Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κρίμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κρίμα, το, ουσ. [<αρχ. κρῖμα <κρίνω]. 1. αμαρτία, ηθικό ή θρησκευτικό παράπτωμα, παρανομία: «για ποιο κρίμα δικάζεται αυτός ο άνθρωπος;». (Λαϊκό τραγούδι: σύρτε και φέρτε τον παπά να πω τα κρίματά μου, δε θέλω άλλα φάρμακα κι άλλους γιατρούς κοντά μου // το μάθατε, μωρέ παιδιά, το άδικο, το κρίμα που σκότωσαν τον Γαλατά στο ένατο το τμήμα;). 2. η ατυχία, η δυστυχία, η συμφορά: «είναι κρίμα που δεν ήρθες μαζί μας, γιατί περάσαμε πολύ ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου σκληρά πως μια ψυχή για σένα κινδυνεύει και, ενόσω ζεις, το κρίμα της σκληρά θα σε παιδεύει). 3. σε θέση επιρρ. ή επιφωνήμ. εκφράζει οίκτο, στενοχώρια, απογοήτευση ή συμπόνια, (εύχρ. πολλές φορές και στον τύπο κρίμας): «κρίμα τους κόπους και τις θυσίες που έκανα για σένα! || κρίμας να χάσεις τόσα λεφτά!». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα τα νιάτα, την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το κουκλί να ζητιανεύει το φιλί // κρίμας να μη της φαίνεται και δεν της κακοφαίνεται). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δεν είναι κρίμα, δεν είναι αμάρτημα: «δεν είναι κρίμα που δε μιλάω στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και μας έλεγε το κύμα το φιλί δεν είναι κρίμα)· βλ. και φρ. είναι κρίμα·
- είναι κρίμα, α. δεν είναι σωστό, πρέπον, είναι άδικο: «είναι κρίμα να τα βάζεις με τον άνθρωπο, απ’ τη στιγμή που δε φταίει σε τίποτα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι κρίμα να χτυπιέσαι και να κλαις, πάψε να τη συλλογιέσαι κι άλλη βρες). β. λέγεται και για πράγματα που δεν έπρεπε να γίνουν ή που θέλαμε να μην έχουν γίνει, γιατί έχουν αντίκτυπο σε βάρος μας: «είναι κρίμα ένα τέτοιο κορίτσι από καλή οικογένεια να τριγυρνάει με αλήτες || είναι κρίμα να χαλάσει τώρα η δουλειά μετά από τόσο κόπο»· βλ. και φρ. δεν είναι κρίμα·
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, δεν είναι καθόλου σωστό, είναι μεγάλο άδικο: «αν δεν περάσεις στο πανεπιστήμιο με τόσο διάβασμα που έκανες, είναι κρίμα απ’ το Θεό»·
- θα ’χεις το κρίμα, θα έχεις την αμαρτία: «να ξέρεις πως, αν πάθει κάποιο κακό αυτός ο άνθρωπος, θα ’χεις το κρίμα». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, Σμυρνιά καμωματού και Κουκλουτζαλιά τσαχπίνα εσείς μου πήρατε το νου και θα ’χετε το κρίμα). Πολλές φορές, άλλοτε πριν της φρ. και άλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ συνήθως τονισμένο·
- κρίμα στα παντελόνια σου! ή κρίμα στα παντελόνια που φοράς! βλ. λ. παντελόνι·
- κρίμα στο μπόι σου! ή κρίμα το μπόι σου! βλ. λ. μπόι·
- κρίμα στα νιάτα σου! ή κρίμα τα νιάτα σου! βλ. λ. νιάτα·
- πληρώνω για το κρίμα μου, τιμωρούμαι για κάποιο ηθικό παράπτωμά μου: «αργά ή γρήγορα όλοι πληρώνουν για τα κρίματά τους». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπησε το ξυπνητήρι για το θύμα σου, τώρα όμως θα πληρώσεις για το κρίμα σου
- σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα, βλ. λ. κουφέτο·
- τι κρίμα! δηλώνει στενοχώρια για κάτι που έγινε ή για κάτι που δεν έγινε: «τι κρίμα που χώρισαν οι γονείς σου! || τι κρίμα που δεν ήρθε κι ο τάδε μαζί μας!». (Λαϊκό τραγούδι: τι κρίμα που χωρίσαμε τι κρίμα, τι έγκλημα μεγάλο κάναμε
- το κρίμα στο λαιμό σου, σε καθιστώ υπεύθυνο για κάθε κακό που θα συμβεί, ιδίως από τη στιγμή που δε συμφωνείς να ενεργήσεις σύμφωνα με την πρότασή μου, με την υπόδειξή μου την οποία θεωρώ πέρα για πέρα σωστή: «εγώ, ό,τι ήταν να πω, το είπα κι από δω και πέρα το κρίμα στο λαιμό σου»·
- το λέω το κρίμα μου, παραδέχομαι την αμαρτία μου: «αν και είμαι παντρεμένος, μ’ αρέσει να ξενοκοιτάω, το λέω το κρίμα μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως.

κουφέτο

κουφέτο, το, ουσ. [<ιταλ. confetto], το κουφέτο. 1. χαριτωμένο κορίτσι: «γνώρισα μια πιτσιρίκα σωστό κουφέτο». Από το ότι το κουφέτο είναι ευχάριστο ως ζαχαρωτό. 2. (στη γλώσσα της αργκό) η γροθιά: «μόλις πήγε να μου κουνηθεί του ’ριξα δυο τρία κουφέτα κι ησύχασε». Από την εικόνα του ζευγαριού που χορεύει το χορό του Ησαΐα κατά το μυστήριο του γάμου και οι παρευρισκόμενοι, κατά το έθιμο, τους πετάνε ρύζι με κουφέτα, τα οποία, καθώς πέφτουν με δύναμη στο κεφάλι τους, πολλές φορές προκαλούν οδυνηρό πόνο. 3. στον πλ. τα κουφέτα, (στη γλώσσα της αργκό) οι σφαίρες, ιδίως πιστολιού: «έβγαλε το πιστόλι του και τον γέμισε κουφέτα». Συνών. δαμάσκηνα / μούσμουλα. Υποκορ. κουφετάκι, το·
- και στα κουφέτα σου! ευχή σε ανύπαντρο νέο ή νέα που μας εξυπηρέτησε κάπου, να παντρευτεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μου ’ρθε κουφέτο, λέγεται για αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός στην κατάλληλη στιγμή, που μας είναι απόλυτα καλοδεχούμενο: «το ποσό που μου ’δωσε ο φίλος μου μου ’ρθε κουφέτο, γιατί ξεχρέωσα διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις που είχα».  Από το ότι το κουφέτο, καθώς είναι ζαχαρωτό, προξενεί ευχαρίστηση σε αυτόν που το τρώει. Συνών. μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί / μου ’ρθε γλύκισμα / μου ’ρθε καϊμάκι / μου ’ρθε καλούπι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε λουκούμι / μου ’ρθε μεζές / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
- όρσε γαμπρέ κουφέτα! βλ. λ. γαμπρός.
- πότε θα φάμε κουφέτα; ή πότε θα φάμε τα κουφέτα; ή πότε τα κουφέτα; ερώτηση με την οποία  ζητάει κανείς από κάποιον  να του προσδιορίσει την ημερομηνία του γάμου του. Συνήθως η ερώτηση κλείνει με την ευχή με το καλό. Από το ότι τα κουφέτα ταυτίζονται με την τελετή γάμου·
- σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα, υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε ανάξιο άτομο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι απ’ αυτούς που σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα».

μπόι

μπόι, το, ουσ. [<τουρκ. boy]. 1. το ύψος, το ανάστημα του ανθρώπου: «έχει ένα μπόι μέχρι κει απάνω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν μπορείς να με τουμπάρεις με το μπόι σου και με το μαλαματένιο το ρολόι σου). 2. εμπειρική μονάδα που χρησιμοποιείται ως μέτρο βάθους ή ύψους και που αντιστοιχεί με το μέσο αντρικό ανάστημα: «σε κείνο το σημείο το ποτάμι έχει τρία μπόγια βάθος || ο τοίχος της αυλής ήταν ίσαμε δυο μπόγια ψηλός». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- δεν ντρέπεσαι το μπόι σου; επιτιμητική έκφραση σε άτομο που η ηλικία του ή η σωματική του ευρωστία δε συνάδει προς τη συμπεριφορά του: «δεν ντρέπεσαι το μπόι σου να κάνεις ακόμη τέτοιες ανοησίες; || δε ντρέπεσαι το μπόι σου που θέλεις να μαλώσεις μ’ αυτό το πιτσιρικάκι;»·
- δίνει μπόι, (για ρούχα) δίνει την εντύπωση πως προσθέτει ύψος σε αυτόν που τα φοράει: «αυτό το κοστούμι με τη λεπτή κάθετη ρίγα σου δίνει μπόι»·
- δίνω μπόι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μπόι·
- έχω μπόι, είμαι ψηλός: «τ’ άλλα δυο αδέρφια μου είναι ζουμπάδες και μόνο εγώ έχω μπόι»·
- κόβει μπόι, (για ρούχα) δίνει την εντύπωση πως αφαιρεί από το ύψος αυτού που τα φοράει: «αυτό το κοστούμι με τη λεπτή οριζόντια ρίγα σου κόβει μπόι»·
- κρίμα στο μπόι σου! ή κρίμα το μπόι σου! υποτιμητική έκφραση σε άτομο που κάνει ανάρμοστα ή ανεπίτρεπτα πράγματα, σαν να είναι μικρό παιδί, ή που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση που θεωρείται εύκολη. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα στα νιάτα στην τσαχπινιά, κρίμα στο μπόι σου καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το κουκλί να ζητιανεύει το φιλί). Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία, το χέρι αρχίζοντας από κάτω διατρέχει όλο το ανάστημα του ατόμου στο οποίο απευθυνόμαστε, ενώ το πρόσωπο παίρνει μια έκφραση λύπης·
- παίρνω μπόι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μπόι·
- πετώ μπόι, βλ. φρ. ρίχνω μπόι·
- πρώτο μπόι, α. χαρακτηρισμός πολύ ψηλού ατόμου: «ο τάδε ήταν το πρώτο μπόι στο λόχο μας». β. (ειρωνικά) χαρακτηρισμός πολύ κοντού ατόμου: «επειδή είναι πρώτο μπόι, προσέχουμε να μην το πατήσουμε»·
- ρίχνω μπόι, (για πρόσωπα, ιδίως για παιδιά)) ψηλώνω: «την άφησα μια πιθαμή κοριτσάκι και μέσα σε δυο χρόνια έριξε τόσο μπόι, που βάζω σκαμνάκι για να τη φιλήσω!». Συνών. ρίχνω ύψος·
- σαν δεν ντρέπεσαι το μπόι σου! βλ. φρ. δεν ντρέπεσαι το μπόι σου;

νιάτα

νιάτα, τα, ουσ. [<μσν. τά νεότα <αρχ. νεότης], η νεανική ηλικία και γενικά η νεολαία (ακούγεται και το νιάτο): «τα νιάτα της Ελλάδας || κοτζάμ κωλόγερος και παριστάνει το έξαλλο νιάτο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γλεντώ τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), τα περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο
- έφαγε τα νιάτα του, α. τα ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τα νιάτα του διαβάζοντας και τώρα δρέπει τους καρπούς των κόπων του». β. τα έζησε τζάμπα, ανώφελα, τα κατάστρεψε: «έφαγε τα νιάτα του τεμπελιάζοντας || έμπλεξε με τα ναρκωτικά κι έφαγε τα νιάτα του». (Τραγούδι: τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής στα ναυπηγεία ολημερίς, φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά να πάνε οι άλλοι μακριά να ταξιδέψουνε τη γη οι τυχεροί, οι τυχεροί
- θρέφει νιάτα, (ειρωνικά) δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλοι της ηλικίας του έχουν μια δουλειά και δουλεύουν και μόνο αυτός θρέφει νιάτα»·
- κλαίω τα νιάτα μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος που τα πέρασα χωρίς να τα εκμεταλλευτώ δημιουργικά, που τα χαράμισα: «τώρα δεν έχει καμιά αξία να κάθεσαι να κλαις τα νιάτα σου, γιατί, όταν ήσουν νέος, τ’ άφησες να φύγουν ανεκμετάλλευτα»·
- κρίμα στα νιάτα σου! ή κρίμα τα νιάτα σου! λέγεται σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος νεότερός μας αποδεικνύεται λιγότερο ικανός ή δυνατός σε σχέση με αυτό που η ηλικία του απαιτεί, ή που δεν εκτιμά τις δυνατότητες τις οποίες η ηλικία του προσφέρει: «κρίμα στα νιάτα σου, να μην μπορείς ν’ ανέβεις γρήγορα μια σκάλα! || κρίμα τα νιάτα σου να τα χαραμίζεις μ’ αυτές τις παλιοπαρέες». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα τα νιάτα, την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το κουκλί να ζητιανεύει το φιλί
- να μη χαρώ τα νιάτα μου! όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «να μη χαρώ τα νιάτα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να ’χα τα νιάτα σου! έκφραση με την οποία μακαρίζει κάποιος ηλικιωμένος ένα νεαρό άτομο στην περίπτωση κατά την οποία το βλέπει να τεμπελιάζει, ή που το βλέπει να στενοχωριέται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος: «να ’χα τα νιάτα σου και δε θα σήκωνα κεφάλι απ’ τη δουλειά! || να ’χα τα νιάτα σου και δε θα μ’ ένοιαζε το παραμικρό!». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα τα νιάτα σου αχ και να τα ’χα, να ’χα τα νιάτα σου αυτά μονάχα). Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε·
- να χαρείς τα νιάτα σου! (και τη λεβεντιά σου! / και την ομορφιά σου!), παρακλητική έκφραση σε κάποιον ασχέτου ηλικίας για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τα νιάτα σου, βοήθησέ με να τελειώσω τη δουλειά!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα νιάτα σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- στα νιάτα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τα νιάτα μου(!)·
- στα νιάτα μου, κατά τη νεανική μου ηλικία: «στα νιάτα μου, υπήρχαν άλλοι τρόποι διασκέδασης»·
- τόπο στα νιάτα! βλ. λ. τόπος·
- χαίρομαι τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), βλ. φρ. γλεντώ τα νιάτα μου·
- χαραμίζω τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), περνώ τα νιάτα μου ανώφελα, χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι δημιουργικό: «κοτζάμ παλικάρι και χαραμίζει τα νιάτα του στα καφέ και στα μπαράκια!».

παντελόνι

παντελόνι κ. πανταλόνι, το, ουσ. [<ιταλ. pantaloni <γαλλ. pantalon], το παντελόνι. 1. η τσέπη, το πορτοφόλι, ιδίως αυτό που είναι γεμάτο με λεφτά: «όταν έχεις παντελόνι, δε φοβάσαι τίποτα». 2. συχνά ο πλ. με τη σημασία του εν. αριθμού: «σου ’πεσαν τα παντελόνια || κούμπωσε με τρόπο τα παντελόνια του».Υποκορ. παντελονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. συνηθέστ. αν φοράς παντελόνια, έλα·
- αν φοράς παντελόνια, έλα, αν είσαι πράγματι άντρας έλα (ενν. να αναμετρηθούμε δυναμικά): «εμένα δε με τρομάζεις με τα λόγια κι αν φοράς παντελόνια, έλα»·
- απ’ το παντελόνι μου (σου, του κ.λπ.), από τα λεφτά μου (σου, του κ.λπ.), από την τσέπη μου (σου, του κ.λπ.): «όλη αυτή τη σπιταρόνα που βλέπεις, την έφτιαξα απ’ το παντελόνι μου»·
- βράζει το παντελόνι του, βρίσκεται πάνω στα νιάτα του, πάνω στη σεξουαλική του ορμή: «το μυαλό του γιου μου είναι συνέχεια στις γυναίκες, γιατί βράζει το παντελόνι του»·
- έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, πρόκειται για πάρα πολύ φτωχό άτομο: «εσύ δεν είσαι τόσο φτωχός, γιατί ξέρω κάποιον που έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι»·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, θα σε καταξεφτιλίσω, θα σε καταντροπιάσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου βγάλω τα παντελόνια μπροστά στον κόσμο»·
- και φοράς (και) παντελόνια! βλ. φρ. κρίμα στα παντελόνια σου(!)·
- κατεβάζω το παντελόνι ή κατεβάζω το παντελόνι μου ή κατεβάζω τα παντελόνια ή κατεβάζω τα παντελόνια μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις κάποιου: «για να πάρει μια θέση στο εργοστάσιο, κατέβασε και τα παντελόνια του στο διευθυντή»·
- κοντό παντελόνι, βλ. λ. παντελονάκι·
- κρίμα στα παντελόνια σου! ή κρίμα στα παντελόνια που φοράς! υποτιμητική ή επιτιμητική έκφραση σε άντρα που συμπεριφέρεται ανάρμοστα ή δειλά σε αντιδιαστολή με τον πραγματικό άντρα, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει ή με γενναιότητα: «δε ντρέπεσαι να δέρνεις μικρό παιδί, κρίμα στα παντελόνια που φοράς! || σαν δε ντρέπεσαι να φοβάσαι αυτό το σκυλάκι, κρίμα στα παντελόνια σου!»·
- μακρύ παντελόνι, που τα μπατζάκια του καλύπτουν τα πόδια μέχρι τους αστραγάλους
- παντελόνι σωλήνας, που έχει στενά μπατζάκια και για το λόγο αυτό είναι πολύ εφαρμοστό στα πόδια: «το παντελόνι σωλήνας ήταν κάποτε πολύ της μόδας»·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά πούλια μου πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «αφού έτσι μου ’ρχεται το ζάρι, είμαι υποχρεωμένος να τα κάνω παντελόνια». Από το μήκος που δημιουργείται, όταν συσσωρεύονται τα πούλια το ένα πάνω στο άλλο, κάτι που παρομοιάζεται με το μπατζάκι του παντελονιού. Συνών. τα κάνω κοκορέτσι·
- τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), έχω λεφτά (χωρίς απαραίτητα να είμαι και πλούσιος): «σήμερα που πληρώθηκα και τα ’χω στο παντελόνι, μπορώ να πάω να σας κεράσω από ένα ουίσκι»·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ. συνηθέστ. τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ, συμπεριφέρομαι ως πραγματικός άντρας: «σαν άντρας έχω μια αξιοπρέπεια, γι’ αυτό τιμώ τα παντελόνια που φορώ»·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει το περίστροφό του, του ’πεσαν τα παντελόνια»·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, του πήραν όλα τα χρήματα που είχε επάνω του, ιδίως του κέρδισαν όλα τα χρήματα σε χαρτοπαίγνιο: «έκατσε να παίξει με τα σαΐνια της πιάτσας και του πήραν και τα παντελόνια».