Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κουτουρού
κουτουρού,
επίρρ.
[<τουρκ. götürü], χωρίς σκέψη, χωρίς υπολογισμό, στην τύχη: «μη λες
κουτουρού ό,τι σου κατέβει, γιατί δεν ξέρεις πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα ||
πήρε κουτουρού ένα λαχείο και του ’τυχε του κωλόφαρδου!»·
- βαδίζω
κουτουρού ή πάω κουτουρού ή τραβώ κουτουρού ή βαδίζω στα
κουτουρού ή πάω στα κουτουρού ή τραβώ στα κουτουρού, βλ.
συνηθέστ. βαδίζω στα τυφλά, λ. τυφλός·
- στα
κουτουρού, τυχαία, χωρίς σκέψη, στα τυφλά: «όταν συμπληρώνω το λότο, βάζω
τους αριθμούς στα κουτουρού». (Λαϊκό τραγούδι: ξηγιόμαστε στα κουτουρού μέχρι
να μπούμε στην ψειρού)·
- ρίχνω
κουτουρού, ή ρίχνω στα κουτουρού, πυροβολώ στον αέρα, πυροβολώ χωρίς
στόχο: «πάνω στο κέφι τους τράβηξαν τα πιστόλια τους κι άρχισαν να ρίχνουν
κουτουρού».