κορυφή
κορυφή,
η, ουσ.
[<αρχ. κορυφή], η κορυφή. 1. ο ανυπέρβλητος, ο κορυφαίος στο είδος
του: «ο Μπουτάρης είναι κορυφή στα κρασιά || ο Σπύρου είναι κορυφή στις
εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς». 2. τα πιο σημαντικά άτομα σε μια ομάδα
ατόμων: «αφού η διαφθορά έφτασε μέχρι την κορυφή του κόμματος, μπορείς να
φανταστείς σε τι αθλιότητα βρισκόμαστε!»· βλ. και λ. κορφή·
- απολαμβάνει
τη μοναξιά της κορυφής, (ιδίως για ποδοσφαιρική ομάδα) είναι μόνη πρώτη στο
βαθμολογικό πίνακα του πρωταθλήματος: «μετά τη νίκη της Κυριακής και σε
συνδυασμό με τ’ άλλα αποτελέσματα, η ομάδα μας απολαμβάνει τη μοναξιά της
κορυφής»·
- η
κορυφή του παγόβουνου, βλ. λ. παγόβουνο·
- φτάνω
στην κορυφή, γίνομαι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος: «ξεκίνησε φτωχός κι
ασήμαντος και με πολύ σκληρή δουλειά έφτασε στην κορυφή».
παγόβουνο
παγόβουνο, το, ουσ. [<πάγος + βουνό], το παγόβουνο· (και για τα
δυο φύλα) που είναι πολύ ψυχρός στον έρωτα: «όλο το βράδυ την πασπάτευα για να
την ανάψω, αλλά ήταν τόσο παγόβουνο, που στο τέλος την παράτησα κι έφυγα»·
-
η κορυφή του παγόβουνου, λέγεται σε περίπτωση κάποιας σοβαρής υπόθεσης,
που κάθε στοιχείο που αποκαλύπτεται, προϊδεάζει για το μέγεθος των διαστάσεων
εκείνων των στοιχείων που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί: «κι αυτά που ακούτε
είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, γιατί στη συνέχεια θ’ ακολουθήσουν
αποκαλύψεις, που θα σας σηκωθεί η τρίχα». Από το ότι η κορυφή του παγόβουνου
είναι το ορατό μόνο τμήμα, ενώ ο κύριος όγκος του είναι βυθισμένος στη θάλασσα.