Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κουβεντιάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κουβεντιάζω, ρ. [<κουβέντα + κατάλ. -ιάζω], κουβεντιάζω. 1. κακολογώ, κουτσομπολεύω: «όλοι τον κουβεντιάζουν στην αγορά για τα καμώματά του». 2. συζητώ, διαπραγματεύομαι: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένοι στο γραφείο και κουβεντιάζουν τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου λέει η μάνα σου για μένα κι όλο μου μιλάς με μάτια δακρυσμένα; Θέλει μ’ άλλονε να κουβεντιάσεις και εμένα πια να με ξεχάσεις, και εμένα, θέλει, πια να με ξεχάσεις
- αντάμα είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε, βλ. λ. αντάμα·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- κουβεντιάζει με τ’ άστρα, βλ. λ. άστρο·
- με κουβεντιάζουν, με κακολογούν, με κουτσομπολεύουν: «ξέρω πως με κουβεντιάζουν, επειδή κάνω παρέα με τον τάδε, που μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή».

αντάμα

αντάμα, επίρρ. [<μσν. ἀντάμα <ἐντάμα <ἐν τῷ ἄμα], μαζί: «προχωρούσαν αντάμα στην άκρη της παραλίας || συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο κι ήρθαν στο σπίτι αντάμα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τ’ αναμορφωτήρια στα μπουρδέλα ναρκωτικά πιοτό και τρέλα, της Αποκάλυψης τα τέρατα αντάμα πελάτης, μπάτσος, νταβατζής και η μαντάμα
- αντάμα είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε, υπάρχει τέλεια ασυνεννοησία: «πρέπει να συναντηθούμε μια άλλη φορά να συζητήσουμε, που θα είμαστε πιο ήρεμοι γιατί τώρα αντάμα είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε». Συνών. άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου·
- όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης.

άστρο

άστρο, το, ουσ. [<αρχ. ἄστρον], το άστρο. 1. το αστέρι: «το βράδυ ο ουρανός είναι γεμάτος άστρα». 2. διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού, το αστέρι: «όπου να ’ναι θα πάρει και τρίτο άστρο και θα γίνει συνταγματάρχης». Υποκορ. αστράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- ανέτειλε το άστρο του, ξεκίνησε λαμπρή σταδιοδρομία: «το άστρο του ανέτειλε στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα και μέχρι τις αρχές του δύο χιλιάδες είχε γίνει μεγάλος και τρανός»·
- βασίλεψε το άστρο του, βλ. φρ. έσβησε το άστρο του·
- γυρεύω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους, (για ζευγάρια) δεν μπόρεσαν να συνταιριάξουν, είχαν διαφορετικούς χαρακτήρες ή ενδιαφέροντα γι’ αυτό και δεν αποφάσισαν να κάνουν δεσμό: «ήταν κι οι δυο τους καλά παιδιά και πήρα την απόφαση να γνωρίσω τον έναν με τον άλλον αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους». Συνών. δεν τα βρήκαν (α)·
- διαβάζει τ’ άστρα, έχει την ικανότητα, τη γνώση να μαντεύει το μέλλον από τη θέση των άστρων στον ουρανό: «κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσει μια καινούρια δουλειά, πηγαίνει στον τάδε αστρολόγο, γιατί διαβάζει τ’ άστρα μ’ επιτυχία»·
- έδυσε τ’ άστρο του, βλ. φρ. έσβησε τ’ άστρο του·
- είδα άστρα, βλ. συνηθέστ. είδα αστράκια, λ. αστράκι·
- είδα τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- έσβησε τ’ άστρο του, α. έχασε την αίγλη του, τη δόξα του: «κάποτε κυριαρχούσε στην πολιτική κονίστρα, αλλά βγήκαν νέοι πολιτικοί με νέες ιδέες και προγράμματα κι έσβησε τ’ άστρο του». β. πέθανε: «έσβησε τ’ άστρο του μια χειμωνιάτικη νύχτα»·
- ζητώ τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- θέλω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- κατεβάζω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- κουβεντιάζει με τ’ άστρα, βλ. φρ. μιλάει με τ’ άστρα·
- λάμπει τ’ άστρο του, βλ. φρ. μεσουρανεί τ’ άστρο του·
- μ’ ανέβασε στ’ άστρα, με έκανε ευτυχισμένο: «μόλις μου είπε το ναι, μ’ ανέβασε στ’ άστρα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ, αυτή η αγάπη στ’ άστρα μ’ ανεβάζει
- μεσουρανεί τ’ άστρο του, βρίσκεται στο απόγειο της αίγλης του, της δόξας του: «δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την αρχηγία του στο κόμμα, γιατί μεσουρανεί τ’ άστρο του || τον καιρό που μεσουρανούσε τ’ άστρο του ήταν παντοδύναμος»·
- μιλάει με τ’ άστρα, βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, αεροβατεί: «μην του έχεις και πολύ εμπιστοσύνη, γιατί μιλάει με τ’ άστρα ο άνθρωπος!»· βλ. και φρ. διαβάζει τ’ άστρα·
- μου ζητάει να κατεβάσω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- πιστεύει στ’ άστρα, πιστεύει πως τα άστρα επηρεάζουν την τύχη, το πεπρωμένο του: «κάθε τόσο συμβουλεύεται διάφορους αστρολόγους, γιατί πιστεύει στ’ άστρα»·
- πιστεύει στ’ άστρο του, πιστεύει πως γενικά όλα στη ζωή του θα γίνουν όπως τα επιδιώκει, πιστεύει πως έχει καλή τύχη, καλό πεπρωμένο: «είναι σίγουρος πως μια μέρα θα γίνει μεγάλος και τρανός, γιατί πιστεύει στ’ άστρο του»·
- σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού, πολύ μεγάλο, αμέτρητο πλήθος, πολύ μεγάλη, αμέτρητη ποσότητα: «έχει πολλούς φιλάθλους αυτή η ομάδα; -Σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού || έχει πολλά λεφτά αυτός ο άνθρωπος; -Σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού». Πρβλ. όσα είναι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, τόσους πόνους έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όπως τρέχουν τα νερά του ποταμού, έτσι τρέχουν και τα μαύρα δάκρυά μου (Λαϊκό τραγούδι)·
- τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα και γκρεμίζουν κάστρα, βλ. λ. άσπρα·
- τάζω τ’ άστρα τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- το άστρο της αυγής, ο αυγερινός: «μόλις άρχισε να φωτίζει η μέρα, ξεχωρίσαμε στον ουρανό το άστρο της αυγής»·
- το άστρο της ημέρας, ο ήλιος: «μόλις φώτισε το άστρο της ημέρας, ξεκίνησαν για τη δουλειά»·
- το άστρο της νύχτας, η σελήνη: «τον Γενάρη το άστρο της νύχτας φωτίζει πολύ έντονα τη γη»·
- το άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας: «καθώς ταξιδεύαμε τη νύχτα, είχαμε για πυξίδα το άστρο της τραμουντάνας»·
- τρεμοσβήνει τ’ άστρο του, βρίσκεται στο τέλος της αίγλης, της δόξας του: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά τώρα τρεμοσβήνει τ’ άστρο του».

χήρα

χήρα, η, ουσ. [<αρχ. χήρα], η χήρα·
- αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που προσποιείται πως στενοχωριέται, πώς θλίβεται για το κακό που έπαθε κάποιος οικείος του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- εύθυμη χήρα, λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει πεθάνει ο άντρας της και αυτή, αντί να τον πενθεί, ζει χαρούμενη και ξέγνοιαστη ζωή: «έχουμε στη γειτονιά μας μια εύθυμη χήρα, που μόλις τη βλέπουν οι άντρες, την πειράζουν». Από την ομώνυμη οπερέτα του Ούγγρου συνθέτη Φ. Λεχάρ·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, η χήρα όσο και να είναι τίμια, ο κόσμος είναι πάντα έτοιμος να σχολιάσει αρνητικά την ηθική της: «απ’ τη μέρα που έχασε τον άντρα της, προσπαθεί να είναι τύπος και υπογραμμός, όμως η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν»·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βιάζεται, ανυπομονεί πάρα πολύ, αδημονεί για κάτι: «του ’ταξα πως θα τον κεράσω στα μπουζούκια, και κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Από το ότι η χήρα, επειδή της λείπει ο άντρας, όταν της τύχει να βρεθεί με κάποιον άντρα στο κρεβάτι, βιάζεται να αρχίσει η σεξουαλική διαδικασία·
- κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε όσους παραπονούνται, χωρίς να υπάρχει κάποιος πραγματικός λόγος: «ε ρε, και να ’χα λεφτά, να δεις τι θα ’καμνα! -Κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες. Εσύ το λες αυτό, που σου άφησε ο πατέρας σου ολόκληρη περιουσία;». Από το ότι οι χήρες από τη στιγμή που τους λείπει ο άντρας, δίκαια παραπονιούνται που δεν έχουν κάποιον προστάτη ή κάποιον να τις επιβάλει τη σεξουαλική πράξη, πράγμα για το οποίο δεν πρέπει να παραπονιούνται οι παντρεμένες, αφού έχουν τον άντρα τους·
- μαύρη χήρα, δηλητηριώδης αράχνη, που καταβροχθίζει το αρσενικό μετά το ζευγάρωμα: «πέθανε από τσίμπημα μαύρης χήρας»·
- ο οβολός της χήρας, μικρή οικονομική εισφορά, που όμως προέρχεται από το υστέρημά μας: «έδωσαν οι άλλοι από ένα ποσό, έδωσα κι εγώ τον οβολό της χήρας»·
- οι χήρες και τα ορφανά, χαρακτηρίζει κατηγορία ατόμων που έχουν μεγάλη ανάγκη από φροντίδα, από προστασία: «η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης δείχνει άμεσο ενδιαφέρον για τις χήρες και τα ορφανά»·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, βλ. λ. θέλω·
- το δίλεπτο της χήρας, βλ. συνηθέστ. ο οβολός της χήρας. Πρβλ.: εἶδε δέ τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά (Λουκά, κα΄ 2).