Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κορόιδο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κορόιδο, το, ουσ. [<σπάνιο κουρόγιδο (= κουρεμένο γίδι]. 1. άτομο που προσφέρει στους άλλους τη δυνατότητα να το περιγελάσουν, να το εμπαίξουν, να το περιπαίξουν, ο βλάκας: «κάθε βράδυ σπάμε πλάκα, όταν έρχεται αυτό το κορόιδο στην παρέα μας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορόιδο Μουσολίνι κι όχι μαγκιόρος όπως λες, λύκοι και κένταυροι που στέλνεις έχουνε γίνει για να τους κλαις). 2. άτομο που πέφτει εύκολα θύμα εξαπάτησης, ο αφελής, ο ευκολόπιστος: «τον βρήκανε κορόιδο και του ’φαγαν όλα τα λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι μου ζητάς στο δίνω, σαν κορόιδο σ’ αγαπώ, κι αν μου μάσησες τα φράγκα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη που ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο). 3. παιδικό ομαδικό παιχνίδι, που παίζεται στο ύπαιθρο από ομάδα παιδιών που πετούν το ένα στο άλλο συνήθως μια μπάλα, ενώ ένα άλλο προσπαθεί να τους την αποσπάσει. Αν το κατορθώσει, κορόιδο γίνεται το παιδί που πέταξε τελευταίο την μπάλα. Υποκορ. κοροϊδάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: ψάχνουν για κοροϊδάκι, για κανένα καψουράκι). Μεγεθ. κοροϊδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- για κορόιδα ψάχνεις; ή για κορόιδο ψάχνεις; ειρωνική έκφραση, αλλά και με επιθετική διάθεση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα πέντε χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι, θα σου τα επιστρέψω αύριο διπλά. -Για κορόιδα ψάχνεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά· 
- (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης: «μ’ έπιασαν κορόιδο κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα || πήγε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε πως εγώ δεν πιάνομαι κορόιδο». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα, Χάρε, καρτερείς και τον καιρό σου χάνεις· όσο υπάρχει το κρασί κορόιδο δε με πιάνεις // κορόιδα δεν πιαστήκανε, γιατί την ψυλλιαστήκανε· ζούλα γίναν οι λουλάδες, τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες). Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα, βλ. λ. ρολόι·
- εις υγεία του κορόιδου! ή εις υγείαν του κορόιδου! βλ. λ. υγεία·
- κάνω το κορόιδο, α. προσποιούμαι πως δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω κάτι: «σε σένα μιλάω, μην κάνεις το κορόιδο». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει, και με κόλπο έξυπνο τονε χαιρετάει). β. προσποιούμαι άγνοια, κάνω τον ανήξερο, κάνω πως δεν έχω ιδέα, ιδίως για κάτι κακό ή παράνομο: «πάψε να κάνεις το κορόιδο και πες μας ό,τι ακριβώς ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν πεις και για τους φίλους μου, που αγάπησα σαν ρόιδο, όποτε κι αν με πιάσανε, μου κάναν το κορόιδο). γ. παραβλέπω κάτι: «αλλού κι αλλού ξέρεις να δίνεις τα χρέη σου, ενώ σε μένα κάνεις το κορόιδο». δ. προσποιούμαι τον κουτό, τον βλάκα: «αυτός κάνει το κορόιδο, αλλά είναι μάρκα μ’ έκαψες». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα καταλαβαίνω, όλα τα καταλαβαίνω, όμως κάνω το κορόιδο και σωπαίνω). ε. δε μαρτυρώ κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «αν δεν έκανα το κορόιδο στο δικαστήριο, θα ’σουν σήμερα στη φυλακή»·
- κορόιδο είμαι; δεν είμαι καθόλου κορόιδο, δεν είμαι βλάκας: «κορόιδο είμαι να δώσω δανεικά σ’ αυτόν τον απατεώνα; || κορόιδο είμαι να μην το πάρω, αφού μου το δίνει;»·
- κορόιδο με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα: «όλοι το λένε πως ο φίλος σου είναι κορόιδο με πατέντα». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα, γλέντα, γλέντα, γλέντα, γιατί αλλιώς είσαι κορόιδο με πατέντα
- κορόιδο της τράπουλας, άτομο που χάνει τα λεφτά του συστηματικά στη χαρτοπαιξία και, κατ’ επέκταση, άτομο καταγέλαστο: «τι βάση να δώσω σε σένα, ρε κορόιδο της τράπουλας, που γελάει μαζί σου και το παρδαλό κατσίκι!»·
- κορόιδο χοντρέ! βλ. λ. χοντρός·
- μοιάζω για κορόιδο; ή μοιάζω με κορόιδο; βλ. φρ. για κορόιδα ψάχνεις(;)·
- πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι, πέφτω θύμα εξαπάτησης: «μπορεί να δείχνει αγαθός άνθρωπος, αλλά δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο || είναι τόσο αφελής, που μπορεί να τον πιάσει κορόιδο κι ένα μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το ’λπιζα Μανόλη κορόιδο να πιαστείς,τον μπαγλαμά να σπάσεις αχ, στη φυλακή να μπεις
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, βλ. λ. φυλακή·
- τον παίρνω για κορόιδο, τον εκλαμβάνω για αφελή, για ευκολόπιστο, για άτομο που πέφτει εύκολα θύμα εξαπάτησης, πράγμα όμως που μπορεί και να μην είναι: «τον πήρα για κορόιδο αλλά, δυστυχώς την πάτησα, γιατί ο τύπος αποδείχτηκε αητός». (Λαϊκό τραγούδι: για κορόιδα, ρε μας παίρνεις, κι ολοένα μας τη φέρνεις;
- τον πιάνω κορόιδο, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «τον έπιασα κορόιδο και του πούλησα σκάρτο εμπόρευμα». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ κορόιδο να με πιάσεις δεν μπορείς, μαζί μου που ’μπλεξες μπαστούνια θα τα βρεις). Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω γιατρό / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά·
- του την έσκασα σαν κορόιδο, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, αλλά του την έσκασα σαν κορόιδο και του ’φαγα ένα κάρο λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το ’να μήλο τ’ άλλο ρόιδο, άιντε, του τη σκάσαν σαν κορόιδο και του πήραν τα ψιλά του, άιντε, και τον στείλαν στη δουλειά του). 

ρολόι

ρολόι κ. ρολόγι, το, ουσ. [<ρολόγι], το ρολόι· το ταξίμετρο: «για πες μου, πόσα έγραψε το ρολόι να σε πληρώσω;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δουλεύει ρολόι, α. (για επιχειρήσεις) δουλεύει χωρίς προβλήματα και πολύ ικανοποιητικά: «το εργοστάσιό του δουλεύει ρολόι». (Λαϊκό τραγούδι: τεκέ, βρε, που σκαρώσανε που δούλευε ρολόι και πήγαινε και φούμερνε όλο το σκυλολόι). β. (για μηχανήματα) που βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και δουλεύει χωρίς προβλήματα: «έκανα σέρβις στ’ αυτοκίνητό μου κι η μηχανή του δουλεύει ρολόι»·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα ή δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι μηχανές, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που δουλεύει ή από κάποιον που είναι τεμπέλης, όταν γίνεται αναφορά πάνω σε δουλειά·
- είμαι σαν ξεκούρντιστο ρολόι, η δραστηριότητά μου ή η αντίληψή μου, παρουσιάζει κενά για διάφορους λόγους: «ό,τι και να μου λες τώρα, έχω τέτοια νύστα, που είμαι σαν ξεκούρντιστο ρολόι»·
- έσπασε όλα τα ρολόγια, (ιδίως για δρομέα ταχύτητας) έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, κατέρριψε όλα τα ρεκόρ: «έκανε τέτοια κούρσα ο αθλητής μας, που έσπασε όλα τα ρολόγια»·
- η δουλειά πάει ρολόι, βλ. λ. δουλειά·
- με το ρολόι, α. έκφραση με την οποία επισημαίνουμε σε κάποιον ότι έχουμε υπολογίσει επακριβώς το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόμαστε: «το ταξίδι μας είχε διάρκεια τρεις ώρες με το ρολόι || άργησες είκοσι λεπτά με το ρολόι». β. έκφραση με την οποία προσδιορίζουμε σε κάποιον την ακριβή ώρα: «η ώρα είναι εφτά με το ρολόι || θα ’ρθω στο σπίτι σου στις δέκα με το ρολόι»·
- οι δείκτες του ρολογιού δε γυρίζουν πίσω, βλ. λ. δείκτης·
- όλα δουλεύουν ρολόι, α. (για επιχειρήσεις) τα πάντα εξελίσσονται κανονικά, χωρίς προβλήματα ή δυσκολίες και πολύ ικανοποιητικά: «υπάρχει τέτοια εργασιακή σχέση ανάμεσα στην εργοδοσία και τους εργάτες, που στο εργοστάσιο όλα δουλεύουν ρολόι». β. (για μηχανήματα) βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και δουλεύει χωρίς το παραμικρό πρόβλημα: «σ’ ένα τόσο ακριβό αυτοκίνητο όλα δουλεύουν ρολόι»·
-όλα πάνε ρολόι, (γενικά) τα πάντα στη ζωή μου εξελίσσονται με κανονικό, με ικανοποιητικό ρυθμό και χωρίς καθόλου προβλήματα ή δυσκολίες: «είμαι πολύ ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου, γιατί όλα πάνε ρολόι»· βλ. και φρ. όλα δουλεύουν ρολόι·
- πάει ρολόι, βλ. φρ. δουλεύει ρολόι·
- πάει σαν ξεκούρντιστο ρολόι, δεν περπατάει σταθερά, έχει περίεργο βηματισμό: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει σαν ξεκούρντιστο ρολόι». Από την εικόνα του ξεκούρντιστου ρολογιού, που, επειδή δουλεύει προβληματικά, δε μας δείχνει τη σωστή ώρα·
- συγχρόνισαν τα ρολόγια τους, συντόνισαν απόλυτα τις ενέργειές τους για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «μετά το θάνατο του πατέρα τους, τα δυο αδέρφια συγχρόνισαν τα ρολόγια τους και ανέλαβαν τη διεύθυνση του εργοστασίου».

φυλακή

φυλακή, η, ουσ. [<αρχ. φυλακή (= φρουρά). Η σημερινή σημασία μσν.], η φυλακή. 1. η ποινή της φυλάκισης που επιβάλλει το δικαστήριο σε κάποιον: «έφαγε πέντε χρόνια φυλακή». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η ποινή που επιβάλλεται από ανώτερο σε κατώτερο και που συνήθως είναι στέρηση της εξόδου από το στρατόπεδο: «τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα πίσω απ’ τα μαγειρεία, και τον τιμώρησε με δέκα μέρες φυλακή». 3. χώρος στενός και σκοτεινός: «ζούσε σ’ ένα υπογειάκι που ήταν σκέτη φυλακή». 4. καθετί που υποτίθεται πως στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική ελευθερία του ατόμου: «ο γάμος είναι φυλακή || η μοναξιά είναι φυλακή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άνθρωπος της φυλακής, βλ. λ. άνθρωπος·
- βγαίνω απ’ τη φυλακή, αποφυλακίζομαι, αφού πρώτα εξέτισα την ποινή που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «βγαίνει αύριο απ’ τη φυλακή κι είναι μέσ’ στη χαρά του»·
- είμαι φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) είμαι τιμωρημένος με στέρηση εξόδου: «αύριο δε θα βγω έξω, γιατί είμαι φυλακή»·
- έχω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. φρ. είμαι φυλακή·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα· 
- θου Κύριε φυλακήν (τω στόματί μου), βλ. λ. κύριος·
- κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, εκτίω κάποια ποινή που μου επιβλήθηκε από δικαστήριο: «έφαγα πέντε χρόνια και τώρα κάνω τη φυλακή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη που ’χει ντούμπλα το μουστάκι
- μ’ έχει φυλακή, μου στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική μου ελευθερία: «αυτός γυρνάει δεξιά αριστερά με τους φίλους του, κι εμένα μ’ έχει φυλακή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω δικαίωμα κι εγώ μες στη ζωή· θέλω χαρούμενα σαν άνθρωπος να ζήσω· δε σε παντρεύτηκα να μ’ έχεις φυλακή και σε μια κάμαρη τα νιάτα μου να κλείσω
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, έκφραση απελπισίας ή αδιαφορίας στην περίπτωση που κάποιος, ούτως ή άλλως, είναι ή νιώθει χαμένος: «μην κάνεις πολλά έξοδα, γιατί αύριο μεθαύριο θα το μετανιώσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα || αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, σίγουρα θα τα χάσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε βαριέσαι·
- μπαίνω στη φυλακή ή μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι ύστερα από καταδίκη μου από δικαστήριο: «πριν από πολλά χρόνια μπήκα φυλακή κι ούτε στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- πάω στη φυλακή ή πάω φυλακή, φυλακίζομαι, ιδίως έχοντας επίγνωση ότι, όταν παρανομούσα ή παρατυπούσα θα φυλακιζόμουν: «δε θα κάνω αυτό που μου λες, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω φυλακή για χάρη σου»·
- σαπίζει στη φυλακή, εκτίει μακροχρόνια ποινή, είναι βαρυποινίτης: «διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα πριν από χρόνια και τώρα σαπίζει στη φυλακή»·
- την κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή, βλ. λ. κάπα·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που πηγαίνει χωρίς κανένα σπουδαίο λόγο φυλακή, που καταδικάζεται άδικα·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, τα τολμηρά και τα ριψοκίνδυνα άτομα, προκειμένου να κάνουν αυτό που έχουν αποφασίσει, δε φοβούνται να πάνε ακόμη και στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, που δε σηκώνουν συμβουλές, ούτε πολλές κουβέντες
- τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, τον φυλακίζω ως δικαστήριο ή ως ιδιώτης που πέτυχα καταδικαστική απόφαση σε βάρος του: «όταν του ’λεγα πως θα τον βάλω φυλακή, δε με πίστευε και, μόλις άκουσε την καμπάνα απ’ τον πρόεδρο, του ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι». (Λαϊκό τραγούδι: αύριο με δικάζουνε και φυλακή με βάζουνε,γιατί αυτή που αγάπησα μ’ έκανε κι εγκλημάτησα
- τον βγάζω απ’ τη φυλακή, πετυχαίνω την αποφυλάκισή του χρησιμοποιώντας διάφορα ένδικα μέσα: «είχε πολύ καλό δικηγόρο και μέσα σε δυο μήνες τον έβγαλε απ’ τη φυλακή»·
- τον κλείνω στη φυλακή ή τον κλείνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, τέτοιο μεγάλονε καημό με πότισες εμένα)·
- τον ρίχνω στη φυλακή ή τον ρίχνω φυλακή, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στη φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με ρίξανε, στο νούμερο το δέκα, κι αδίκως με δικάσανε για μια παλιογυναίκα
- τον στέλνω φυλακή, τον φυλακίζω: «όποιος προσβάλλει την τιμή του τον στέλνει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν με κάποια θα τα μπλέξεις, να σκεφτείς πως θα ξεμπλέξεις, μη σε στείλει κάποια μέρα φυλακή
- τον χώνω στη φυλακή ή τον χώνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή·
- του ρίχνω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τον τιμωρώ με στέρηση εξόδου: «επειδή τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα, του ’ριξε δέκα μέρες φυλακή»·
- τρώω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τιμωρούμαι με στέρηση εξόδου: «δεν είχα καλά γυαλισμένες τις αρβύλες μου, κι έφαγα πέντε μέρες φυλακή».

χοντρός

χοντρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. χονδρός], χοντρός. 1. που είναι άξεστος, αγροίκος, που δε χαρακτηρίζεται από ευγένεια, από λεπτότητα : «τι χοντρή συμπεριφορά ήταν αυτή σε γέρο άνθρωπο;». 2. (για πράγματα) που είναι χοντροκαμωμένος, χοντροκομμένος, χοντροδουλεμένος, που δε χαρακτηρίζεται από γούστο, από φινέτσα: «πω πω, τι χοντρό έπιπλο που είναι αυτό!». 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα χοντρά (βλ. λ.). Επίρρ. χοντρά.Υποκορ. χοντρούλικος κ. χοντρούτσικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 68 φρ.)· 
- βγάζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- έπεσε χοντρά, βλ. φρ. τα ’ριξε χοντρά·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε χοντρό θάψιμο, βλ. λ. θάψιμο·
- έπεσε χοντρό κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·   
- έχει χοντρό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- έχει χοντρό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει χοντρό πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έχει χοντρό πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- κάνω το χοντρό μου, αφοδεύω, χέζω: «πάω στην τουαλέτα να κάνω το χοντρό μου»· βλ. και φρ. κάνω το ψιλό μου, λ. ψιλός·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κερδίζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κορόιδο χοντρέ! ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση σε άτομο που ξεγελάστηκε σε κάποια ενέργειά του ή που κάποιοι σκάρωσαν κάποιο παιχνίδι σε βάρος του· 
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’ρθε το χοντρό μου, θέλω να αφοδεύσω, να χέσω: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί μου ’ρθε το χοντρό μου!»· βλ. και φρ. μου ’ρθε το ψιλό μου, λ. ψιλός·
- μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- παθαίνω χοντρή πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζονται χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- πάω προς χοντρού μου, πηγαίνω να αφοδεύσω, να χέσω: «θ’ αργήσω λίγο, γιατί πάω προς χοντρού μου»· βλ. και φρ. πάω προς ψιλού μου, λ. ψιλός·
- περνώ χοντρά γαζιά, βλ. λ. γαζί·
- περνώ χοντρά λέκια, βλ. λ. λέκι·
- περνώ χοντρό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πέφτω σε χοντρό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πιάνω χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σε χοντρές γραμμές, βλ. λ. γραμμή·
- τα λέω χοντρά, μιλώ με τέτοιο τρόπο, που δε νοιάζομαι αν θα θίξω κάποιον: «όταν βλέπω να κάνουν βλακείες, τα λέω χοντρά και δε με νοιάζει τίποτα»·
- τα παίρνει χοντρά, α. κερδίζει πολλά λεφτά από την εργασία του: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και τα παίρνει χοντρά». β. κερδίζει μεγάλα ποσά στο χαρτοπαίγνιο: «απ’ την ώρα που κάθισε στο καρέ, τα παίρνει χοντρά». γ. λέγεται για δημόσιο υπάλληλο που δωροδοκείται, χρηματίζεται με μεγάλα ποσά: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, να πας στον τάδε, αλλά πρέπει να ξέρεις πως τα παίρνει χοντρά»·
- τα ’πιασε χοντρά, α. κέρδισε πάρα πολλά χρήματα από νόμιμη ή παράνομη δραστηριότητα: «απ’ τη μέρα που άνοιξε ένα φαστφουντάδικο μέσα στην αγορά, τα ’πιασε χοντρά || έφερε λαθραία τσιγάρα απ’ το εξωτερικό και τα ’πιασε χοντρά». β. λέγεται για δημόσιο υπάλληλο που δωροδοκήθηκε, χρηματίστηκε με μεγάλο χρηματικό ποσό: «τα ’πιασε, δε λέω, αλλά τουλάχιστον τα ’πιασε χοντρά»·
- τα ’ριξα χοντρά, πλήρωσα μεγάλο χρηματικό ποσό τοις μετρητοίς: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και τα ’ριξα χοντρά || τα ’ριξα χοντρά σ’ έναν ψευδομάρτυρα, γιατί ήμουν πολύ στριμωγμένος στη δίκη»· βλ. και φρ. του τα ’ριξα χοντρά·
- τα ’σταξα χοντρά, βλ. φρ. τα ’ριξα χοντρά·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. φρ. του τα ’ριξα χοντρά·
- του τα ’ριξα χοντρά, τον επέπληξα πολύ αυστηρά με βρισιές και άλλες ακατονόμαστες φράσεις: «μόλις τον είδα να βάζει χέρι στο ταμείο, έγινα έξω φρενών και του τα ’ριξα χοντρά»· βλ. και φρ. τα ’ριξα χοντρά·
- φέρομαι χοντρά, βλ. φρ. κάνω χοντράδες, λ. χοντράδα·
- χοντρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- χοντρή γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- χοντρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χοντρή μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- χοντρή φωνή, βλ. λ. φωνή·
- χοντρή χειρονομία, βλ. λ. χειρονομία·
- χοντρό ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- χοντρό αστείο, βλ. λ. αστείο·
- χοντρό καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- χοντρό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- χοντρό λάδι, βλ. λ. λάδι·
- χοντρό λάθος, βλ. λ. λάθος· 
- χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- χοντρό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- χοντρό πέσιμο, βλ. λ. πέσιμο·
- χοντρό πετσί, βλ. λ. πετσί·
- χοντρό φέρσιμο, βλ. λ. φέρσιμο·
- χοντρό ψέμα, βλ. λ. ψέμα·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χοντρός λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.