Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κοντάρι
κοντάρι,
το, ουσ.
[<μσν. κοντάριν <μτγν. κοντάριον, υποκορ. του αρχ. κοντός], το κοντάρι·
- μου
’γινε κοντάρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), ήρθε
σε κατάσταση τέλειας στύσης: «μόλις άρχισε να ξεντύνεται η γκόμενα μπροστά μου,
μου ’γινε κοντάρι || κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα, μου γίνεται
κοντάρι».