Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κοπιάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κοπιάζω, ρ. [<μτγν. κοπιάζω <αρχ. κοπιῶ]. 1. καταβάλλω μεγάλο κόπο, κουράζομαι πολύ, μπαίνω σε μεγάλο κόπο, σε μεγάλη δυσκολία για να πετύχω κάτι: «πρέπει να κοπιάσεις για να πετύχεις στη ζωή σου || κόπιασα πολύ για να στήσω τη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: με πολεμάς μπαμπέσικα, τρικλοποδιές μου βάζεις· να με τουμπάρεις δεν μπορείς κι άδικα κοπιάζεις). 2α. στην προστακτ. κόπιασε! ή κοπιάστε! φιλοφρονητική πρόσκληση που απευθύνεται σε κάποιον ή κάποιους να μας επισκεφθούν στο σπίτι μας ή να καθίσουν στο τραπέζι μας: «κοπιάστε κι απ’ το σπίτι μας να πιούμε κανένα ουζάκι!». (Δημοτικό τραγούδι: φίλοι καλώς ορίσατε, φίλοι κοπιάστε στο τραπέζι μας με τα πολλά καλούδια).β. φιλοφρονητική πρόσκληση που απευθύνεται σε κάποιον, όταν μας πετυχαίνει την ώρα του φαγητού και μας εύχεται καλή όρεξη, να καθίσει να φάει μαζί μας.
- για κόπιασε! α. απειλητική έκφραση σε κάποιον που έκανε ένα παράπτωμα να έρθει για να τον τιμωρήσουμε: «για κόπιασε, πουλάκι μου, να τα πούμε ένα χεράκι!». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να μην τολμήσει να έρθει, γιατί θα τον τιμωρήσουμε σκληρά: «για κόπιασε και να δεις τι έχεις να πάθεις!»·