Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κοινωνικός
κοινωνικός,
-ή κ. -ιά,
-ό, επίθ. [<αρχ. κοινωνικός], κοινωνικός. 1. που συναναστρέφεται
φιλικά τους ανθρώπους ή που επιζητεί τη συντροφιά των άλλων: «ο τάδε είναι
κοινωνικός άνθρωπος». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα κοινωνικά, ειδική
στήλη σε περιοδικό ή σε εφημερίδα όπου καταχωρούνται διάφορες κοινωνικές
εκδηλώσεις από τη ζωή του ανθρώπου, όπως αρραβώνες, γάμοι, κηδείες και διάφορα
κουτσομπολιά από την κοσμική ζωή: «καλά ρε, έπρεπε στα κοινωνικά να διαβάσω πως
αρραβώνιασες την κόρη σου;». Επίρρ. κοινωνικά·
- ανεβαίνω
κοινωνικά, ανέρχομαι ταξικά: «ξεκίνησε φτωχός, αλλά με την εργασία του και
τις γνωριμίες που είχε, ανέβηκε κοινωνικά».