κουτάκι
κουτάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. κουτί]. 1. μικρός, στενός χώρος, μικρό δωμάτιο, μικρό
διαμέρισμα: «απορώ πώς ζουν μέσα σ’ ένα κουτάκι τόσα πολλά άτομα!». 2.
(ειρωνικά ή χαϊδευτικά) το γυναικείο αιδοίο, το μουνί, το μουνάκι. Συνήθως έτσι
το αναφέρουν τα πολύ μικρά κοριτσάκια: «μαμά, πονάει το κουτάκι μου». 3.
(χαϊδευτικά) το ταμείο, η κάσα: «για να δούμε τι λεφτά υπάρχουν στο κουτάκι».
(Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα
και δώσ’ τε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα)·
- άνοιξε
το κουτάκι, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, άρχισε να λέει
ανοησίες, βλακείες: «για ένα διάστημα έλεγε σωστά πράγματα, αλλά ξαφνικά άνοιξε
το κουτάκι κι έλεγε ό,τι φτάσει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το με τις
μαλακίες.