Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κορμάκι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κορμάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κορμί], το κορμάκι· μονοκόμματο γυναικείο εφαρμοστό εσώρουχο από φανελάκι και βρακάκι που φοριέται στη γυμναστική ή στο μπαλέτο: «το κορμάκια των Ελληνίδων αθλητριών, τις πιο πολλές φορές, έχουν μπλε και άσπρο χρώμα». (Τραγούδι: το κόκκινο, το κίτρινο το μπλε φορούσες το κορμάκι σου καλέ).