτό έχει εκλείψει από καιρό. Υποκορ. σβουράκι, το·
- γυρίζει σαν σβούρα ή γυρίζει σαν τη σβούρα, βλ. φρ. στριφογυρίζει σαν σβούρα·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι του ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι του, βλ. φρ. στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι του·
- κινείται σαν σβούρα ή κινείται σαν τη σβούρα, είναι πολύ ευκίνητος, πολύ σβέλτος στις κινήσεις του: «δεν μπορείς να τον πιάσεις εύκολα, γιατί κινείται σαν σβούρα». Από παρομοίωση του ατόμου που κινείται πολύ γρήγορα, με τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία περιστρέφεται η σβούρα·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα, α. είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή στη θέση του κι όλη την ώρα στριφογυρίζει σαν σβούρα». Από την εικόνα της σβούρας, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα πάνω στην ακιδωτή κορυφή της, όταν της δοθεί η κατάλληλη ώθηση με το χέρι. β. είναι πολύ ανήσυχος: «άργησαν να επιστρέψουν τα παιδιά του απ’ την εκδρομή και στριφογυρίζει σαν τη σβούρα απ’ την αγωνία του». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή αγωνιά, δεν μπορεί να μείνει για πολύ σε μια θέση και κινείται συνεχώς, πράγμα που παρομοιάζεται με την περιστροφή της σβούρας·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, στριφογυρίζει στο κρεβάτι του ανήσυχα, χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί είτε λόγω αϋπνίας είτε λόγω πολλών προβλημάτων: «όλη τη νύχτα στριφογύριζε σαν τη σβούρα στο κρεβάτι του, γιατί δεν είχε λεφτά να καλύψει την αυριανή επιταγή του». 

τούβλο

τούβλο, το, ουσ. [<μσν. τούβ(ου)λον <λατιν. tub(u)lus (= μικρός σωλήνας)], το τούβλο. 1. άνθρωπος χωρίς διόλου γνώσεις, χωρίς μόρφωση, ο αμόρφωτος, ο βλάκας: «αυτός ο υπάλληλός μου είναι πολύ τούβλο, γι’ αυτό τον έχω μόνο για χειρωνακτικές εργασίες». 2. (υποτιμητικά για μαθητές) που δεν παίρνει τα γράμματα, που είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «ο τάδε ήταν το μεγαλύτερο τούβλο της τάξης μας». Συνών. κουμπούρας (2) / κούτσουρο (2) / ντουβάρι (2) / στουρνάρι (4). 3. χοντρή δεσμίδα από χαρτονομίσματα: «στην υπόθεση Κοσκωτά έγινε πολύς λόγος για τα τούβλα που πήγαιναν συνέχεια απ’ το ’να χέρι στ’ άλλο». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πολύ δυνατό και συνήθως ευθύβολο σουτ: «έπιασε τέτοιο τούβλο ο παίχτης μας, που ο αντίπαλος τερματοφύλακας έμεινε άγαλμα»·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, ξάπλωσε πολύ κουρασμένος, εξουθενωμένος: «ήταν όλη τη μέρα στη δουλειά κι όταν γύρισε στο σπίτι, έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι»·
- πετώ τούβλα, λέω μεγάλες βλακείες, μεγάλες ανοησίες: «όταν πιω, μη με παίρνεις στα σοβαρά, γιατί, χωρίς να το καταλαβαίνω, πετώ συνέχεια τούβλα».

χήρα

χήρα, η, ουσ. [<αρχ. χήρα], η χήρα·
- αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που προσποιείται πως στενοχωριέται, πώς θλίβεται για το κακό που έπαθε κάποιος οικείος του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- εύθυμη χήρα, λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει πεθάνει ο άντρας της και αυτή, αντί να τον πενθεί, ζει χαρούμενη και ξέγνοιαστη ζωή: «έχουμε στη γειτονιά μας μια εύθυμη χήρα, που μόλις τη βλέπουν οι άντρες, την πειράζουν». Από την ομώνυμη οπερέτα του Ούγγρου συνθέτη Φ. Λεχάρ·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, η χήρα όσο και να είναι τίμια, ο κόσμος είναι πάντα έτοιμος να σχολιάσει αρνητικά την ηθική της: «απ’ τη μέρα που έχασε τον άντρα της, προσπαθεί να είναι τύπος και υπογραμμός, όμως η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν»·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βιάζεται, ανυπομονεί πάρα πολύ, αδημονεί για κάτι: «του ’ταξα πως θα τον κεράσω στα μπουζούκια, και κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Από το ότι η χήρα, επειδή της λείπει ο άντρας, όταν της τύχει να βρεθεί με κάποιον άντρα στο κρεβάτι, βιάζεται να αρχίσει η σεξουαλική διαδικασία·
- κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε όσους παραπονούνται, χωρίς να υπάρχει κάποιος πραγματικός λόγος: «ε ρε, και να ’χα λεφτά, να δεις τι θα ’καμνα! -Κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες. Εσύ το λες αυτό, που σου άφησε ο πατέρας σου ολόκληρη περιουσία;». Από το ότι οι χήρες από τη στιγμή που τους λείπει ο άντρας, δίκαια παραπονιούνται που δεν έχουν κάποιον προστάτη ή κάποιον να τις επιβάλει τη σεξουαλική πράξη, πράγμα για το οποίο δεν πρέπει να παραπονιούνται οι παντρεμένες, αφού έχουν τον άντρα τους·
- μαύρη χήρα, δηλητηριώδης αράχνη, που καταβροχθίζει το αρσενικό μετά το ζευγάρωμα: «πέθανε από τσίμπημα μαύρης χήρας»·
- ο οβολός της χήρας, μικρή οικονομική εισφορά, που όμως προέρχεται από το υστέρημά μας: «έδωσαν οι άλλοι από ένα ποσό, έδωσα κι εγώ τον οβολό της χήρας»·
- οι χήρες και τα ορφανά, χαρακτηρίζει κατηγορία ατόμων που έχουν μεγάλη ανάγκη από φροντίδα, από προστασία: «η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης δείχνει άμεσο ενδιαφέρον για τις χήρες και τα ορφανά»·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, βλ. λ. θέλω·
- το δίλεπτο της χήρας, βλ. συνηθέστ. ο οβολός της χήρας. Πρβλ.: εἶδε δέ τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά (Λουκά, κα΄ 2).