Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κράτηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κράτηση, η, ουσ. [<μτγν. κράτησις <κρατῶ], η κράτηση. 1. ολιγοήμερη φυλάκιση: «ο δικαστής του επέβαλλε πέντε μέρες κράτηση για ανάρμοστη συμπεριφορά». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η στέρηση εξόδου ως ποινή για ελαφρά παραπτώματα: «έχω πέντε μέρες κράτηση, γιατί μ’ έπιασε ο δεκανίκος να κάνω κοπάνα». 3α. στον πλ. οι κρατήσεις, το ποσό που κρατείται από οποιεσδήποτε αμοιβές εργαζομένων για τα ασφαλιστικά τους ταμεία ή για άλλους λόγους: «παίρνω χίλια ευρώ το μήνα, αλλά με τις κρατήσεις που μου κάνουν μου μένουν καθαρά στο χέρι οχτακόσια πενήντα». β. ειδική υπηρεσία σε μεταφορική εταιρεία όπου, ο επιβάτης, μπορεί εκ των προτέρων να κρατήσει θέση για τη μέρα που θέλει να ταξιδέψει: «παρακαλώ, πού βρίσκονται οι κρατήσεις;».