Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κομποσκοίνι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κομποσκοίνι κ. κομποσχοίνι, το, ουσ. [<κόμπος + σκοινί], μάλλινο σκοινί, συνήθως μαύρου χρώματος με κόμπους, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι καλόγεροι στις προσευχές τους και όπως το έπαιζαν στο χέρι τους σταματούσαν σε κάθε κόμπο και έκαναν μια ευχή. Οι κόμποι αυτοί κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη ήταν συνήθως εκατό, ενώ κατά τον Ηλ. Πετρόπουλο 103 (ργ΄). Συνών. πατερημά (2).