Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κοπή
κοπή,
η, ουσ.
[<αρχ. κοπή], η κοπή·
- είναι
παλιάς κοπής, α. (για πρόσωπα) πρόκειται για άτομο συντηρητικών
αρχών και πεποιθήσεων, έχει απόψεις ή συνήθειες που δε συμβαδίζουν με τη
σύγχρονη εποχή: «ο παππούς μου είναι παλιάς κοπής, γι’ αυτό και αντιδρά στις
σύγχρονες θέσεις και στάσεις που παίρνω».. β. (για πράγματα) που δεν
είναι σύγχρονο, μοντέρνο, που είναι ξεπερασμένο, που είναι αντίκα: «έχει ένα
ασημένιο κηροπήγιο και το φυλάει σαν τα μάτια του, γιατί είναι παλιάς κοπής».
Ίσως αναφορά στη χρονολογία έκδοσης της χρυσής λίρας Αγγλίας·
-
παλιά κοπή σε νέα ραφή, βλ. λ. ραφή.