κουτσός
κουτσός,
-ή, -ό, επίθ.
[<μσν. κοτσός, από το θ. κοψο- του ρ. κόπτω], κουτσός. 1. (στη γλώσσα
των ναρκωτικών) που του λείπει το χασίσι και για το λόγο αυτό είναι χαρμάνης:
«όταν είναι κουτσός, παίρνει σβάρνα τα στέκια για να βρει την άκρη του». 2.
το θηλ. ως ουσ. η κουτσή, το λάθος, ο λανθασμένος υπολογισμός, το
σφάλμα, το παράπτωμα, η απρέπεια: «για κάθε κουτσή υπάρχουν και οι ανάλογες
συνέπειες». Συνών. στραβός. (5). 3. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό (βλ. λ.). Επίρρ. κουτσά. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- έγινε
η κουτσή, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ενήργησε άπρεπα, εσφαλμένα, λανθασμένα:
«τώρα που έγινε η κουτσή, να δούμε πώς θα τα μπαλώσουμε!». Συνών έγινε η
στραβή·
- είναι
κουτσό άλογο, βλ. λ. άλογο·
- και
η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- κι
ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, ακόμη και αν υστερούμε κάπου ή σε
κάτι, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, μπορούμε να
φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «όταν θέλεις να πετύχεις
κάτι, όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν, αν το θέλεις πάρα πολύ θα το πετύχεις,
γιατί, κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη». Συνών. στάλα
με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι / το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό·
-
κουτσά στραβά, περίπου,
σχεδόν, όπως όπως, έτσι κι έτσι, με δυσκολία: «παρ’ όλη την αναδουλειά που
υπάρχει, κουτσά στραβά τη βγάζουμε». Συνήθως δίνεται και ως απάντηση στην
ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και
δηλώνει πως στη δουλειά μας και γενικά στη ζωή μας αντιμετωπίζουμε δυσκολίες·
- κουτσά
στραβά κι ανάποδα, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- κουτσοί
στραβοί στον Άι Παντελεήμονα, λέγεται για αναξιοπαθούντες, που πηγαίνουν
για βοήθεια στο ίδιο πρόσωπο ή που καταφεύγουν στο ίδιο μέσο σωτηρίας:
«κουράστηκα να βοηθώ όλον τον κόσμο, γιατί το ’χουν μάθει όλοι και τώρα,
κουτσοί στραβοί στον Άι Παντελεήμονα». Από το ότι ο Άγιος Παντελεήμονας ήταν
γιατρός που θεράπευε δωρεάν τους ασθενείς του·
-
περνώ κουτσά στραβά ή
την περνώ κουτσά στραβά, ζω κάπως υποφερτά: «δεν έχω παράπονο, γιατί
περνώ κουτσά στραβά τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: το Σαββατοκύριακο ω!ω!ω!
το Σαββατοκύριακο κουτσά στραβά περνά, τη Δευτέρα μάστορα μπατίρηδες
ξανά)·
- την
έκανα την κουτσή, έκανα λάθος, σφάλμα, παράπτωμα, απρέπεια, λάθος
υπολογισμό: «είχες δεν είχες την έκανες πάλι την κουτσή και μας εξέθεσες στον
κόσμο || την έκανα την κουτσή στη δουλειά και δεν ξέρω τώρα πώς θα τα μπαλώσω».
Συνών. την έκανα τη στραβή·
- το
κάνει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το
ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- τον
ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία.
Μαρία
Μαρία,
η, κύρ. όν. [λ. εβρ. ή αραμ.], η
Μαρία· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. συνηθέστ. μαρίκα (2)·
-
αχ, Μαρία μου, τα μπού-τια σου! (στη γλώσσα του στρατού) φρ. που χρησιμοποιείται
για το συγχρονισμό του βηματισμού στρατιωτικής ομάδας· βλ. και λ. μπούτι·
-
δεν περνάς κυρά Μαρία, δηλώνει απαγόρευση διέλευσης ή εισόδου: «όποιος
και να ’σαι, δεν περνάς κυρά Μαρία». Λέγεται με ειρωνική διάθεση και αναφέρεται
στο ομώνυμο παιδικό παιχνίδι, που παίζεται στην ύπαιθρο·
-
και η κουτσή Μαρία, συνοδευτική έκφραση που σχολιάζει αρνητικά ένα θέμα
ή που δηλώνει πως δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον, καμιά πρωτοτυπία, που είναι
εντελώς κοινότοπο, ανάξιο λόγου, που απευθύνεται στις μάζες ή γίνεται αναπάντεχα
από πάρα πολύ κόσμο, από τις μάζες: «τώρα που έγινε γνωστό το μπαράκι και
μαζεύεται και η κουτσή Μαρία, εγώ δεν ξαναπατάω το πόδι μου || έμαθε και η
κουτσή Μαρία το ζεϊμπέκικο και μας το ξεφτίλισαν κι αυτό || τώρα θ’ ανοίξω
βιντεοκλάμπ, που άνοιξε και η κουτσή Μαρία; || είναι ένα αυτοκίνητο που τ’
αγόρασε και η κουτσή Μαρία». Από το ότι το όνομα Μαρία είναι ένα πολύ
διαδεδομένο όνομα·
-
και ποιος θα…, η Μαρία; έκφραση με την οποία θεωρούμε αυτονόητο πως αυτό
που δηλώνει το ρήμα θα γίνει από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συνήθως οι ενέργειες
αυτές έχουν σχέση με το σπίτι, με το νοικοκυριό: «πάλι εγώ θα πλύνω τα πιάτα,
καλέ μαμά; -Και ποιος θα τα πλύνει, η Μαρία; || πάλι εγώ θα σιδερώσω τα ρούχα;
-Και ποιος θα τα σιδερώσει, η Μαρία;». Από το ότι τις πιο πολλές φορές παλιότερα
στα διάφορα αστικά ή μικροαστικά σπίτια οι πιο πολλές υπηρετριούλες λέγονταν
Μαρία, μια και το όνομα αυτό είναι πολύ διαδεδομένο· βλ. και φρ. σπάσ’ τα
Μαρία(!)·
-
κάνω την οσία Μαρία, βλ. λ. όσιος·
-
σπάσ’ τα Μαρία! επιφωνηματική έκφραση σε άτομο, ιδίως σε γυναίκα ή
κοπέλα, που έκανε μια ζημιά και συγκεκριμένα που έσπασε κάποιο πιάτο ή κάποιο άλλο
γυαλικό. Παραθέτω το παιδικό παιχνίδι που παιζόταν μόνο από κορίτσια. -Μαρία,
Μαρία. -Ορίστε, κυρία. -Τα πιάτα, Μαρία. -Τα ’σπασα, κυρία. -Μπράβο
(αποδοκιμαστικά), Μαρία! -Ευχαριστώ, κυρία·
-
το κάνει και η κουτσή Μαρία, λέγεται για πράξη που θεωρείται τόσο εύκολη,
που μπορεί να την πραγματοποιήσει ο καθένας: «μου ανέθεσε να κάνω κάτι που
μπορεί να το κάνει και η κουτσή Μαρία». Αναφορά σε γνωστό θηλυπρεπή της παλιάς
Αθήνας όπου το κάνει, παραπέμπει στην ερωτική πράξη·
-
το ξέρει και η κουτσή Μαρία, είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, το γνωρίζει
ο καθένας: «αυτό που μου λες και νομίζεις ότι είναι μυστικό, το ξέρει και η
κουτσή Μαρία»·
-
τον ξέρει και η κουτσή Μαρία, είναι πασίγνωστος: «τον τραγουδιστή Γιάννη
Πάριο, τον ξέρει και η κουτσή Μαρία».